Τράπεζα Ελλάδας: Ανάπτυξη από 1,6 εως 2,7 εως το 2019

Οι προβλέψεις για την ελληνική οικονομία δείχνουν ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και αναμένονται ρυθμοί ανάπτυξης κατά 1,6%, 2,4% και 2,7% για το 2017, το 2018 και το 2019, αντίστοιχα

Τα παραπάνω αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδας στην Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος που αναρτήθηκε σήμερα και η οποία δημοσιεύεται δύο φορές το χρόνο από τη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Η συγκεκριμένη Επισκόπηση εστιάζεται στις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα που έλαβαν χώρα κατά το 2016, με αναφορά κάποιων βασικών μεγεθών και στο α’ τρίμηνο του 2017, σε ό,τι αφορά τις οικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις, την ανάλυση του πιστωτικού κινδύνου, των κινδύνων ρευστότητας και αγοράς, καθώς και την κερδοφορία και την κεφαλαιακή επάρκεια.

Η Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος αξιολογεί τις εξελίξεις, εντοπίζει τους κύριους παράγοντες των συστημικών κινδύνων του ελληνικού τραπεζικού τομέα και των λοιπών κλάδων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και αναλύει τη λειτουργία των υποδομών χρηματοπιστωτικών αγορών (συστημάτων πληρωμών, ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, συστημάτων διακανονισμού τίτλων και κεντρικού αντισυμβαλλόμενου).

Σύμφωνα με την ΤτΕ η σταδιακή πορεία ανάκαμψης του χρηματοπιστωτικού συστήματος συνεχίστηκε το 2016 και τους πρώτους μήνες του 2017. Η σταθεροποίηση και βελτίωση των οικονομικών συνθηκών συνέβαλε στην εμπέδωση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η οποία με τη σειρά της αναμένεται να συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση της δραστηριότητας στην πραγματική οικονομία. Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής επιβεβαιώνει την πρόοδο που έχει συντελεστεί στο πεδίο της δημοσιονομικής προσαρμογής και των απαιτούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και αίρει την αβεβαιότητα σχετικά με την εξυπηρέτηση των άμεσων δανειακών αναγκών της χώρας.

Οι εξελίξεις αυτές δύναται να βελτιώσουν το οικονομικό κλίμα και τις προοπτικές ανάπτυξης. Ωστόσο, σημαντικές προκλήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν, με κυριότερες την αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) και την περαιτέρω μείωση της χρηματοδότησης των τραπεζών από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance). Η παρούσα Επισκόπηση καλύπτει το σύνολο του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ανάλυση των τραπεζικών εξελίξεων. Εξάλλου, δεδομένου του κυρίαρχου ρόλου της τραπεζικής διαμεσολάβησης στην Ελλάδα, η σταθερότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος εξαρτάται ουσιωδώς από εκείνη του τραπεζικού τομέα.

Η ανάλυση συμπληρώνεται από Ειδικά Θέματα που αναδεικνύουν θέματα τεχνικού, αλλά και ευρύτερου, ενδιαφέροντος.

Το 2016 η ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα ενισχύθηκε. Οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες εμφάνισαν οριακά κέρδη προ φόρων σε ενοποιημένη βάση μετά από μια σειρά ζημιογόνων χρήσεων. Στην επάνοδο στην κερδοφορία συνέβαλαν η βελτίωση των λειτουργικών αποτελεσμάτων και κυρίως η μεγάλη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Παράλληλα, βελτιώθηκαν περαιτέρω οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, καθώς μειώθηκε το σταθμισμένο για τον κίνδυνο ενεργητικό τους στο πλαίσιο της πώλησης μη κύριων δραστηριοτήτων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Όσον αφορά τους τραπεζικούς κινδύνους, ο πιστωτικός κίνδυνος εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις, αλλά παραμένει αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός τομέας. Σε απόλυτο μέγεθος, το απόθεμα των ΜΕΑ συρρικνώνεται με βραδύ ρυθμό για τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα, έχοντας φθάσει στη μέγιστη τιμή του το Μάρτιο του 2016. Ωστόσο, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε στο α΄ τρίμηνο του 2017 εξαιτίας της μείωσης του συνολικού υπολοίπου των δανείων, αλλά και της αυξημένης αβεβαιότητας από την παράταση των διαπραγματεύσεων σχετικά με τη δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής. Εντονότερα, επηρεάστηκε το χαρτοφυλάκιο στεγαστικών δανείων. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Πολιτεία έχουν υλοποιήσει σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση των παραγόντων που εμπόδιζαν τις προσπάθειες των τραπεζών να διαχειριστούν αποτελεσματικά το πρόβλημα των MEA.

H αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου σχετικά με την αφερεγγυότητα, η διευθέτηση της φορολογικής μεταχείρισης των διαγραφών και πωλήσεων δανείων και η νομική προστασία των στελεχών που χειρίζονται τις αναδιαρθρώσεις δανείων, αποτελούν μέτρα που αναμένεται να διευκολύνουν την προσπάθεια μείωσης των ΜΕΑ μέχρι το τέλος του 2019, σύμφωνα με τους επιχειρησιακούς στόχους που έχουν τεθεί. Επικουρικά, η επικείμενη ενεργοποίηση του μηχανισμού για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών, ενδέχεται να λειτουργήσει θετικά, καθώς συγκεντρώνει ορισμένα πλεονεκτήματα, όπως π.χ. η καθολική αντιμετώπιση των οφειλών προς ιδιώτες και φορείς του Δημοσίου στην κατεύθυνση της εξεύρεσης μιας συνολικής λύσης, η οικειοθελής προσέλευση της υπερχρεωμένης επιχείρησης, το συνεκτικό χρονοδιάγραμμα και η σαφής διαδικασία λήψης αποφάσεων, η ηλεκτρονική πλατφόρμα διαχείρισης κ.λπ.

Παράλληλα, θετικά εκτιμάται επίσης ότι θα συμβάλει και η ανάπτυξη εφαρμογής για τη διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων, σε συνδυασμό με την τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου αναφορικά με τις εταιρίες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων με γνώμονα τη διευκόλυνση της εισόδου περισσοτέρων εταιριών στην αγορά. Υπενθυμίζεται ότι μέχρι στιγμής έχουν λάβει άδεια λειτουργίας τέσσερεις εταιρίες. Συμπληρωματικά με τα παραπάνω, το Ειδικό Θέμα Ι αναδεικνύει τη σημασία που έχει η εύρυθμη λειτουργία του δικαστικού συστήματος. Η σύντμηση του χρόνου της δικαστικής εκκαθάρισης της αφερεγγυότητας, και ειδικότερα της διαδικασίας ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων από τα πιστωτικά ιδρύματα, δύναται να βελτιώσει σημαντικά την αξία των ΜΕΑ (Δεκέμβριος 2016: 106,3 δισεκ. ευρώ), διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό την πιο ενεργητική διαχείρισή τους στο πλαίσιο της λειτουργίας μιας αποτελεσματικής δευτερογενούς αγοράς.

Ειδικότερα, για τα δάνεια που έχουν καταγγελθεί (Δεκέμβριος 2016: 48 δισεκ. ευρώ), η ανάλυση καταδεικνύει ότι τυχόν επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών κατά τρία χρόνια θα μπορούσε να αυξήσει την ανακτήσιμη αξία τους κατά 7 δισεκ. ευρώ. Αναφορικά με τον κίνδυνο ρευστότητας, σημαντική βελτίωση εμφάνισε συνολικά η ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα εμφάνισε συνεχή πτωτική τάση, τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών. Η μείωση αυτή αποδίδεται: α) στην πώληση ομολόγων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην ΕΚΤ στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος αγοράς τίτλων, β) στη διευκόλυνση της πρόσβασης στη διατραπεζική αγορά, γ) στη μείωση του ενεργητικού, εξαιτίας της πώλησης θυγατρικών και της απομόχλευσης που συντελείται, και δ) στην ενίσχυση της καταθετικής βάσης. Σε χαμηλό επίπεδο παρέμεινε ο κίνδυνος αγοράς των τραπεζών, με την ελληνική αγορά ομολόγων και μετοχών να παρουσιάζει έντονα ανοδικές τάσεις, γεγονός που λειτούργησε θετικά στις αποτιμήσεις των χαρτοφυλακίων. Συνολικά για τον κίνδυνο αγοράς, σύμφωνα με προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων κρίσης, η επίπτωση στην κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων από την πραγματοποίηση δυσμενών σεναρίων εκτιμάται ότι θα ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη. Ταυτόχρονα, το 2016 συνεχίστηκε η τάση συρρίκνωσης της διεθνούς παρουσίας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων στο πλαίσιο της υλοποίησης των δεσμεύσεών τους που απορρέουν από τα εγκεκριμένα από την Ευρωπαϊκή

