Το στοίχημα του νέου αναπτυξιακού νόμου και οι δεδομένες αδυναμίες του

Το στοίχημα του νέου αναπτυξιακού νόμου και οι δεδομένες αδυναμίες του

Ο νέος αναπτυξιακός νόμος, που υιοθετήθηκε την περασμένη εβδομάδα στη Βουλή, καλείται να καλύψει ένα κενό τουλάχιστον δύο ετών σε ό,τι αφορά τη λήξη της ισχύος του προηγούμενου αναπτυξιακού νόμου, από τα μέσα του 2014. Στην ουσία, όμως, καλείται να αντιμετωπίσει ένα κενό πολλών ετών σε ό,τι αφορά την παροχή των κατάλληλων επενδυτικών κινήτρων και ενισχύσεων για την δραστική αύξηση των επενδύσεων, την διευκόλυνση της καινοτομίας, την εισαγωγή νέων τεχνολογιών και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας.

Όπως είναι αναπόφευκτο, το νέο επενδυτικό πρόγραμμα είναι προσαρμοσμένο μέσα στα στενά δημοσιονομικά περιθώρια του φετινού προϋπολογισμού – πριν την ψήφισή του το νομοσχέδιο πήρε το «πράσινο φως» των θεσμών. Στο πλαίσιο αυτό τα διαθέσιμα κεφάλαια μέχρι το 2020 δεν θα ξεπεράσουν τα 645 εκατ. ευρώ (λαμβάνοντας υπόψη και τις εκκρεμείς δαπάνες των προηγούμενων δύο αναπτυξιακών νόμων), με μέση ετήσια δαπάνη τα 128 εκατ. ευρώ, τη στιγμή που οι εκτιμήσεις της αγοράς κάνουν λόγο για ανάγκη επενδύσεων της τάξης των 100 δισ. ευρώ, σημαντικά δηλαδή υψηλότερων κεφαλαιακών αναγκών σε σχέση με αυτές που θα μπορέσει να καλύψει ο νέος νόμος.

Πέραν όμως από την υστέρηση σε επίπεδο κεφαλαίων, που αποτελεί εδώ και καιρό το αναπόφευκτο πρόβλημα κάθε πολιτικής στήριξης των επενδύσεων στην ελληνική οικονομία, κρίσιμη είναι επίσης και η χρονική στιγμή στην οποία καλούνται να υλοποιηθούν οι δράσεις του επενδυτικού νόμου. Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει οριακά αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ για το 2016, ενώ το αυξημένο φορολογικό βάρος που αποφασίστηκε για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησής και την τμηματική εκταμίευση των δόσεων, δημιουργεί κινδύνους μεγάλης υφεσιακής επίπτωσης. Η όποια επιβράδυνση της ανάκαμψης της οικονομίας θα αποτελέσει έναν ακόμη αρνητικό συντελεστή για την αποτελεσματικότητα των μέτρων τόνωσης των επενδύσεων, όχι μόνο άμεσα, λόγω της μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και με την υπονόμευση του κλίματος εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία.

Υπάρχει περίπτωση αποτελεσματικότητας του νόμου μέσα σε αυτά τα σφικτά περιθώρια;Παρά τις αντικειμενικά σημαντικές δυσκολίες, υπάρχουν σίγουρα σημεία αιχμής στα οποία μπορεί να ανταποκριθεί ο νόμος για την ενίσχυση των επενδύσεων και αυτό ακριβώς καλείται να κάνει. Η απλοποίηση των διαδικασιών και η μείωση στο ελάχιστο της γραφειοκρατίας σε ότι αφορά την ίδρυση και αδειοδότηση επιχειρήσεων αλλά και την καταβολή των επιχορηγήσεων, το προβάδισμα στην καινοτομία, καθώς και στις οικονομικά αποδοτικές επενδύσεις, η επιβράβευση των δράσεων που επιφέρουν πρόσθετα κέρδη σε αντίθεση με τις άμεσες ενισχύσεις σε δράσεις ανεξαρτήτως του αποτελέσματός τους, η ουσιαστική ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχείρησης που αποτελεί την ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, καθώς και η διασφάλιση συνέχειας και σταθερότητας του νομοθετικού και φορολογικού πλαισίου το οποίο θα διέπει την κάθε επένδυση, αποτελούν ουσιαστικούς παράγοντες διαμόρφωσης θετικού επενδυτικού κλίματος.

Ο νέος νόμος επιχειρεί να ανταποκριθεί σε αρκετά από αυτά τα σημεία, ωστόσο σε άλλα παραμένει ελλιπής.

