Σε ελεύθερη πτώση οι τιμές στο αγελαδινό

- Πώς ξηλώνεται το πουλόβερ της ελληνικής αγελαδοτροφίας - Από την άρση των ποσοστώσεων στο άνοιγμα της κερκόπορτας για τις εισαγωγές - Κάτω από το όριο βιωσιμότητας των μονάδων κατηφορίζουν οι τιμές στο γάλα

Το μεσημέρι της Δευτέρας 27 Ιουνίου, ένα κονβόι Βέλγων αγελαδοτρόφων, αποτελούμενο από 37 τρακτέρ και δύο φορτηγά βυτία, αφού διέσχισε κεντρικούς δρόμους του Λουξεμβούργου, έφτασε έξω από το κτήριο όπου ήταν προγραμματισμένο το καθιερωμένο ραντεβού των υπουργών Γεωργίας της ΕΕ. Εκεί… άνοιξε πυρ με περίπου 40.000 λίτρα αγελαδινό γάλα εναντίον των έκπληκτων, αλλά και αμήχανων αστυνομικών, που είχαν παραταχθεί συντεταγμένα μπροστά στο Place de l’ Europe.

Τα «λευκά πυρά» των κτηνοτρόφων δεν είχαν φυσικά ως αποδέκτες τα σώματα ασφαλείας, αλλά τους υπουργούς, που μερικές ώρες αργότερα αποχωρούσαν από το κτήριο δίχως να έχουν καταλήξει σε ένα ολοκληρωμένο πλάνο για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσης που εδώ και μήνες μαστίζει τον γαλακτοκομικό τομέα της ΕΕ. Η «κρίση του γάλακτος», όπως αποκαλείται συχνά, αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη ανοιχτή πληγή της ευρωπαϊκής αγροτικής οικονομίας, ένα πρόβλημα που, όπως παραδέχονται πίσω από κλειστές πόρτες ακόμα και κοινοτικοί παράγοντες, «μπορεί να ρίξει ή να ανεβάσει κυβερνήσεις».

Στη χώρα μας, το πρώτο ενδεχόμενο μπορεί αυτήν τη στιγμή να μη φαντάζει ιδιαίτερα πιθανό, όμως με τις κτηνοτροφικές μονάδες να κλείνουν η μία μετά την άλλη –όπως αποτύπωσε σε σχετικό ρεπορτάζ στο προηγούμενο φύλλο η «ΥΧ»–, την τιμή παραγωγού να κατρακυλά ολοένα και χαμηλότερα και τους αγελαδοτρόφους να σχηματίζουν ουρές έξω από τα σφαγεία, το μείγμα στον κλάδο μοιάζει εκρηκτικό και οι εξελίξεις απρόβλεπτες.

Ανατροπές στη αγορά

Η κατάργηση των ποσοστώσεων την 1η Απριλίου 2015 είχε ως αποτέλεσμα να ανατραπούν βίαια οι ισορροπίες όχι μόνο στην κοινοτική, αλλά και στην παγκόσμια αγορά. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, στο «σύστημα» διοχετεύτηκαν πολύ μεγάλες ποσότητες ευρωπαϊκού γάλακτος, η απορρόφηση των οποίων αποδείχθηκε προβληματική. Οι Ευρωπαίοι είχαν ποντάρει πολλά στην αυξανόμενη ζήτηση για γαλακτοκομικά προϊόντα από τον αναπτυσσόμενο κόσμο και ιδιαίτερα στις εξαγωγές προς την Κίνα.

Καθώς, όμως, η παγκόσμια οικονομία αδυνατούσε να ανεβάσει ταχύτητα, έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα σημάδια επιβράδυνσης της κινεζικής αγοράς, ενώ, στο μεταξύ, στο «κόλπο» της παραγωγής γάλακτος είχαν μπει αποφασιστικά και ισχυροί ντόπιοι όμιλοι, επενδύοντας τεράστια ποσά σε ζωικό κεφάλαιο και μεταποιητικές μονάδες. Την ίδια ώρα, το ρωσικό εμπάργκο –που, υπενθυμίζουμε, πρόσφατα παρατάθηκε και επισήμως μέχρι το 2017– έκλεινε ακόμα μία πόρτα και υποχρέωνε την ΕΕ να αναζητήσει εναλλακτικές αγορές για εξαγωγές γαλακτοκομικών αξίας πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.