Επιτροπή σχέδια αναδιάρθρωσής τους. Η πώληση θυγατρικών του εξωτερικού είχε περαιτέρω θετική επίδραση στη ρευστότητα και την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζικών ομίλων. Επιπροσθέτως, οι διεθνείς δραστηριότητες συνεισέφεραν στην ενίσχυση της καταθετικής βάσης και της κερδοφορίας των τραπεζικών ομίλων.

Στην Ελλάδα, οι «λοιποί» τομείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελούν μικρό μόνο τμήμα του, οπότε αντίστοιχα μικρότερη είναι και η επίδρασή τους στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ωστόσο, η σύνδεσή τους με τον τραπεζικό κλάδο, αλλά και η επίδρασή τους στις οικονομικές εξελίξεις καθιστούν αναγκαία την παρακολούθηση της δραστηριότητά τους. Οι κυριότερες εξελίξεις στον ασφαλιστικό τομέα αφορούσαν την εφαρμογή του νέου εποπτικού πλαισίου «Φερεγγυότητα ΙΙ» και την προσέλκυση ξένων επενδυτών στο μετοχικό κεφάλαιο ασφαλιστικών εταιριών. Η εγχώρια ασφαλιστική αγορά έχει επιδείξει υψηλό βαθμό συνέπειας και προσαρμοστικότητας στις εποπτικές απαιτήσεις του νέου πλαισίου και η φερεγγυότητα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων διαμορφώνεται σε ικανοποιητικό επίπεδο. Όσον αφορά στους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ο σημαντικότερος είναι ο ασφαλιστικός (κατά ζημιών, ζωής και ασθενείας) και ακολουθεί ο κίνδυνος αγοράς από τις τοποθετήσεις τους σε χρηματοπιστωτικά μέσα. Λιγότερο σημαντικοί κίνδυνοι είναι ο λειτουργικός κίνδυνος και ο κίνδυνος αντισυμβαλλομένου, ενώ μειωτικά στο προφίλ κινδύνου επιδρούν τα οφέλη από τη διαφοροποίηση των κινδύνων.

Σε συγκρίσιμο δείγμα, δηλαδή χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι θυγατρικές που πωλήθηκαν και οι διακοπτόμενες δραστηριότητες.

Θετική επίδραση στη σταθερότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος άσκησε η απρόσκοπτη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών, δηλαδή των υποδομών της αγοράς, οι οποίες συνέβαλαν στην αποτελεσματική διεκπεραίωση των συναλλαγών. Επίσης, αξίζει να επισημανθεί η αυξημένη χρήση των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, εν μέρει εξαιτίας της εφαρμογής των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, αλλά και της σταδιακής εξοικείωσης του κοινού με τη χρήση τους. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε τα έσοδα των τραπεζών από προμήθειες, συνέβαλε στην πιο αποτελεσματική διενέργεια των συναλλαγών (π.χ. κόστος καταμέτρησης και διακίνησης χαρτονομισμάτων), αλλά ταυτόχρονα συνεισέφερε και στις προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.

Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανίζονται ευοίωνες. Το 2017 αναμένεται θετικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, με τη νεότερη εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος για αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά 1,6%. Επίσης, η ενιαία νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ παραμένει διευκολυντική, ενώ πιθανή ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ θα βελτίωνε περαιτέρω τις συνθήκες χρηματοδότησης στην Ελλάδα. Σε συνδυασμό με την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης των καταθετών και των επενδυτών, οι παραπάνω παράγοντες αναμένεται να διευκολύνουν τον τραπεζικό τομέα στην προσπάθειά του για αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και για διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησής του. Η ενίσχυση του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας με έμφαση στην καινοτομία και τον εξαγωγικό προσανατολισμό, ώστε να επιτευχθεί αειφόρος και διατηρήσιμη ανάπτυξη. Ωστόσο, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές.

