Στροφή των εξαγωγέων προς τις ευρωπαϊκές αγορές σε σχέση με τις τρίτες χώρες

Εξάλειψη του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων για την Ελλάδα δείχνουν τα έως σήμερα στοιχεία των εξαγωγών – εισαγωγών των αγροτικών προϊόντων για το 2016.

Πρόκειται για ανατροπή η οποία είχε δεκαετίες να συμβεί, με εξαίρεση το πρώτο τρίμηνο του 2014. Τότε, όμως, το κλείσιμο της ψαλίδας οφειλόταν κατά βάση στη μείωση των εισαγωγών σε τρόφιμα για την Ελλάδα, λόγω βέβαια της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης.

Αντίθετα, σύμφωνα με τα στοιχεία, οι εξαγωγές ελληνικών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων δείχνουν να ξεπερνούν τις αντίστοιχες εισαγωγές το 2016. Σταθερά ανοδική πορεία στις εξαγωγές καταγράφεται τα τελευταία συνολικά έξι χρόνια, της τάξης του 7,6% ανά έτος και 4,9% στο πρώτο εξάμηνο του 2016.

Οι ελληνικές εξαγωγές αγροτικών προϊόντων σημειώνουν μια σταθερή αύξηση από το 2012 έως και το 2016, τόσο σε ποσότητα προϊόντων όσο και σε ποιότητα, όπως φαίνεται από τα έσοδα των εισαγωγών. Το 2012, η Ελλάδα εξήγαγε αγροτικά προϊόντα (τρόφιμα, ζώα ζωντανά, καπνό, λάδια και λίπη, φυτικής και ζωικής προελεύσεως) συνολικής ποσότητας 3,835 εκατομμυρίων τόνων και αξίας 4,594 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αντίστοιχα, το 2016, η Ελλάδα εξήγαγε αγροτικά προϊόντα συνολικής ποσότητας 4,524 εκατομμυρίων τόνων και αξίας 5,606 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Σταθερά, η χώρα μας «ξοδεύει» κατά μέσον όρο 1,2 δισ. ετησίως για εισαγωγές κρεάτων και γαλακτοκομικών προϊόντων. Πρόκειται για τις δύο βασικές κατηγορίες τροφίμων που διαμορφώνουν το έλλειμμα του ελληνικού αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου. Το 2016, όμως, οι εξαγωγές μόνο βασικών ελληνικών εξαγωγικών προϊόντων φθάνουν το 1,569 δισ. συνολικά. Ενδεικτικά, οι εξαγωγές παρθένου ελαιολάδου διαμορφώθηκαν στα 501,6 εκατομμύρια ευρώ, πορτοκαλιών νωπών και αποξηραμένων στα 173,4 εκατομμύρια ευρώ, λαχανικών 405,3 εκατομμύρια ευρώ και των φρούτων 489,3 εκατομμυρίων ευρώ.

Η συνεχόμενη -επί σειρά ετών- αύξηση των εξαγωγών ελληνικών αγροτικών προϊόντων συνοδεύεται και από στροφή των εξαγωγέων προς τις ευρωπαϊκές αγορές σε σχέση με τις τρίτες χώρες. Οι τελευταίες αποτελούσαν για δεκαετίες τις χώρες – στόχους των ελληνικών εξαγωγών του πρωτογενούς τομέα.

Τα 100 σημαντικότερα ελληνικά εξαγόμενα προϊόντα στον κόσμο το 2016 ανά κλάδο

Ενδοκοινοτικά

Η στροφή προς την αγορά της Ευρώπης συνεπάγεται από τη μία πλευρά αύξηση της αξίας των προϊόντων, εφόσον η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί περισσότερο ακριβή αγορά, από την άλλη σημαίνει ότι τα ελληνικά τρόφιμα έχουν πλέον τις δυνατότητες να κατακτήσουν και καλύτερες αγορές, προσφέροντας αναβαθμισμένα προϊόντα. «Φαίνεται από τα στοιχεία ότι η Ελληνική Γεωργία έχει αποκτήσει έναν σημαντικό εξαγωγικό προσανατολισμό. Μάλιστα, είμαστε στη σωστή κατεύθυνση, εφόσον αυξάνεται όχι μόνο η ποσότητα αλλά και η αξία των προϊόντων που εξάγονται. Αυτό σημαίνει ότι έχει ανέβει και η ποιότητα όσων φεύγουν προς το εξωτερικό», λέει στην «ΥΧ» ο Στάθης Κλωνάρης, καθηγητής στο Εργαστήριο Πολιτικής Οικονομίας & Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης της Γεωπονικής Σχολής Αθηνών.

