Συνεχίζει την παράδοση ο νεροπετρόμυλος του Παπανάγνου

Συνεχίζει την παράδοση ο νεροπετρόμυλος του Παπανάγνου
Παράδοση και περιβάλλον συμβαδίζουν χέρι-χέρι προ όφελος της τοπικής κοινωνίας

Στην περιοχή του Γοργοποτάμου και κάτω από την ιστορική γέφυρα, όπου γράφτηκε μια χρυσή σελίδα της Εθνικής μας Αντίστασης, από το 1940 μέχρι και σήμερα λειτουργεί ο νεροπετρόμυλος του Παπανάγνου. Η τεχνική της άλεσης παραμένει ίδια εδώ και αιώνες. Mε τη δύναμη του νερού, το οποίο συγκεντρώνεται σε μία δεξαμενή, και με την πίεση πάνω στη φτερωτή, ο νερόμυλος μπαίνει σε λειτουργία. Το σιτάρι, το κριθάρι και το καλαμπόκι μετατρέπονται σε αλεύρι υψηλής ποιότητας, διότι αλέθονται σε χαμηλές στροφές.

Ο νεροπετρόμυλος του Παπανάγνου αποτελεί μέρος της παράδοσης και είναι από τους λίγους σε λειτουργία στην Περιφέρεια Στερεάς. Αποτελεί πόλο έλξης για πολλούς επισκέπτες και ειδικά μαθητές. Από τον τρόπο λειτουργίας, τα παιδιά καταλαβαίνουν τις δυνατότητες της φύσης και πώς μπορούν να αξιοποιηθούν από τον άνθρωπο, προς όφελος του ίδιου και του περιβάλλοντος. Η πολυδαίδαλη νομοθεσία και η γραφειοκρατία αποτρέπουν την καλύτερη αξιοποίηση του παραδοσιακού αυτού χώρου.

Ο Βάιος Παπανάγνος, ιδιοκτήτης του μύλου, περιγράφει στην «ΥΧ» την ιστορική, πολιτισμική και οικονομική διάσταση της λειτουργίας του:

«Ο νεροπετρόμυλος αποτελεί συνέχεια της ιστορίας του τόπου μας. Ο τρόπος άλεσης του σταριού και των άλλων καρπών που φέρνουν οι άνθρωποι της περιοχής στον μύλο μας είναι ο ίδιος, έτσι όπως τον ξέρω από μικρό παιδί, με μία διαφορά: Παλιά ερχόντουσαν με ζώα, ενώ σήμερα μεταφέρουν τα προϊόντα με τα αυτοκίνητα. Η διαφορά μας με έναν σύγχρονο αλευρόμυλο είναι η ταχύτητα άλεσης των σιτηρών. Ο χρόνος μεταποίησης της δικής μας παραγωγής είναι μεγάλος, δηλαδή σε 8 ώρες παράγουμε 400 κιλά αλεύρι, σε σύγκριση με τους αλευρόμυλους που ξεπερνούν τους 40 τόνους την ώρα. Όπως καταλαβαίνετε, μια τέτοια χρονοβόρα διαδικασία παραγωγής είναι οικονομικά ασύμφορη. Όμως, η ειδοποιός διαφορά της άλεσης στον μύλο μας είναι ότι δουλεύει σε χαμηλές στροφές και δεν καίει το σιτάρι με αποτέλεσμα το αλεύρι που παράγεται να είναι υψηλής ποιότητας».

Αναφερόμενος στην κοινωνική και περιβαλλοντική διάσταση της λειτουργίας του νερόμυλους ο κ. Παπανάγνου δήλωσε:

«Ο νερόμυλος αποτελεί πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο. Το μεγαλύτερο ποσοστό των επισκεπτών είναι μαθητές σχολείων. Μέσα από αυτά τα εκπαιδευτικά και περιβαλλοντικά προγράμματα, μας δίνεται η δυνατότητα να ενημερώσουμε τους μαθητές για τη χρησιμότητά του. Το φυσικό περιβάλλον της περιοχής δένει απόλυτα με τη λειτουργία του μύλου και το μήνυμα που στέλνουμε είναι ότι προστατεύουμε το περιβάλλον και ενισχύουμε την τοπική οικονομία. Χρησιμοποιούμε φιλικές προς το περιβάλλον μορφές ενέργειας, όπως είναι η υδάτινη, ώστε να παράγουμε και να μεταποιούμε τα τοπικά αγροτικά μας προϊόντα».

Κλείνοντας, ο κ. Παπανάγνου εστίασε στη γραφειοκρατία του συστήματος και την ανικανότητά του να ανταποκριθεί στον εκσυγχρονισμό και στη βελτίωση της παραδοσιακής μονάδας:

«Εδώ και δεκαετίες προσπαθώ να βελτιώσω και παράλληλα να εκσυγχρονίσω τον περιβάλλοντα χώρο, για να είναι περισσότερο επισκέψιμος. Η άρνηση που εισπράττω από τους δημόσιους φορείς είναι πέρα και έξω από κάθε προηγούμενο. Δεν είναι δυνατό η παράδοση να μην αναγνωρίζεται από την επίσημη πολιτεία και συνεχώς μπροστά μας να βρίσκουμε εμπόδια».

 Για την ιστορία, πριν από χρόνια, ξεκίνησε η αναπαλαίωση του Φραντζόμυλου, ενός άλλου νερόμυλου της περιοχής, χωρίς όμως ποτέ να τεθεί σε λειτουργία. Οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης που διαχειρίστηκαν το έργο το άφησαν ημιτελές, χωρίς κανένας να αναλάβει τις ευθύνες του. Μία ακόμα εικόνα από την Ελλάδα της παρακμής και του ωχαδερφισμού.