Στερεά Ελλάδα: Mειωμένη η ζήτηση στα σπορόφυτα

Οι καιρικές συνθήκες και η αγορά επηρεάζουν τις παραγγελίες

Στερεά Ελλάδα: Mειωμένη η ζήτηση στα σπορόφυτα

Ο Φεβρουάριος είναι ο μήνας των παραγγελιών σποριόφυτων από τους παραγωγούς και τους τοπικούς γεωπόνους στα φυτώρια κηπευτικών. Συνήθως, ο χρόνος που μεσολαβεί, ανάλογα και με το είδος του φυτού, ξεπερνά τον έναν μήνα. Παλαιότερα, οι παραγωγοί έφτιαχναν μόνοι τους τα φυτά. Η τεχνολογική εξέλιξη και η δυνατότητα παραγωγής φυτών περισσότερο ανθεκτικών στις ασθένειες και καλύτερα προσαρμοσμένων στο περιβάλλον του χωραφιού ώθησαν του αγρότες προς την κατεύθυνση των φυτωρίων. Η πτώση, ωστόσο, της κατανάλωσης και η αύξηση του κόστους παραγωγής έχουν ως αποτέλεσμα και τη μείωση των παραγγελιών.

Την εικόνα αυτής της μεταβολής μεταφέρει στην «ΥΧ» και ο Μιχάλης Κούτρας, φυτωριούχος από τη Χαλκίδα: «Η ζήτηση σποριόφυτων από καλλιεργητές κηπευτικών είναι μειωμένη σε ένα ποσοστό περίπου 10% σε σχέση με πέρυσι. Η κατανάλωση παρουσιάζει μεγάλη πτώση και αυτό αντανακλάται στις παραγγελίες των αγροτών από εμάς. Το πρόβλημα φαίνεται από τους παραγωγούς που πουλάνε τα προϊόντα τους στις λαϊκές αγορές. Η άμεση επαφή τους με τον καταναλωτή τούς δίνει τη δυνατότητα να προγραμματίζουν για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο. Δυστυχώς, η μειωμένη ζήτηση των καταναλωτών σημαίνει αργότερα λιγότερες παραγγελίες από εμάς».

Τη δική του διάσταση μας δίνει και ο Βαγγέλης Γιαννακόπουλος, γεωπόνος από τον Αλίαρτο Βοιωτίας: «Οι μέχρι τώρα παραγγελίες σποριόφυτων από καλλιεργητές υπαίθριων κηπευτικών είναι μειωμένες πάνω από 10%, συγκρινόμενες με πέρυσι. Ένας παράγοντας είναι και οι καιρικές συνθήκες που επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές των αγροτών. Η γενικότερη, όμως, οικονομική κατάσταση που επικρατεί στην εσωτερική αγορά επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και τις επιλογές των παραγωγών στον σχεδιασμό της παραγωγής τους για την τρέχουσα περίοδο. Στην ευρύτερη περιοχή, η μέχρι τώρα παραγωγή κηπευτικών ήταν προσαρμοσμένη στις ανάγκες της τοπικής αγοράς και της αγοράς της Αθήνας. Δυστυχώς, όμως, από την πλευρά των αγροτών, οι οργανωτικές δομές προβολής και εμπορίας είναι ανύπαρκτες και, όπως δείχνουν τα πράγματα, μελλοντικά θα υπάρχει μεγαλύτερη πτώση».