Στερεά Ελλάδα: Προβληματίζουν τα υπαίθρια χειμερινά κηπευτικά

Η μείωση της ζήτησης του λάχανου, του μπρόκολου και του κουνουπιδιού στην ελληνική αγορά λόγω της κρίσης, οδηγούν παραγωγούς σε εξαγωγική δραστηριότητα

Προβληματίζουν τα υπαίθρια χειμερινά κηπευτικά

Αναμενόμενη ήταν η μείωση των χειμερινών κηπευτικών στην Περιφέρεια Στερεάς, λόγω του δυσμενούς οικονομικού κλίματος. Στις κύριες παραγωγικές περιοχές Βοιωτίας και Εύβοιας, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις μειώθηκαν και οδήγησαν σε αρνητικό πρόσημο σε όλους τους τομείς των οικονομικών δραστηριοτήτων. Οι δυνατότητες εξαγωγών σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένουν ακόμη σε χαμηλά επίπεδα.

Η προοπτική προώθησης των εξαγωγών σε κηπευτικά, κυρίως τους χειμερινούς μήνες, θα αποτελούσε μια εναλλακτική λύση, για τους παραγωγούς της περιοχής. Αναλύοντας την κατάσταση ο γεωπόνος και παραγωγός Βαρνάβας Βαρνάβας από τη Χαλκίδα, μιλώντας στην «ΥΧ», εστίασε στα εξής: «Μειωμένες κατά 15% παρουσιάζονται οι καλλιέργειες των χειμερινών κηπευτικών στην περιοχή μας. Τα κύρια κηπευτικά -λάχανο, μπρόκολο, κουνουπίδι- κινήθηκαν σ΄ αυτά τα αρνητικά ποσοστά.

Τα πρώιμα λάχανα παρουσίασαν μεγάλο πρόβλημα εντομολογικών προσβολών, με αποτέλεσμα να καταστραφούν. Μείωση παρουσίασε το μαρούλι κατά 10%, το οποίο θα μπορούσε να αυξήσει το ποσοστό εξαγωγών και να καλύψει την αγορά των βορείων χωρών τους χειμερινούς μήνες. Το πράσο παραμένει σταθερό στα 350 – 400 καλλιεργούμενα στρέμματα, και χωρίς μεγάλες μεταβολές σε σχέση με πέρυσι παρουσιάζεται και το σκόρδο».

Αναφερόμενος στις εξαγωγές που πραγματοποιεί και ο ίδιος, ο κ. Βαρνάβας στάθηκε στην ποιότητα των προϊόντων: «Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι μέσα από μία συνεχή παρουσία στις αγορές του εξωτερικού, δυναμώνουμε την παραγωγική βάση. Αυτό, όμως, προϋποθέτει μία συνεχή αναζήτηση των αγορών και μεγάλη έμφαση στην ποιότητα. Ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος και εμείς θα πρέπει να είμαστε καλύτερα οργανωμένοι».

Τη δική του άποψη για την κατάσταση που επικρατεί μας μετέφερε ο παραγωγός φυτών Μιχάλης Κούτρας, από το Βασιλικό Εύβοιας: «Τα φυτά που διαθέτω για τους παραγωγούς των λαϊκών αγορών είναι μειωμένα κατά 30-35% σε σχέση με πέρσι και αυτό οφείλεται στην αγοραστική δυνατότητα των καταναλωτών, η οποία είναι δραστικά περιορισμένη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό με το μαρούλι, όπου από τα 1.500 φυτά που φυτεύουν οι παραγωγοί ανά 15ημερο έχουν περιοριστεί στα 800. Αυτό μας δείχνει την αρνητική εξέλιξη στην παραγωγής μας».

Οι εδαφολογικές συνθήκες που επικρατούν στη περιοχή ευνοούν την καλλιέργεια των κηπευτικών με έμφαση στην ποιότητα και δίνουν τη δυνατότητα αύξησης των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Επισημαίνεται όμως η ανυπαρξία οργανωμένων συλλογικών σχημάτων που θα μπορούσαν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην προώθηση των αγροτικών προϊόντων.