Υπερπροσφορά

Η πίεση από τις συνθήκες υπερπροσφοράς μεταφέρθηκε δίχως καθυστέρηση από τις βιομηχανίες στους κτηνοτρόφους, συμπιέζοντας τις τιμές αγοράς του αγελαδινού γάλακτος. Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας, την περσινή σεζόν οι παραδόσεις γάλακτος στην ΕΕ αυξήθηκαν πάνω από 3,5 εκατ. τόνους, την ώρα που η ζήτηση για εισαγωγές στην παγκόσμια αγορά παρέμεινε ασθενική. «Η Ευρώπη φέρει τεράστια ευθύνη για το μπλοκάρισμα της παγκόσμιας αγοράς γάλακτος», σύμφωνα με τον Γάλλο οικονομολόγο, Christophe Perrot. «Από το 2013 μέχρι σήμερα η ΕΕ έχει διοχετεύσει επιπλέον 10 εκατ. τόνους σε μια αγορά που δεν ξεπερνά συνολικά τους 66 εκατ. τόνους», ανέφερε ο ίδιος κατά τη διάρκεια αγροτικού συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Ρεν της Γαλλίας, συμπληρώνοντας ότι η «παράπλευρη απώλεια» ήταν η μείωση των τιμών για τους παραγωγούς σε όλο τον κόσμο από 30% έως 50%. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Νέα Ζηλανδία –μεγαλύτερο εξαγωγέα γάλακτος στον κόσμο–, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας, το 80% των αγελαδοτρόφων πουλάει σήμερα το γάλα του με ζημία, ενώ παρόμοια είναι και η εικόνα σε παραδοσιακές κτηνοτροφικές «δυνάμεις» της ευρωπαϊκής ηπείρου, όπως η Γαλλία.

Εγχώρια αγορά

Οι αναταράξεις στο διεθνές σκηνικό έπιασαν, ως συνήθως, την Ελλάδα στον ύπνο και η επίδρασή τους πολλαπλασιάστηκε από ρυθμίσεις όπως αυτή που επιμήκυνε τη διάρκεια ζωής του «φρέσκου» γάλακτος από τις πέντε αρχικά στις επτά και, εν συνεχεία, στις έντεκα μέρες. Σε συνδυασμό με την αδυναμία της πολιτείας να αντιμετωπίσει το φαινόμενο των ελληνοποιήσεων, οι εισαγωγές άρχισαν να αυξάνονται με εκθετικούς ρυθμούς, σε μια χώρα που ενώ γίνεται ολοένα και πιο ελλειμματική, όσον αφορά την κάλυψη των αναγκών της σε αγελαδινό γάλα βλέπει ταυτόχρονα το πουλόβερ της αγελαδοτροφίας χρόνο με τον χρόνο να ξηλώνεται.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ένωσης Φυλής Χολστάιν, η εγχώρια κατανάλωση γαλακτοκομικών αντιστοιχεί σε 1,35 εκατ. τόνους αγελαδινό γάλα ετησίως. Ωστόσο, το 2015 η Ελλάδα παρήγαγε 602.519 τόνους (στοιχεία ΕΛΓΟ-Δήμητρα), δηλαδή μόλις το 0,45% της συνολικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περίπου το 45% των εθνικών αναγκών.

Την ίδια στιγμή, το κύμα φυγής από το επάγγελμα εντείνεται. Από 24.309 αγελαδοτρόφους το 1995, το 2005 είχαν μειωθεί στους 7.213, ενώ το 2015 είχαν απομείνει μόλις 3.246. Με τους ρυθμούς που αυξάνονται τα «λουκέτα» στις αγελαδοτροφικές μονάδες στην περιφέρεια και τις τιμές παραγωγού να έχουν πάρει τον κατήφορο, παράγοντες του κλάδου εκτιμούν ότι στο τέλος του 2016 ο αριθμός αυτός θα έχει πέσει κάτω από τους 3.000.

Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία του ΕΛΓΟ-Δήμητρα, η μέση τιμή τον φετινό Απρίλιο είχε υποχωρήσει στα 0,3802 ευρώ το κιλό –όσο, δηλαδή, εκτιμάται το κόστος παραγωγής μιας μέσης αγελαδοτροφικής μονάδας– από 0,417 ευρώ τον Ιανουάριο και 0,4216 ευρώ τον Απρίλιο του 2015.

  • Γιάννης Τσατσάκης