Το λάδι και οι ελιές δεν θέλουν λεφτά!

Το λάδι και οι ελιές δεν θέλουν λεφτά!

Η μεταρρύθμιση της ΚΑΠ, που θεσπίστηκε το 2013 για να ισχύσει την περίοδο 2014-2020, προβλέπει μία ενδιάμεση αναθεώρηση το 2017. Τα τελευταία χρόνια έχουν μεσολαβήσει εξελίξεις, όπως το προσφυγικό, η τρομοκρατία, η παρατεινόμενη ύφεση, το Brexit, οι οποίες αδυνατίζουν τις κεντρομόλες δυνάμεις, ενισχύοντας κάθε λογής αμφισβητήσεις του οικοδομήματος της ΕΕ.

Η αύξηση των διαθέσιμων κονδυλίων είναι εκτός ατζέντας με το υπάρχον νομικό πλαίσιο (καν. 1307/13). Επομένως, οι στόχοι για νέες θέσεις εργασίας, που θα προέλθουν από την ανάπτυξη και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, απομακρύνονται και πάνω στο τραπέζι απομένει ο στόχος της απλοποίησης της ΚΑΠ. Το τι μπορεί να σημαίνει η «απλοποίηση» είναι ακόμη –δημοσίως– άγνωστο, αν και η κοινοτική γραφειοκρατία έχει δείξει στο παρελθόν ότι μπορεί να περάσει τις πιο βαθιές πολιτικές μεταρρυθμίσεις με επικάλυμμα την πιο ανώδυνη τεχνοκρατική ορολογία.

Σε αυτές, λοιπόν, τις συνθήκες, ένα πρώτο ερώτημα αφορά το εάν τα ποσά που προβλέπονται στους εθνικούς φακέλους έως το 2019 είναι πράγματι εγγυημένα. Και ένα δεύτερο ερώτημα αφορά τις δυνατότητες που έχει το κάθε κράτος-μέλος να τροποποιήσει το πλαίσιο που το ίδιο καθόρισε κατά τη διάρκεια της μεταρρύθμισης του 2013. Να ανακατανείμει, δηλαδή, ποσά μεταξύ προϊόντων και περιοχών.

Ορισμένοι στην Ελλάδα καλοπροαίρετα σκέφτονται ότι θα μπορούσαν να τροποποιήσουν τις συνδεδεμένες ενισχύσεις, έτσι ώστε να εντάξουν το ελαιόλαδο και ειδικότερα, μάλιστα, το ελαιόλαδο που τυποποιείται σε συσκευασίες έως και 5 λίτρων.

Το λάδι και οι ελιές δεν θέλουν λεφτά!Σκέψη λογική, ίσως και προφανής, με βάση τη γνωστή διαπίστωση ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού ελαιολάδου δεν τυποποιείται, αλλά διακινείται χύμα είτε προς την Ιταλία, είτε στην εσωτερική αγορά (βλ. πίνακα).

Όμως, αυτή η πολιτική –των πρόσθετων επιδοτήσεων– πάσχει στο γενεσιουργό της αίτιο, στη ρίζα της. Γιατί είναι ακριβώς η κατασπατάληση του πακτωλού των επιδοτήσεων που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για το γεγονός ότι μόνο το 1/4 της παραγωγής τυποποιείται, αποκτώντας προστιθέμενη αξία, δημιουργώντας θέσεις εργασίας κ.λπ.

Όπως έχουμε αναλύσει και στο παρελθόν και από τις σελίδες της «ΥΧ» (βλ. φύλλα 6ο και 7ο), το ελαιόλαδο έχει «απορροφήσει» άνω των 22 δισ. ευρώ, μόνο για άμεσες επιδοτήσεις συν επιπλέον ένα άγνωστο σε εμένα, αλλά επίσης τεράστιο κονδύλι για διαρθρωτικά του Β’ Πυλώνα (κατασκευή ελαιοτριβείων, τυποποιητηρίων κ.λπ.).

