Βήματα προόδου για το ελληνικό κρασί παρά τα βαρίδια

Ένατη η Ελλάδα στην παραγωγή κρασιού για το 2018

Η εικόνα για τα ελληνικά κρασιά στο εξωτερικό ταλαντεύεται ανάμεσα στην παλαιάς και ολίγον οξειδωμένης, αλλά πάντα ταυτισμένης με την Ελλάδα ρετσίνας και εξαιρετικών κρασιών που προέρχονται από ποικιλίες οινοστάφυλων, τις οποίες «για να τις προφέρεις πρέπει να στραμπουλήξεις τη γλώσσα σου».

Το σχόλιο ανήκει σε Κινέζα food stylist, η οποία, επίσης, σπουδάζει sommelier. Το σχετικό σχόλιο, σε συνδυασμό με τα βραβεία και τις αναφορές για το ελληνικό κρασί, δείχνει ότι υπάρχουν σοβαρές προοπτικές ανάπτυξης.

Το 2016, το ελληνικό κρασί βρέθηκε ανάμεσα στις κορυφαίες επιλογές της χρονιάς πλέον και από πολύ σημαντικά lifestyle, αλλά και οικονομικά ΜΜΕ, όπως το Vogue, το GQ, αλλά και το Forbes, αναφέρει σχετικά η Σοφία Πέρπερα, οινολόγος και διευθύντρια της εταιρείας «Αll about greek wines». Επίσης, καταλαμβάνει την τρίτη θέση στις ετήσιες επιλογές ενός από τους σημαντικότερους και με τη μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα δημοσιογράφους του Wine Spectator, ενώ οι New York Times επιλέγουν μια ρετσίνα ανάμεσα στα δέκα πιο ενδιαφέροντα κρασιά του 2016, που δοκίμασε ο καταξιωμένος δημοσιογράφος τους.

Τάσεις

Ταυτόχρονα, ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός Wine Market Council, περιγράφοντας τις τάσεις της οινικής αγοράς των ΗΠΑ, κατέγραψε ότι οι νέοι (οι millenials) ανέφεραν την Ελλάδα ως μία από τις πιθανές χώρες από τις οποίες, ήδη, αγοράζουν κρασί.

Το 59% σε αξία και το 56% σε ποσότητα εξαγωγών προέρχεται από τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία, οι οποίες αποτελούν και τις κυριότερες οινοποιητικές χώρες. Ωστόσο, οι διαφορές που παρουσιάζουν είναι μεγάλες: Η μέση τιμή πώλησης ανά λίτρο κρασιού από τη Γαλλία είναι 5,37 ευρώ, από την Ιταλία 2,47 ευρώ και από την Ισπανία 1,09 ευρώ.

Το 71% των παγκόσμιων εξαγωγών κρασιού σε αξία αφορά τυποποιημένα προϊόντα, το 18% αφρώδη και το 11% μη τυποποιημένα. Το 34% των εξαγωγών της Γαλλίας είναι αφρώδες κρασί, ενώ το 20% των εξαγωγών της Ισπανίας σε αξία είναι μη τυποποιημένο κρασί. Επίσης, το 29% των εισαγωγών της Ιαπωνίας σε αξία είναι αφρώδες κρασί και το 34% των εισαγωγών της Γαλλίας σε αξία είναι μη τυποποιημένο κρασί. Οι ΗΠΑ, τα τελευταία χρόνια, αποτελούν τη μεγαλύτερη αγορά κρασιού παγκοσμίως, ξεπερνώντας τη Γαλλία, η οποία έως το 2012 κατείχε την πρώτη θέση.

Πλεονεκτήματα

Σύμφωνα με την εταιρεία Συμβούλων Επιχειρήσεων Stochasis, τα δυνατά σημεία για το ελληνικό κρασί είναι ότι υπάρχουν εδραιωμένες επιχειρήσεις με τεχνογνωσία, φήμη, ποικιλία και ποιότητα προϊόντων.
Παράλληλα, η τιμή του κρασιού είναι χαμηλή, ενώ χαμηλός είναι και ο αλκοολικός βαθμός έναντι αλκοολούχων ποτών και, άρα, εύκολα προτιμάται σε πολλές περιπτώσεις, ενώ, παράλληλα, η κατανάλωση κρασιού μπορεί να συνδεθεί με τη μεσογειακή διατροφή. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στην ίδια έρευνα, υπάρχουν πολλά τρωτά σημεία που χρειάζονται προσοχή και δουλειά.

