Σοβαρές οι επιπτώσεις του Brexit στα αγροτικά προϊόντα της Ελλάδας

Η Ελλάδα εξάγει στη Βρετανία τρόφιμα, ποτά, καπνό και βαμβάκι, αξίας 360 εκατομμυρίων ευρώ.

Σοβαρές οι επιπτώσεις του Brexit στα αγροτικά προϊόντα της Ελλάδας

Με την απόφαση της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 29 Απριλίου, άρχισε και τυπικά η διαδικασία αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ. Το Brexit θα επιφέρει πολλαπλές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις και στις δύο πλευρές. Σχεδόν όλοι, όμως, συμφωνούν ότι αυτές θα είναι πολύ πιο σημαντικές για τη Βρετανία παρά για την ΕΕ. Μάλιστα, μέρος των βρετανικών μέσων ενημέρωσης παρουσιάζει συνεχώς στοιχεία για μία «επερχόμενη εθνική ταπείνωση».

Ο βρετανικός αγροδιατροφικός τομέας είναι ιδιαίτερα εξωστρεφής και συνδεδεμένος με την ΕΕ. Για παράδειγμα, το 60% των τροφίμων, που καταναλώνει η Βρετανία, εισάγονται και το 75% από αυτές τις εισαγωγές προέρχεται από την ΕΕ.

Η Βρετανία αποτελεί τον έβδομο εμπορικό εταίρο της Ελλάδας, καθώς εισάγει ελληνικά προϊόντα άνω του 1 δισ. ευρώ, με το 35% από αυτά περίπου να αφορούν αγροτικά προϊόντα.

Όπως απεικονίζεται στο σχετικό διάγραμμα, υπάρχουν προϊόντα, τα οποία είναι ιδιαίτερα «εκτεθειμένα». Πιο συγκεκριμένα, το 27% των εξαγωγών ελληνικών αγροτικών προϊόντων προς τη Βρετανία, αφορούν γαλακτοκομικά (κυρίως φέτα και ένα μικρό μέρος γιαούρτι), το 26% μεταποιημένα φρούτα και λαχανικά (με μεγάλο μερίδιο να κατέχουν οι κονσέρβες), 16% αφορά νωπά φρούτα και καρπούς, 9% αφορά διάφορα παρασκευάσματα και από 5% αφορά ψάρια και τα παρασκευάσματα δημητριακών κ.λπ.

Οι επιπτώσεις του Brexit στις εξαγωγές κάποιου συγκεκριμένου αγροτικού προϊόντος θα κριθούν κατά βάση από δύο παράγοντες. Κατ’ αρχάς, από τις εμπορικές σχέσεις που θα συνάψει η Βρετανία με τρίτες χώρες, οι οποίες παράγουν το συγκεκριμένο προϊόν και μπορούν να εκτοπίσουν από την αγορά το αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Με βάση τους πρώτους υπολογισμούς για το σύνολο της ΕΕ-27, το Brexit θα επιδράσει αρνητικά στο βοδινό κρέας, στη ζάχαρη, στο κρασί και σε πολλά γαλακτοκομικά.

Μία δεύτερη παράμετρος σχετίζεται με το περιεχόμενο της εμπορικής συμφωνίας της ΕΕ με τη Βρετανία που, τελικά, θα επιλεγεί. Έχουν προταθεί και πρόκειται να συζητηθούν διάφορα μοντέλα διμερών συμφωνιών, όπως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ζώνης, της Απλής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών, της Τελωνειακής Ένωσης, όπως αυτής με την Τουρκία, το μοντέλο της Ευρωελβετικής συνεργασίας, ένα αντίστοιχο με αυτό του Καναδά και της CETA, ή τέλος ένα παρόμοιο με αυτό των βαλκανικών χωρών.

Ωστόσο, το μοντέλο με τις περισσότερες επιπτώσεις θα είναι αυτό που θα πλησιάζει με την ισχύουσα συμφωνία που έχει η ΕΕ με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Σε αυτή την περίπτωση, τα σιτηρά και τα προϊόντα κρέατος μεταξύ ΕΕ και Βρετανίας θα έχουν δασμούς από 45% έως 50%, ενώ τα επεξεργασμένα τρόφιμα θα έχουν από 20% έως 35%.

Με βάση τα πρώτα σενάρια που συζητούνται και δημοσιεύονται σε έγκυρα ευρωπαϊκά και βρετανικά έγγραφα, μία ιδιαίτερα πιθανή εικόνα επιβολής δασμών σε προϊόντα, που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τον πρωτογενή τομέα, έχει ως εξής: Τα προϊόντα ζάχαρης εκτιμάται ότι θα επιβαρυνθούν με δασμούς άνω των 20%. Τα ποτά και ο καπνός, τα κτηνοτροφικά, τα προϊόντα σιτηρών, αλιείας και ιχθυοκαλλιεργειών, τα φρούτα και τα λαχανικά εκτιμάται ότι θα επιβαρυνθούν με δασμούς από 10% έως 20% περίπου. Τέλος, η επιβάρυνση των υπόλοιπων προϊόντων θα είναι μικρότερη. Σε αυτά τα ποσοστά θα πρέπει να προστεθούν και οι συνέπειες της υποτίμησης της στερλίνας, που καθιστά τις ευρωπαϊκές εξαγωγές ακόμη πιο δύσκολες.

Ήδη, σε πολλές χώρες επικρατεί η άποψη ότι η ΕΕ πρέπει να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις συνολικά και συντεταγμένα. Όμως, ταυτόχρονα, διαφαίνεται ότι πολλές χώρες καταρτίζουν παράλληλες εθνικές δράσεις για την αντιμετώπιση όχι μόνο της μείωσης των εξαγωγών τους προς τη Βρετανία και την αναζήτηση εναλλακτικών αγορών, αλλά και την αντιμετώπιση της προσφοράς περισσότερων προϊόντων στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής αγοράς.