Τιμές Γερμανίας με μισθούς Σλοβακίας πληρώνουν οι καταναλωτές δίχως να κερδίζουν οι αγρότες

Τι δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat για τα τρόφιμα

Την ανισορροπία που χαρακτηρίζει τη σχέση τιμών – εισοδημάτων στη Ελλάδα, με την πλάστιγγα να γέρνει ολοφάνερα σε βάρος των δεύτερων, αποκαλύπτουν τα επίσημα στοιχεία της Eurostat για το επίπεδο των τιμών στα τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά και το διαθέσιμο κατά κεφαλήν εισόδημα των καταναλωτών το 2016, που είδαν το φως της δημοσιότητας τις προηγούμενες μέρες.

Μελετώντας τους αριθμούς, προκύπτει ανάγλυφα ότι, κατά το εξεταζόμενο διάστημα, οι Έλληνες καταναλωτές έρχονται αντιμέτωποι με επίπεδα τιμών στα τρόφιμα που αγγίζουν εκείνα της Γερμανίας, δυνάμενοι να διαθέσουν για τις αγορές τους μέρος του εισοδήματός τους, που είναι επιπέδου της… Σλοβακίας.

Παρατηρώντας κανείς τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η «ΥΧ» (βλ. πίνακες), διαπιστώνει ότι οι τιμές των ειδών διατροφής στην Ελλάδα είναι οι ενδέκατες υψηλότερες μεταξύ των 19 κρατών-μελών της ευρωζώνης (105 με βάση το 100), υψηλότερα από της Ολλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, μόλις 4 μονάδες χαμηλότερα από της γειτονικής Ιταλίας και 3 μονάδες από της Κύπρου. Την ίδια στιγμή, όμως, ο δείκτης που διαμορφώνει το διαθέσιμο κατά κεφαλήν εισόδημα για την απόκτηση καταναλωτικών αγαθών, βρίσκεται στην 4η θέση (77 μονάδες με βάση τον δείκτη 100) από το χαμηλότερο, εκείνο της Λετονίας, και από λίγο έως καθόλου δεν απέχει από της Εσθονίας, της Σλοβενίας και είναι ίδιο με της Σλοβακίας.

Την ίδια στιγμή, ο Γερμανός καταναλωτής, που βρίσκεται αντιμέτωπος με τις ίδιες περίπου τιμές με αυτές της Ελλάδας, έχει τη δυνατότητα να διαθέσει 58,44% μεγαλύτερο εισόδημα για τις καταναλωτικές του ανάγκες, ο Ολλανδός, με χαμηλότερο δείκτη τιμών, 44,15% περισσότερο από τον Έλληνα, ο Ισπανός 15,6%, ο Λιθουανός (με το χαμηλότερο επίπεδο τιμών μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης) 11,68% περισσότερο, ο Πορτογάλος 6,5% κ.λπ. Και βέβαια, ούτε λόγος για σύγκριση με χώρες όπως το Λουξεμβούργο, την Αυστρία ή τη Φινλανδία…

Φως φανάρι οι στρεβλώσεις της αγοράς

Όλα τα παραπάνω, εγείρουν εύλογο προβληματισμό και σειρά ερωτημάτων σε σχέση με τις αιτίες που διαμορφώνουν την ελληνική πραγματικότητα, που ασφαλώς άπτονται των ασκούμενων πολιτικών σε σχέση με τη διαμόρφωση των τιμών και των στρεβλώσεων στην αγορά, που όλοι συζητούν σε στρογγυλά τραπέζια υπουργικών και κομματικών επιτελείων. Αρμόδιοι φορείς έχουν συνεδριάσει ατέλειωτες ώρες και έχουν εκδώσει εκατοντάδες σελίδες συμπερασμάτων και μελετών με πηχυαίους τίτλους γύρω από τη δράση των κρίκων της αλυσίδας της αγοράς τροφίμων κ.ο.κ. Όλα αυτά, προφανώς χωρίς αποτέλεσμα, όπως ομολογούν τα επίσημα στοιχεία.

Γιατί, λοιπόν, σε μία κατ’ εξοχήν αγροτική χώρα σαν την Ελλάδα, όπου:

  • Πρώτον, ένα μεγάλο ποσοστό της κατανάλωσης τροφίμων –είτε της πρωτογενούς παραγωγής, είτε της μεταποίησης– καλύπτεται από την εγχώρια παραγωγή να είναι υψηλές.
  • Δεύτερον, λόγος γίνεται για μια περίοδο, το 2016, κατά την οποία το αγροτικό εισόδημα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία για τις εκροές της ΕΛΣΤΑΤ, έχει αρνητικό πρόσημο κατά τη μεγαλύτερη περίοδο του χρόνου, με απλά λόγια οι τιμές των αγροτικών προϊόντων μειώνονται.
  • Τρίτον, ούτε πληθωριστικές πιέσεις θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί, αφού όλο το 2016 ο δείκτης τιμών καταναλωτή είχε αρνητικό πρόσημο και μόνο τον τελευταίο μήνα, τον Δεκέμβρη, στασιμότητα.
  • Τέταρτον, σε μια χρονιά, κατά την οποία το εισόδημα των νοικοκυριών συνέχισε να συρρικνώνεται δραματικά ελέω των αλλεπάλληλων μέτρων που έχουν ληφθεί σε βάρος των εισοδημάτων των αγροτών, των μισθωτών, των αυτοαπασχολούμενων που αποτελούν την καταναλωτική βάση της χώρας.
  • Πέμπτον, ακόμα κι αν κάποιος επικαλεστεί τις πιέσεις που ασκούν στη διαμόρφωση των τιμών των τροφίμων οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων (σύμφωνα με άλλη μελέτη της Eurostat, οι τιμές εισαγωγής αυτών επιδρούν σε ποσοστό 33,7% στις τιμές της μεταποίησης και 21,1% στις τελικές τιμές καταναλωτή), εύλογα γεννιέται το ερώτημα πόσο υψηλότερες και γιατί είναι οι τιμές στις οποίες εισάγονται στην Ελλάδα παρόμοια προϊόντα που εισάγονται και σε άλλες χώρες;

Σε κάθε περίπτωση, καταδεικνύεται το αδιαμφισβήτητο γεγονός της ανακολουθίας –τουλάχιστον– ανάμεσα στις πραγματικές τιμές που εισπράττει ο παραγωγός, οι οποίες βαίνουν μειούμενες για μια μεγάλη μερίδα των προϊόντων που παράγει, και στο τίμημα, το οποίο, τελικώς, καλούνται οι καταναλωτές να καταβάλουν, προκειμένου να καλύψουν τη στοιχειώδη ανάγκη της διατροφής.