Ταυτόχρονα, σημαντική εξέλιξη αποτελεί και η υιοθέτηση από την 1η Ιανουαρίου 2018 του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) 9 σχετικά με το σχηματισμό προβλέψεων απομείωσης και την αναγνώριση εσόδων από τόκους για τα χρηματοοικονομικά μέσα, ανάλογα με την πιστωτική τους ποιότητα, το οποίο αποτελεί αντικείμενο του Ειδικού Θέματος ΙΙΙ. Η κυριότερη καινοτομία του νέου ΔΠΧΑ 9 έγκειται στην υιοθέτηση ενός μοντέλου «αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών» (expected credit loss), έναντι του υφιστάμενου πλαισίου, το οποίο είχε ως προϋπόθεση να υπάρξει αντικειμενική απόδειξη απομείωσης της αξίας του περιουσιακού στοιχείου (incurred loss). Γίνεται συνεπώς αντιληπτό ότι η υιοθέτηση και σταδιακή εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 θα συνεπάγεται δυνητικά την ανάγκη σχηματισμού αυξημένων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Τέλος, χρήζει αναφοράς ότι τα πιστωτικά ιδρύματα ολοκλήρωσαν τις ενέργειές τους για την ενίσχυση της εταιρικής τους διακυβέρνησης, μεταξύ άλλων με την ανανέωση των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων τους. Στο πλαίσιο αυτό, στο Ειδικό Θέμα ΙV περιγράφεται το θεσμικό πλαίσιο, η διαδικασία και τα κριτήρια αξιολόγησης της καταλληλότητας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών ενός πιστωτικού ιδρύματος, καθώς αναπτύσσονται διεξοδικά τα καθορισμένα κριτήρια αξιολόγησης.

Σύμφωνα με την ΤτΕ μετά την ήπια ύφεση του 2015, το ΑΕΠ παρέμεινε αμετάβλητο το 2016, παρά τις θετικές προοπτικές του β΄ και γ΄ τριμήνου, όταν η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης βελτίωσε το οικονομικό κλίμα και τις συνθήκες ρευστότητας στην πραγματική οικονομία μέσω της αποπληρωμής ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου. Όμως, η επιστροφή της αβεβαιότητας εξαιτίας της παρατεταμένης περιόδου διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση, σε συνδυασμό με την υπεράντληση πόρων από την πραγματική οικονομία που συνέβαλε στην υπέρβαση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, οδήγησε σε υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας το δ΄ τρίμηνο του 2016. Παρ’ όλα αυτά, ο ρυθμός ανάπτυξης το α΄ τρίμηνο του 2017 επανήλθε σε θετικό πρόσημο εξαιτίας της ισχυρής ιδιωτικής κατανάλωσης, της ανάκαμψης των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου, αλλά και της εξαγωγικής δυναμικής της οικονομίας.

Το 2016 η εγχώρια ζήτηση ενισχύθηκε εξαιτίας της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης, που υποστηρίχθηκε από την ανάλωση των αποταμιευτικών πόρων των νοικοκυριών, καθώς και από την αύξηση της απασχόλησης, τάση που συνεχίστηκε και το α΄ τρίμηνο του 2017. Οι επενδύσεις το 2016 παρέμειναν σταθερές παρά την αβεβαιότητα που οδήγησε στην αναβολή πολλών δημόσιων και ιδιωτικών επενδυτικών σχεδίων.