Φυσικά, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν και ο ρόλος της τύχης και των συγκυριών. Η αγροτική παραγωγή εξαρτάται σε μεγάλο ποσοστό από συνθήκες που δεν μπορούν να ελεγχθούν, όπως ο καιρός. Έτσι, για παράδειγμα, οι εξαγωγές ελαιολάδου της Ελλάδας σημείωσαν μεγάλη αύξηση το 2015, γιατί έγιναν μεγάλες καταστροφές στην παραγωγή σε Ιταλία και Ισπανία. Οι δύο χώρες, πρωταθλητές στην παγκόσμια αγορά, χρειάζονταν ελαιόλαδο για να εξυπηρετήσουν τους πελάτες τους και να μην χάσουν εμπορικές συμφωνίες και έτσι αγόρασαν μεγάλες ποσότητες χύμα ελαιόλαδο από την Ελλάδα, με αποτέλεσμα και την αύξηση της τιμής. Σαφώς, όμως, δεν πρόκειται για σταθερή κατάσταση, ενώ και πάλι οι δύο χώρες καρπώθηκαν την υπεραξία του ελληνικού ελαιολάδου, κάνοντας τη συσκευασία.

Πώς μπορούμε να εξασφαλίσουμε το μέλλον των εξαγωγών

Οι συνθήκες, οι συγκυρίες, το πείσμα, η ανάγκη, το μεράκι, ήταν βασικοί παράγοντες που συντέλεσαν στην αύξηση των ελληνικών εξαγωγών αγροτικών προϊόντων.

Όσο η εσωτερική αγορά έπεφτε, λόγω της οικονομικής κρίσης, και οι αγορές των γύρω χωρών που θεωρούνταν μόνιμες και κατακτημένες έκλειναν (π.χ. ρωσικό εμπάργκο), οι Έλληνες παραγωγοί αγροτικών προϊόντων αναζήτησαν νέους αγοραστές σε άλλες χώρες. Και, όπως φαίνεται από τα στοιχεία, σε μεγάλο ποσοστό τα κατάφεραν.

Ο κ. Κλωνάρης εξηγεί, επίσης, ότι η πτώση της αξίας του ευρώ έναντι του δολαρίου βοήθησε τις ελληνικές εξαγωγές των commodities προϊόντων όπως π.χ. το σκληρό σιτάρι. Χαρακτηριστικά, οι εξαγωγές σκληρού σιταριού της Ελλάδας το 2016 σημείωσαν αύξηση της τάξης του 193,1% σε σχέση με το 2015.

Παράλληλα, όμως, μεγάλη ήταν και η αύξηση των εξαγωγών πορτοκαλιών, της τάξης του 59,3% το 2016 σε σχέση με το 2015. Μόλις λίγα χρόνια πριν, τα πορτοκάλια αφήνονταν να μείνουν στα δέντρα λόγω χαμηλής τιμής ή γινόταν αγώνας για να ενταχθούν ποσότητες στη διαδικασία της χυμοποίησης. Αύξηση της τάξης του 28,4% σημείωσαν επίσης οι εξαγωγές μανταρινιών, 21,5% των λαχανικών και 27,2% παραπάνω εξαγωγές σημειώθηκαν σε μείγματα και ζυμάρια για την παρασκευή προϊόντων αρτοποιίας. Σημαντική ήταν η αύξηση της τάξης του 28% των εξαγωγών καπνών αλλά και τσιγάρων, σε ποσοστό 10,1%.

Η ΚΑΠ

Ο κ. Κλωνάρης αποδίδει επίσης την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα προς μια περισσότερο υγιή και τελικά βιώσιμη κατεύθυνση, στις αλλαγές στην Κοινή Αγροτική Πολιτική και στη μείωση των ευρωπαϊκών ενισχύσεων που λαμβάνουν οι παραγωγοί, για προϊόντα που για χρόνια ήταν βασικά επιδοτούμενα. «Η μείωση των αγροτικών ενισχύσεων οδηγεί τους παραγωγούς στο να λαμβάνουν καλύτερα τα σήματα της αγοράς, όσον αφορά στο τι και πώς πρέπει να παράγουν για έχουν οικονομικό όφελος», επισημαίνει.