Μια και αναφερόμαστε στην αδυναμία τυποποίησης και στην κυριαρχία του χύμα, αξίζει να επισημάνουμε ότι επί 15 χρόνια η βιομηχανία τυποποίησης στην Ελλάδα εισέπραξε περίπου 2 δισ. ευρώ, φτάνοντας ετησίως έως και τους 182.620 τόνους επί 133,4 δρχ./κιλό. Από αυτούς οι συνεταιρισμοί συμμετείχαν μόνο με 11.451 τόνους, ενώ οι υπόλοιποι 171.169 τόνοι απορροφήθηκαν από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις (μέσω των επαγγελματικών τους οργανώσεων ΣΕΒΙΤΕΛ και ΕΣΒΙΤΕ). Η κατάργηση της σχετικής επιδότησης («ενίσχυση στην κατανάλωση») ήταν αρκετή για να εξανεμιστούν οι περίπου 100.000 τόνοι και δεκάδες «επιχειρήσεις» που τυποποιούσαν(;) ελαιόλαδα. Από αυτό το «τσουνάμι» αθέμιτου ανταγωνισμού, η σοβαρή πραγματική βιομηχανία τυποποίησης ποτέ δεν συνήλθε. Αν αναλογιστεί κανείς ότι επιπλέον των 130 δρχ./κιλό για τυποποίηση υπήρχε και η επιδότηση των εξαγωγών σε τρίτες χώρες με 45-55 δρχ./κιλό, δηλαδή έφθαναν αθροιστικά στο 1/3 ή και περισσότερο της τιμής του ελαιολάδου, τότε καταλαβαίνει κανείς τις ευκαιρίες που έχασε η Ελλάδα, ενώ τις αξιοποίησαν οι ανταγωνιστές της. Μάλιστα, οι σχετικά καλύτερες επιδόσεις της επιτραπέζιας ελιάς ίσως να οφείλονται στο ότι ο εν λόγω τομέας δεν γνώρισε αυτόν τον καταστροφικό πακτωλό.

Επί μία τριετία, 2003-2005, κράτησαν οι διαπραγματεύσεις για την τότε ριζική αναθεώρηση της ΚΑΠ. Ένας μεγάλος φίλος της Ελλάδας, ο εκλιπών Ζαν Μαρκ Γκαζάνιε, είχε προσπαθήσει να προστατεύσει το ελληνικό ελαιόλαδο μέσω της πρότασης να περιορίσει την πλήρη αποσύνδεση (ιστορικά δικαιώματα) στο 60% αντί για το 100%, ώστε το υπόλοιπο 40% της ενίσχυσης στην παραγωγή (555 εκατ. ευρώ) να μπορεί να το διανείμει το κάθε κράτος με αντικειμενικά κριτήρια (περιφερειοποίησης, περιβαλλοντικά κ.ά.). Στην πραγματικότητα, προσπάθησε να μη νομιμοποιηθεί το «πανωγράψιμο», αλλά έστω και εν μέρει να διορθωθούν οι αδικίες. Τελικά, οι ίδιοι οι Έλληνες επέλεξαν την πλήρη αποσύνδεση 100%.

Τι χρειάζεται

Σήμερα, λοιπόν, το τρένο δεν γυρίζει πίσω. Νέος γύρος επιδοτήσεων, με δεδομένες και τις αδυναμίες των ελεγκτικών μηχανισμών, το πιο πιθανό είναι να οδηγήσει σε ένα νέο κύμα (όχι τσουνάμι, γιατί τα λεφτά πια λιγόστεψαν), επίσης, καταστροφικού αθέμιτου ανταγωνισμού.

Το ελληνικό ελαιόλαδο είναι «δημοσιονομικά ουδέτερο» και δεν χρειάζεται παρά ελάχιστα χρήματα. Αυτό που χρειάζεται είναι:

  • Οργάνωση (υπουργείο, υπηρεσίες, (δι)επαγγελματικές οργανώσεις, επιστημονική κοινότητα, Τοπική Αυτοδιοίκηση).
  • Με διαφάνεια και αξιοποίηση των κονδυλίων να υλοποιηθούν κάποιοι επιμέρους βασικοί στόχοι, οι οποίοι κοστίζουν ελάχιστα και θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί μέσω των προγραμμάτων των ΟΕΦ 2015-2018, αν πέρυσι είχε επικρατήσει η ορθή αξιολόγησή τους.
  • Μία «ενάρετη» περίοδο χωρίς πειρασμούς του είδους των φόρων/εισφορών (taxe parafiscale/fee), που έχουν την πρόθεση να επιβάλλουν διεπαγγελματικές οργανώσεις.
  • Ένα εθνικό σχέδιο, το οποίο να περιλάβει μία ειδική κατηγορία εξτρίσιμων υψηλής ποιότητας παρθένων ελαιολάδων.

Βασίλης Ζαμπούνης