Πρωταγωνιστές στις εξαγωγές τα ελληνικά ψάρια

Τσιπούρα και λαβράκι κυριαρχούν στις προτιμήσεις των Ευρωπαίων καταναλωτών

Στο βάθρο των σημαντικότερων ελληνικών εξαγόμενων αγροτικών προϊόντων παραμένουν τα ψάρια, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση, αμέσως μετά το παρθένο ελαιόλαδο. Μάλιστα, το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, κατάφεραν να επιστρέψουν στην 5η από την 6η θέση την αντίστοιχη περσινή περίοδο, στη σειρά κατάταξης του συνόλου των ελληνικών εξαγόμενων προϊόντων στον κόσμο, με την αξία τους να ανέρχεται –για το α’ εξάμηνο του 2016– στα 235,5 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.  

Με εμπορική παρουσία που χαρακτηρίζεται από έντονη εξωστρέφεια, ο κλάδος της ιχθυοκαλλιέργειας, που στηρίζεται τόσο από μεγάλες όσο και από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εξάγει το 85% της παραγωγής του, με τον κύριο όγκο να διοχετεύεται στις ευρωπαϊκές αγορές (93%) και το υπόλοιπο στη Β. Αμερική (4%) και άλλες χώρες (3%). Κύριες ευρωπαϊκές χώρες εξαγωγής είναι η Ιταλία (η μεγαλύτερη αγορά για τα ψάρια ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας), η Ισπανία και η Γαλλία.

Τσιπούρα και λαβράκι κυριαρχούν

Όσον αφορά τα εκτρεφόμενα ψάρια, η τσιπούρα και το λαβράκι αποτελούν με διαφορά τα κυριότερα είδη που παράγονται στην Ελλάδα, καθώς αντιπροσωπεύουν το 91% του συνολικού όγκου παραγωγής ψαριών υδατοκαλλιέργειας, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ) για την υδατοκαλλιέργεια (Δεκέμβριος 2015).

Το 2015 η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε σε 110.000 τόνους, αξίας 595 εκατ. ευρώ. Σε σχέση με το 2014 παρατηρείται μείωση περίπου 2% σε σχέση με τον όγκο παραγωγής, αλλά αύξηση 10% σε σχέση με την αξία πωλήσεων.

«Ο κλάδος μας είναι από τους πιο εξαγώγιμους και εξωστρεφείς», επισημαίνει στην «ΥΧ» ο Ιωάννης Χεκίμογλου, πρόεδρος του Συλλόγου Υδατοκαλλιεργητών Θεσπρωτίας. Ωστόσο, όπως εξηγεί, ο όγκος παραγωγής δεν αυξάνεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες μεσογειακές χώρες.

Μέσα σε μία δεκαετία η Τουρκία κατάφερε να διπλασιάσει την παραγωγή της χάρη σε ένα ευνοϊκό θεσμικό πλαίσιο και κρατικές ενισχύσεις, με αποτέλεσμα αυτήν τη στιγμή να έχει φτάσει στα ελληνικά επίπεδα, αποτελώντας κύριο ανταγωνιστή μας τόσο στις παραδοσιακές όσο και στις νέες αγορές.

Παρά το γεγονός ότι ο κλάδος, τα τελευταία χρόνια, αντιμετώπισε και τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, οι προοπτικές είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές, καθώς αυξάνεται διαρκώς η ζήτηση για τα προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων, εκτιμάται ότι μέχρι το 2030 η ζήτηση σε ιχθυηρά θα αυξηθεί κατά 30 εκατ. τόνους. Ζήτηση, η οποία δεν μπορεί να καλυφθεί από την ελεύθερη αλιεία.

«Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να σημειωθεί πως η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια είναι ένας πολλά υποσχόμενος κλάδος, ο οποίος έχει αποδειχτεί και πολύ ανθεκτικός, αφού παρά όλα τα προβλήματα ρευστότητας των τελευταίων ετών και τη γενικότερη πολιτική και οικονομική αστάθεια, ο όγκος παραγωγής και οι εξαγωγές επηρεάστηκαν ελάχιστα», επισημαίνει στην «ΥΧ» ο γενικός διευθυντής του ΣΕΘ, Γιάννης Πελεκανάκης. «Το 2017 ο κλάδος πρόκειται να παρουσιάσει τα πρώτα σημάδια επιστροφής στην ανάπτυξη, αφού αναμένεται να έχουμε και αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών».

Παράλληλα, όμως, απαιτείται να υλοποιηθεί και μία εθνική στρατηγική ανάπτυξης, υπογραμμίζει ο Σύνδεσμος Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ). Μιας στρατηγικής, η οποία, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να επικεντρώνεται στον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, στην ολοκλήρωση του χωροταξικού σχεδιασμού και στην κατάρτιση στοχευμένων δράσεων για την προώθηση και ανάπτυξη νέων αγορών.

«Αν δεν επιλυθούν θεσμικά και οικονομικά ζητήματα στον κλάδο, είναι δύσκολο να αναπτυχθεί με τους ρυθμούς που αναπτυσσόταν», εξηγεί στην «ΥΧ» ο κ. Χεκίμογλου, ο οποίος επισημαίνει ότι σημαντικό ζήτημα αποτελεί και η ενεργοποίηση του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας & Θάλασσας 2014-2020.