Business story: Νέες υπεραξίες στην κτηνοτροφία της Ηπείρου υπόσχεται το Πράσινο Χοιρινό της ΒΙΚΗ

Προστιθέμενη αξία στην τοπική χοιροτροφία, αλλά και στο σύνολο της αγροτικής οικονομίας της Ηπείρου, μέσα από ένα δίκτυο συνεργασιών με αγρότες της περιοχής, φιλοδοξεί να δημιουργήσει το «Πράσινο Χοιρινό» της ΒΙΚΗ, που ετοιμάζεται να κάνει το ντεμπούτο του στα ράφια των καταστημάτων μέσα στο 2018.

Πρόκειται για τον καρπό ενός ερευνητικού προγράμματος, που υλοποιήθηκε σε συνεργασία με το Τμήμα Τεχνολόγων Γεωπόνων – Κατεύθυνση Ζωικής Παραγωγής του ΤΕΙ Ηπείρου και προβλέπει, μεταξύ άλλων, την ελαχιστοποίηση της χρήσης σογιάλευρου στη ζωοτροφή, καθώς και την αντικατάσταση των αντιβιοτικών από αιθέρια έλαια και αρωματική ή φαρμακευτικά φυτά εγχώριας παραγωγής. «Η βασική ιδέα ήταν αφενός να μειώσουμε το ενεργειακό αποτύπωμα των χοίρων –για παράδειγμα, επιτυγχάνεται, μείωση στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα σε ποσοστό 45%– και αφετέρου να προσφέρουμε ένα καλύτερο προϊόν συμβάλλοντας και στην ευζωία των χοίρων», εξηγεί στην «Ύπαιθρο Χώρα» ο γενικός διευθυντής της ΒΙΚΗ, Ανδρέας Μίντσιος. «Βάσει των μετρήσεων που κάναμε, είδαμε καλύτερα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά στο κρέας, καλύτερη χημική σύσταση και βελτίωση της υγείας του ζώου. Η δε προσπάθειά μας να αντικαταστήσουμε τα αντιβιοτικά με φυτοβιοτικά από μόνη της εμπεριέχει μια πολύ σοβαρή προστιθέμενη αξία για τον καταναλωτή και το ίδιο το ζώο, ταυτόχρονα όμως μπορεί να προσδώσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην τοπική αλυσίδα παραγωγής χοιρινού κρέατος», συμπληρώνει.

Συνεργασίες με παραγωγούς της περιοχής

Προτεραιότητα της εταιρείας είναι οι πρώτες ύλες να παράγονται στην Ήπειρο, μέσα από συνεργασίες που θα αναπτυχθούν με χοιροτρόφους, αλλά και καλλιεργητές της περιοχής. «Σε αυτή την κατεύθυνση θα ακολουθήσουμε τα βήματα του ιδρυτή της εταιρείας, Δημήτρη Παπαγιάννη, ο οποίος τη δεκαετία του 1970, όταν αποφάσισε να περάσει από τη χοιροτροφική του μονάδα στη μεταποίηση, έδωσε γενετικό υλικό και τεχνογνωσία και σε άλλους συναδέλφους του, προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση σε ποιοτική πρώτη ύλη», τονίζει ο συνομιλητής μας.

Το «Πράσινο Χοιρινό» θα χρησιμοποιηθεί τόσο για την παραγωγή αλλαντικών –που αντιπροσωπεύουν και το μεγαλύτερο κομμάτι του τζίρου της εταιρείας– όσο και χοιρινού κρέατος. Ο κ. Μίντσιος, μάλιστα, δεν αποκλείει στο μέλλον η τεχνογνωσία αυτή να επεκταθεί και σε άλλα είδη κρέατος. «Το σκεπτικό και τα βασικά εργαλεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σε άλλες ζωικές παραγωγές. Απλώς εμείς ξεκινήσαμε από τη χοιροτροφία, γιατί είναι το κομμάτι που, ως βιομηχανία, μας αφορά περισσότερο», τονίζει.

Ο γενικός διευθυντής της ΒΙΚΗ εκτιμά ότι υπάρχει έντονη ζήτηση στην αγορά για προϊόντα αυτής της φιλοσοφίας. «Παρά τις δύσκολες εποχές που διανύουμε, ο καταναλωτής εξελίσσεται, έχει πλέον καλύτερη πληροφόρηση, ζητά περισσότερες εγγυήσεις για το προϊόν που αγοράζει και τον απασχολούν θέματα που παλαιότερα δεν βρίσκονταν στις προτεραιότητές του, όπως η ευζωία του ζώου. Σε αυτά ακριβώς επιθυμούμε να απαντήσουμε με το ‘‘Πράσινο Χοιρινό’’», επισημαίνει στην «ΥΧ».

Εξισορροπεί φέτος η αγορά

Σταθεροποιητικά δείχνει να κινείται το 2017, ύστερα από μια τριετία τουλάχιστον συνεχούς πτώσης, η εγχώρια αγορά των αλλαντικών, η συνολική «πίτα» της οποίας υπολογίζεται στα 240 εκατ. ευρώ. Όπως επισημαίνει ο κ. Μίντσιος, «από το 2010 και μετά και δη από το 2012, οπότε και έγιναν πιο ορατά τα αποτυπώματα της κρίσης, είχαμε μια μείωση στης κατανάλωσης και ταυτόχρονα μια αύξηση του όγκου των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Αυτή η τάση συντηρήθηκε μέχρι το 2016, ωστόσο φέτος βλέπουμε αυτές οι δύο τάσεις να αντιστρέφονται. Παρατηρούμε, δηλαδή, τη ζήτηση να σταθεροποιείται και τα μερίδια της ιδιωτικής ετικέτας να υποχωρούν».

Όσον αφορά τα οικονομικά μεγέθη της ΒΙΚΗ, σύμφωνα με τον ίδιο, η εταιρεία από την αρχή του έτους παρουσιάζει οριακή κερδοφορία στο κομμάτι των αλλαντικών τόσο σε μηνιαία όσο και σε εξαμηνιαία βάση, ενώ η εκτίμηση για τον τζίρο είναι ότι θα κλείσει το 2017 με μικρή αύξηση στα 21 εκατ. ευρώ.

Η ηπειρώτικη αλλαντοβιομηχανία ποντάρει πολλά και στο χαβιάρι που παράγεται από τη θυγατρική Thessauri και εξάγεται σε ποσοστό 99%. Μάλιστα, από φέτος ξεκίνησε η διάθεσή του και στην εγχώρια αγορά, καθώς, λόγω της αύξησης της τουριστικής κίνησης, εκτιμάται ότι η ζήτηση το επόμενο διάστημα θα ενταθεί.