Η ανεργία και τα οικονομικά προβλήματα εντός Ελλάδας έστρεψαν πολλούς επαγγελματίες, ακόμα και άσχετους με τον χώρο, στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων. Πρόκειται για ανθρώπους που, γνωρίζοντας στο πετσί τους ότι η εσωτερική αγορά συρρικνώνεται διαρκώς, ακόμα και στα είδη πρώτης ανάγκης, όπως τα τρόφιμα, στράφηκαν άμεσα στο εξωτερικό.

«Τα 3-4 τελευταία χρόνια έχει μπει στον χώρο των εξαγωγών κόσμος ο οποίος δεν είχε ασχοληθεί στο παρελθόν με τα αγροτικά προϊόντα. Οι περισσότεροι, μάλιστα, έχουν βρει πηγές στην πρωτογενή παραγωγή για να προμηθεύονται προϊόντα, αλλά δεν έχουν τις επαφές για να κάνουν εξαγωγές. Πρόκειται όμως για ανθρώπους που έχουν προσόντα, πανεπιστημιακή μόρφωση και θέληση» λέει στην «ΥΧ» ο Χαράλαμπος Φιλαδαρλής, ειδικός στο διεθνές εμπόριο και στις εξαγωγές.

Πολλές εξαγωγικές προσπάθειες έχουν επιτύχει χάρη στην επιμονή, στην υπομονή και την επινοητικότητα κάποιων ανθρώπων. Όμως, σύμφωνα με τον κ. Φιλαδαρλή, ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσουμε το θέμα συνολικότερα, για να εξασφαλίσουμε και το μέλλον των ελληνικών εξαγωγών. «Οι μεμονωμένες προσπάθειες, κάποιες φορές αποδίδουν, κάποιες άλλες όχι. Επίσης, το γεγονός ότι κάποιος κατάφερε να τοποθετήσει το λάδι του στο ράφι ενός μεγάλου καταστήματος στο εξωτερικό είναι σημαντικό, αλλά δεν αποδίδει το οικονομικό όφελος που θα μπορούσε να φέρει μια οργανωμένη προσπάθεια», τονίζει.

Πόλεμος τιμών

Ο ίδιος μας αναφέρει ότι για να πετύχει η εξαγωγική προσπάθεια και να φέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη, πρέπει να υπάρχει μια ικανή ποσότητα ενός προϊόντος ή μια ποικιλία προσφερόμενων προϊόντων. Άρα, σαφώς απαιτούνται συνεργασίες μεταξύ των παραγωγών: «Η έλλειψη όγκου και συγκέντρωσης διαπραγματευτικής δύναμης, μας στερεί την είσοδο στα μεγάλα δίκτυα διανομής και σε μεγάλα συμβόλαια. Άρα, χρειαζόμαστε ομάδες παραγωγών, οργάνωση παραγωγής με αυστηρές προδιαγραφές και διαπραγμάτευση σε μαζικότερο επίπεδο», εξηγεί ο κ. Φιλαδαρλής και προσθέτει: «Επιπλέον, ο ελληνοελληνικός πόλεμος τιμών για τα μάτια κάποιου καλού ξένου πελάτη, βοηθά μόνο αυτόν».

Από τα βασικά μειονεκτήματα των προς εξαγωγή αγροτικών προϊόντων της Ελλάδας -παρά τα τεράστια βήματα που έχουν γίνει- είναι η χαμηλή προστιθέμενη αξία των προϊόντων μας. Με λίγα λόγια, πουλάμε χύμα κατά βάση και μη μεταποιημένα προϊόντα. Αρκεί να σκεφτούμε τη διαφορά τιμής ανάμεσα στο στάρι και στα μακαρόνια, στις βιομηχανικές ντομάτες και στον συσκευασμένο «παραδοσιακό» ντοματοπολτό.

Ακόμα περισσότερο; Λείπει η ενσωμάτωση της τεχνολογίας και της καινοτομίας στα αγροτικά μας προϊόντα. Εμείς πουλάμε «φέτα όπως παλιά», τη στιγμή που η αγορά της Ευρώπης έχει γεμίσει συσκευασίες λευκού τυριού σε μπουκιές με ελαιόλαδο για να τις προσθέσεις απευθείας στη «χωριάτικη».

Εξαιρετικά σημαντικό, επίσης, είναι το έλλειμμα τεχνογνωσίας σε θέματα μάρκετινγκ και προβολής των ανθρώπων που ασχολούνται με την παραγωγή των προϊόντων αλλά ακόμα και των συνεταιρισμών ή των εξαγωγέων και εμπόρων.