Εντούτοις η άρση της αβεβαιότητας θα δώσει ώθηση στις επενδύσεις, που αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά μεσοπρόθεσμα. Οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν τόσο το 2016 όσο και το 2017 ως αποτέλεσμα της ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Σημειώνεται ότι η αύξηση των εξαγωγών αγαθών ήταν υψηλότερη της αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης την περίοδο 2014-2016. Αντίθετα, οι εξαγωγές υπηρεσιών σημείωσαν πτώση εξαιτίας της μείωσης τόσο των εσόδων από τη ναυτιλία όσο και των τουριστικών εισπράξεων. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε στο 0,6% του ΑΕΠ εξαιτίας της διεύρυνσης του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών χωρίς καύσιμα και του ισοζυγίου υπηρεσιών. Μεσοπρόθεσμα αναμένεται να κινηθεί σε θετικό έδαφος εξαιτίας κυρίως των υψηλών προσδοκιών για τον τουρισμό. Όσον αφορά την αγορά εργασίας, η τάση αποκλιμάκωσης της ανεργίας συνεχίστηκε και το 2016, ενώ και η απασχόληση, ιδιαίτερα της μισθωτής εργασίας, αυξήθηκε παρά τη στασιμότητα στην ανάπτυξη.

Τους πρώτους μήνες του 2017 παρατηρείται μία ταχύτερη αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας σε σχέση με το 2016, με την απασχόληση να αυξάνεται ιδιαίτερα στον τουριστικό κλάδο, το εμπόριο και τη μεταποίηση. Οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης συνεχίζουν να αποτελούν την πλειοψηφία των νέων προσλήψεων, αν και το ποσοστό τους παραμένει ακόμα σε επίπεδα χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Εντούτοις, η μακροχρόνια ανεργία υποχωρεί με βραδείς ρυθμούς και για αυτό χρειάζεται περαιτέρω ενίσχυση των στοχευμένων ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και των προγραμμάτων επιμόρφωσης των ανέργων, αλλά και η συνέχιση της υλοποίησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ο πληθωρισμός, όπως καταγράφεται από τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή, σταθεροποιήθηκε κατά τη διάρκεια του 2016. Εντούτοις, του πρώτους μήνες του 2017 επανήλθε σε θετικό πρόσημο εξαιτίας της αύξησης των έμμεσων φόρων και των υψηλότερων διεθνών τιμών του πετρελαίου, εξέλιξη που αναμένεται να συνεχιστεί καθ’ όλο το 2017.

Οι προβλέψεις για την ελληνική οικονομία δείχνουν ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας για τα έτη 2017, 2018 και 2019. Αναλυτικότερα, αναμένονται ρυθμοί ανάπτυξης κατά 1,6%, 2,4% και 2,7% για το 2017, το 2018 και το 2019, αντίστοιχα.

Οι προβλέψεις για το 2017 βασίζονται στην υπόθεση ότι οι προβλεπόμενες δημοσιονομικές εξελίξεις θα έχουν θετική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα αφού το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2016 βασίστηκε εν μέρει σε μη επαναλαμβανόμενη είσπραξη εσόδων και συγκράτηση δαπανών. Επίσης, βασίζονται στις ενδείξεις για αύξηση της εξωτερικής ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών (κυρίως τουριστικών). Επιπλέον, αναμένεται ότι η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης θα επιδράσει θετικά στις συνθήκες χρηματοδότησης της οικονομίας και στη διαμόρφωση του οικονομικού κλίματος, με σημαντικές θετικές συνέπειες στην εξέλιξη των βασικών συνιστωσών της εγχώριας ζήτησης. Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν το βασικό σενάριο προβλέψεων της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ισορροπημένοι. Η πιο θετική του αναμενόμενου έκβαση σχετίζεται με την ταχύτερη από το αναμενόμενο αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και των προσδοκιών και την ταχύτερη βελτίωση της ρευστότητας. Μια πιο αρνητική έκβαση σχετίζεται με τις επιπτώσεις πιθανών καθυστερήσεων στην υλοποίηση των συμφωνημένων μέτρων. Σχετίζεται επίσης με εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον, όπως με την έξαρση του προστατευτισμού διεθνώς και με το ενδεχόμενο επιδείνωσης της προσφυγικής κρίσης.

Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης τον Μάιο του 2016 επέδρασε ευνοϊκά στο κλίμα εμπιστοσύνης και στις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας. Η συμφωνία συνοδεύθηκε από την έγκριση της δεύτερης δόσης του προγράμματος ύψους 10,3 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων 3,5 δισεκ. ευρώ διοχετεύτηκαν στην πραγματική οικονομία για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου. Εντούτοις οι αρχικές προσδοκίες για γρήγορη ολοκλήρωση των επόμενων αξιολογήσεων διαψεύστηκαν στα τέλη του 2016 εξαιτίας των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων. Όπως συνέβη και με την πρώτη αξιολόγηση το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, οι παρατεταμένες διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν και το επόμενο έτος με αποτέλεσμα τους πρώτους μήνες του 2017 η εικόνα στα δημόσια οικονομικά να παρουσιάζει ομοιότητες με το αντίστοιχο διάστημα του 2016.

Ως εκ τούτου, κατά το διάστημα αυτό πάγωσε ξανά η χρηματοδότηση στο πλαίσιο του νέου προγράμματος και παρατηρήθηκε συγκράτηση των δημόσιων δαπανών και ανακοπή της αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τους προμηθευτές του Δημοσίου, ενώ οι αποδόσεις των ελληνικών τίτλων διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα. Σημαντική εξέλιξη αποτέλεσε η διαμόρφωση του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2016, με βάση τον ορισμό του προγράμματος, σε 4,2% του ΑΕΠ, οκταπλάσιο του στόχου 0,5% του ΑΕΠ. Στην υπέρβαση του στόχου συνετέλεσε σημαντικά η καλύτερη πορεία των εσόδων από άμεσους και έμμεσους φόρους, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί και στη βελτίωση της εισπραξιμότητας των εσόδων από τους φόρους εισοδήματος και του ΦΠΑ. Επιπρόσθετα, η αύξηση των εσόδων από το ΦΠΑ μπορεί να αποδοθεί και στην αύξηση των συναλλαγών μέσω πιστωτικών και χρεωστικών καρτών που παρατηρήθηκε από τον Ιούλιο του 2015 μετά την επιβολή περιορισμών στην ανάληψη μετρητών.

Εντούτοις, το μεγαλύτερο μέρος της υπέρβασης αποδίδεται σε ορισμένους έκτακτους παράγοντες, που σχετίζονται μεταξύ άλλων με έσοδα τα οποία δεν είναι επαναλαμβανόμενα, καθώς και με μειωμένες μη επαναλαμβανόμενες δημόσιες δαπάνες. Ως εκ τούτου, μέρος μόνο της υπέρβασης αυτής του πρωτογενούς αποτελέσματος έναντι του στόχου αναμένεται να έχει θετική επίδραση στο επόμενο έτος. Η υπέρβαση αυτή, αν και συνέβαλε στη συγκράτηση του δημόσιου χρέους, είχε αρνητική επίδραση στην πραγματική οικονομία. Προκειμένου να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση υιοθετήθηκε δέσμη νέων μέτρων που αφορά μεταξύ άλλων συνταξιοδοτικές και φορολογικές παρεμβάσεις για τα έτη 2018-2021 σωρευτικού ύψους 2,3% του ΑΕΠ, καθώς και δέσμη πιθανών αντισταθμιστικών μέτρων για τα έτη 2019 και 2020 υπό την προϋπόθεση επίτευξης των στόχων του προγράμματος, ενώ παράλληλα ψηφίστηκε το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021. Συγκεκριμένα το Μάιο ψηφίστηκε ο ν. 4472/2017, ο οποίος μεταξύ άλλων περιλαμβάνει:

• μία συμπληρωματική δέσμη παραμετρικών μέτρων για την επίτευξη των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων έως το τέλος του 2018, σωρευτικής απόδοσης 0,3% του ΑΕΠ.

  • τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος με στόχο την εξοικονόμηση πόρων σωρευτικά ύψους 1,3% του ΑΕΠ την περίοδο 2019-2021. • την αναμόρφωση της φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, με καθαρή απόδοση ύψους 1% του ΑΕΠ για το 2020, με ενδεχόμενη εφαρμογή από το 2019 εφόσον κριθεί απαραίτητο, για την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ.
  • τη νομοθέτηση μέτρων κοινωνικής στήριξης για την περίοδο 2019-2021, εφόσον δεν προκαλείται απόκλιση από τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους.
  • το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021.