  • Η Fast track ίδρυση επιχειρήσεων σε μία μέρα και η αδειοδότησή τους σε τρεις αποτελεί σημαντικό βήμα. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, αρνητική κριτική ασκείται για τις πολλαπλές υπουργικές αποφάσεις που θα χρειαστούν για την υλοποίηση των διαφορετικών δράσεων του νόμου, γεγονός που κάθε άλλο παρά μειώνει το διοικητικό άχθος και την γραφειοκρατία.
  • Ενίσχυση κυρίως μέσω φοροαπαλλαγών και σαφώς λιγότερο μέσω ενισχύσεων και άμεσων επιχορηγήσεων. Το ύψος της φοροαπαλλαγής μπορεί να φτάσει 20% ετησίως καθώς επίσης και να επιμεριστεί μέχρι και 15 χρόνια. Το ανώτατο όριο άμεσων επιχορηγήσεων ορίζεται στα 5 εκ ευρώ ανά επενδυτικό σχέδιο. Η προτεραιότητα στις αποδοτικές επενδύσεις και όχι σε ενισχύσεις ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματος αποτελεί πράγματι ένα ορθολογικό κριτήριο του νέου νόμου. Ωστόσο, το νέο αναπτυξιακό μοντέλο καλείται να ανταποκριθεί και σε επενδύσεις για την υλοποίηση μεγάλων έργων, για την δημιουργία σύγχρονων υποδομών αλλά και νέων θέσεων εργασίας. Το προβλεπόμενο όριο των 5 εκ ευρώ δύσκολα θα μπορέσει να ανταποκριθεί σε τέτοιου είδους επενδύσεις.
  • Προτεραιότητα δίνεται στις καινοτόμες επενδύσεις (για μηχανήματα και εγκαταστάσεις η επιχορήγηση φτάνει το 70%). Παράλληλα, ο νέος νόμος λειτουργεί συνδυαστικά και με τον ΕΣΠΑ (ειδική μοριοδότηση για επενδυτικά σχέδια στους τομείς της αγροδιατροφής και βιομηχανίας τροφίμων, της εφοδιαστικής αλυσίδας, του περιβάλλοντος, των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών, του τουρισμού κ.α.). Ωστόσο, λόγω της ένδειας πόρων του νέου επενδυτικού νόμου, οι παρεχόμενες σε κάθε φορέα ενισχύσεις δεν μπορούν να υπερβούν σωρευτικά τα 10 εκ ευρώ για μεμονωμένη επιχείρηση και τα 20 εκ ευρώ για το σύνολο των συνδεδεμένων επιχειρήσεων. Αυτό αναπόφευκτα μειώνει σημαντικά την «τονωτική ένεση» του νόμου σε επιχειρήσεις με δραστηριότητες αποδεδειγμένης στην πράξη προστιθέμενης αξίας.
  • Δίνεται, επίσης, η δυνατότητα υπαγωγής στο νόμο σε Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις, Ομάδες Παραγωγών, Αγροτικές Εταιρικές Συμπράξεις, συνεταιριστικές εταιρείες σε κλάδους τεχνολογίας, πληροφοριών, επικοινωνίας και αγροδιατροφής (με ελάχιστο όριο επένδυσης τα 100.000 ευρώ), γεγονός που μπορεί να ενισχύσει τις συνέργειες και δικτυώσεις μεταξύ επιχειρήσεων για την επίτευξη οικονομιών κλίμακος, αλλά και να τονώσει την εξαγωγή ποιοτικών προϊόντων.
  • Προβλέπονται καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία και μηχανισμοί της αγοράς (funds, δάνεια, κεφαλαιακές συμμετοχές) για μόχλευση και επιστροφή των δημόσιων πιστώσεων. Στόχος είναι οι κοινοτικοί και δημόσιοι πόροι να μπορούν να έχουν την μεγαλύτερη δυνατή μόχλευση μέσω Ταμείου Συμμετοχών με την συμμετοχή ιδιωτών.
  • Σταθερός φορολογικός συντελεστής για 12 χρόνια για επενδύσεις άνω των 20 εκ ευρώ που δημιουργούν τουλάχιστον δύο νέες θέσεις εργασίας ανά 1 εκ ευρώ επιλέξιμης δαπάνης. Η φορολογική σταθερότητα αποτελεί παραδοσιακά ουσιαστικό κίνητρο επενδύσεων, ωστόσο η πρόβλεψή της για επενδύσεις μόνο άνω των 20 εκ ευρώ, δεν δρομολογεί κίνητρα για όλες τις επενδύσεις και ειδικότερα κίνητρα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Αυτές οι βασικές παράμετροι, αλλά και μία σειρά άλλων στοιχείων του νέου νόμου θα κληθούν να ανταποκριθούν στις σημαντικές προκλήσεις για την ενίσχυσή των κινήτρων των Ελλήνων και ξένων επενδυτών. Μένει να φανεί στην πράξη κατά πόσο ο νέος νόμος που ήδη ξεκινά με ελλιπείς πόρους θα μπορέσει να ανταποκριθεί θετικά στις προκλήσεις αυτές. Ένα στοίχημα κρίσιμο όχι μόνο για τους επενδυτές, αλλά πάνω από όλα για την πολυπόθητη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την οριστική έξοδο από την κρίση.

Το στοίχημα του νέου αναπτυξιακού  νόμου και οι δεδομένες αδυναμίες του Η Αγαθή Παφίλη είναι νομική σύμβουλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση Διαχείρισης Κεφαλαίων και Περιουσιακών Στοιχείων (EFAMA) από τον Σεπτέμβριο του 2012, αρμόδια για την ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία στον τομέα των επενδυτικών κεφαλαίων.