Το φαινόμενο της πώλησης με «ανοιχτή τιμή»

γράφει ο Νίκος Λάππας

Η οικονομική απαξίωση πολλών συνεταιρισμών και η έλλειψη ρευστότητας δημιουργούν και παγιώνουν νέα φαινόμενα εμπορικών πρακτικών. Κατ’ αρχήν, ένα αυξανόμενο και σημαντικό μέρος της διάθεσης πολλών προϊόντων, όπως των οπωροκηπευτικών, των ζωικών, γίνεται χωρίς παραστατικά, τοις μετρητοίς, και για τους λόγους αυτούς σε χαμηλότερες τιμές για τον παραγωγό. Μάλιστα, αρκετές από τις εν λόγω ποσότητες εξάγονται σε χώρες της Βαλκανικής.

Ανοδική τροχιά στις τιμές παραγωγού κηπευτικών ενόψει των εορτών

Στα παραπάνω, και στις γνωστές «αλάνες», έχει προστεθεί ένα σύστημα «ανοιχτής τιμής», όπου ο παραγωγός συμφωνεί για μία αρχική τιμή, ενώ θα λάβει στο μέλλον μία «εκκαθάριση» ανάλογα με την πορεία της αγοράς. Το σύστημα αυτό, που εφαρμόζεται σε προϊόντα όπως τα σιτηρά και το βαμβάκι, συχνά προβάλλεται και ως μία δυνατότητα συμμετοχής του παραγωγού στις χρηματιστηριακές εξελίξεις από όπου θα αντλήσει επιπλέον εισόδημα.

Ένα διευρυμένο σύστημα «ανοιχτών τιμών» λειτούργησε για πολλά χρόνια στα νωπά οπωροκηπευτικά, όσο κεντρικές αγορές, όπως αυτές της Αθήνας ή του Μονάχου, υποδέχονταν μεγάλες ποσότητες προϊόντων. Το αποτέλεσμα γνωστό: Ο παραγωγός λάμβανε χαμηλές τιμές εκκαθάρισης για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, διέθετε την παραγωγή στον ιδιώτη έμπορο συχνά μόνος του. Δεύτερον, είχε άγνοια των δεδομένων της αγοράς.

Σήμερα, για παράδειγμα, η διεθνής αγορά βάμβακος, τα χρηματιστηριακά δεδομένα του προϊόντος και η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου δικαιολογούν μία τιμή τουλάχιστον 52 λεπτών το κιλό. Επιπλέον, ο εκκοκκιστής, λόγω της πληροφόρησης που διαθέτει, γνωρίζει τις προθεσμιακές τιμές και τις τάσεις τιμών του προϊόντος, ενώ το ίδιο ισχύει και για την εμπορική επιχείρηση σιτηρών.

Όσο ο παραγωγός δεν διαθέτει τη γνώση αυτή και όσο δεν είναι μέλος μίας συλλογικής αγροτικής επιχείρησης που την παρέχει και που ενισχύει τη διαπραγματευτική του θέση, τα εγχειρήματα των «ανοιχτών τιμών» θα έχουν πάντα τον γνωστό, ίδιο χαμένο. Τον αγρότη.