Η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο α΄ τρίμηνο του 2017 καθιστά ευάλωτο το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα . Ομως, οι προοπτικές για το 2017 είναι εξαιρετικά ευοίωνες , ως προς τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, σε μεσοπρόθεσμη βάση.

Αυτό δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού, αλλά απαιτεί εγρήγορση.

Οπως επισημαίνεται στην Επισκόπηση της Τράπεζας της Ελλάδος, αυτό οφείλεται στη μείωση του συνολικού υπολοίπου των δανείων, αλλά και στην αυξημένη αβεβαιότητα από την παράταση των διαπραγματεύσεων σχετικά με τη δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, ενώ εντονότερα επηρεάστηκε το χαρτοφυλάκιο στεγαστικών δανείων.

Βέβαια, η σταδιακή πορεία ανάκαμψης του χρηματοπιστωτικού συστήματος συνεχίστηκε το 2016 και τους πρώτους μήνες του 2017. Η σταθεροποίηση και βελτίωση των οικονομικών συνθηκών συνέβαλε στην εμπέδωση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η οποία με τη σειρά της αναμένεται να συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση της δραστηριότητας στην πραγματική οικονομία. Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής επιβεβαιώνει την πρόοδο που έχει συντελεστεί στο πεδίο της δημοσιονομικής προσαρμογής και των απαιτούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και αίρει την αβεβαιότητα σχετικά με την εξυπηρέτηση των άμεσων δανειακών αναγκών της χώρας. Οι εξελίξεις αυτές δύναται να βελτιώσουν το οικονομικό κλίμα και τις προοπτικές ανάπτυξης. Ωστόσο, σημαντικές προκλήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν, με κυριότερες την αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) και την περαιτέρω μείωση της χρηματοδότησης των τραπεζών από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance).

Από την άλλη πλευρά το 2016, η ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα ενισχύθηκε. Οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες εμφάνισαν οριακά κέρδη προ φόρων σε ενοποιημένη βάση μετά από μια σειρά ζημιογόνων χρήσεων. Στην επάνοδο στην κερδοφορία συνέβαλαν η βελτίωση των λειτουργικών αποτελεσμάτων και κυρίως η μεγάλη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Παράλληλα, βελτιώθηκαν περαιτέρω οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, καθώς μειώθηκε το σταθμισμένο για τον κίνδυνο ενεργητικό τους στο πλαίσιο της πώλησης μη κύριων δραστηριοτήτων στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Όσον αφορά τους τραπεζικούς κινδύνους, σημειώνεται ότι ο πιστωτικός κίνδυνος εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις, αλλά παραμένει αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός τομέας. Σε απόλυτο μέγεθος, το απόθεμα των ΜΕΑ συρρικνώνεται με βραδύ ρυθμό για τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα, έχοντας φθάσει στη μέγιστη τιμή του το Μάρτιο του 2016. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε στο α΄ τρίμηνο του 2017.

Σε ό,τι αφορά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι εμφανίζονται ευοίωνες. Το 2017 αναμένεται θετικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, με τη νεότερη εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδος για αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά 1,6%. Επίσης, η ενιαία νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ παραμένει διευκολυντική, ενώ πιθανή ένταξη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ θα βελτίωνε περαιτέρω τις συνθήκες χρηματοδότησης στην Ελλάδα. Σε συνδυασμό με την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης των καταθετών και των επενδυτών, οι παραπάνω παράγοντες αναμένεται να διευκολύνουν τον τραπεζικό τομέα στην προσπάθειά του για αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και για διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησής του, αναφέρεται στην ανάλυση της ΤτΕ. Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι η ενίσχυση του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας με έμφαση στην καινοτομία και τον εξαγωγικό προσανατολισμό, ώστε να επιτευχθεί αειφόρος και διατηρήσιμη ανάπτυξη.

Το σίγουρο κατά την Τράπεζα της Ελλάδος είναι ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Επιπροσθέτως, διεθνώς το εποπτικό και θεσμικό περιβάλλον γίνεται συνεχώς αυστηρότερο, καθώς οι αρχές και οι κυβερνήσεις δεν θέλουν να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.