  • Τα ελληνικά κρασιά αντιμετωπίζουν έντονο ανταγωνισμό από μη τυποποιημένα (χύμα) κρασιά.
  • Ο αθέμιτος ανταγωνισμός είναι μεγάλος και οι έλεγχοι ανεπαρκείς στη διαδικασία παραγωγής.
  • Ο αριθμός χωρών προορισμού των εξαγωγών με αξιόλογα μερίδια είναι περιορισμένος.

Παραγωγή
Το ελληνικό κρασί σε αριθμούς

  • Η Ελλάδα κατέχει το 25% των εγκεκριμένων κρασιών ΠΓΕ (Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ενδειξης) στην ΕΕ-28 και κατατάσσεται στη δεύτερη θέση. Αντίθετα, το αντίστοιχο μερίδιο στα κρασιά ΠΟΠ (Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης) ανέρχεται σε μόλις 3%.
  • Το μέγεθος της εγχώριας αγοράς κρασιού υπολογίζεται σε 2.950 χιλ. hl (εκατόλιτρα) την αμπελοοινική περίοδο 2014-2015, σημειώνοντας μικρή αύξηση κατά 0,6%, σε σχέση με την περίοδο 2013-2014. Η συμμετοχή του χύμα κρασιού (μη τυποποιημένου ή σε ασκό – bag-in-a-box) στο σύνολο της εγχώριας αγοράς εκτιμάται σε 60% περίπου.
  • Η εγχώρια παραγωγή κρασιού εκτιμάται σε 2.800 χιλ. hl την αμπελοοινική περίοδο 2014-2015, παρουσιάζοντας μείωση 16,3% σε σχέση με την περίοδο 2013-2014.

Κατανάλωση
Το μερίδιο των ΗΠΑ και η μικρή μείωση

Η παγκόσμια παραγωγή κρασιού έφτασε τα 270 εκατ. hl το 2014, σημειώνοντας μείωση 7,2% σε σχέση με το 2013. Την περίοδο 2000-2014 ο ΜΕΡΜ (Μέσος Ετήσιος Ρυθμός Μεταβολής) της παγκόσμιας παραγωγής διαμορφώνεται σε -0,3%. Η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία κατέχουν διαχρονικά αθροιστικό μερίδιο μεγαλύτερο από το 45% της παγκόσμιας παραγωγής, παρουσιάζοντας ωστόσο αρνητικό ΜΕΡΜ (-1,5%, -1,0% και -0,6% αντίστοιχα) την περίοδο 2000-2014, σε αντίθεση με τις ανταγωνίστριες χώρες του νότιου ημισφαιρίου, τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Η παγκόσμια κατανάλωση κρασιού υπολογίζεται σε 240 εκατ. hl το 2014, παρουσιάζοντας μείωση κατά 1,2% σε σχέση με το 2013. Οι ΗΠΑ αποτελούν τη μεγαλύτερη αγορά κρασιού παγκοσμίως, με ΜΕΡΜ 2,7% την περίοδο 2000-2014. Αντίθετα, ο ΜΕΡΜ της Γαλλίας και της Ιταλίας, οι οποίες ακολουθούν σε μερίδια αγοράς τις ΗΠΑ, διαμορφώνεται σε -1,5% και -2,9% αντίστοιχα, την ίδια χρονική περίοδο.

Ο κλάδος
Επιχειρήσεις και συνεταιρισμοί

Στον κλάδο δραστηριοποιούνται περίπου 650 επιχειρήσεις, εκ των οποίων περίπου 50 συνεταιρισμοί, και διακρίνονται στις ακόλουθες κατηγορίες:

  • Μεγάλες: Ολιγάριθμες οινοποιητικές μονάδες με πλήρως αυτοματοποιημένα συστήματα σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας και δυνατότητα παραγωγής μεγαλύτερη από 100 χιλ. hl ετησίως.
  • Μεσαίες: Οινοποιητικές μονάδες με δυνατότητα παραγωγής από 30 χιλ. έως 100 χιλ. hl
    ετησίως.
  • Μικρές: Οικογενειακές, συνήθως, επιχειρήσεις με περιορισμένη παραγωγική δυνατότητα (μικρότερη από 30 χιλ. hl), οι οποίοι, βέβαια, διαθέτουν ιδιόκτητους αμπελώνες.
  • Συνεταιρισμοί: Παράγουν και διακινούν κρασί, ως επί το πλείστον, σε τοπικό επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια, η δραστηριότητα των συνεταιρισμών έχει μειωθεί.

Κατανομή
Εκτάσεις και ποικιλίες

Οι αμπελουργικές εκτάσεις είναι συνήθως μικρές, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής. Η πλειονότητα των οινοποιών προμηθεύεται την πρώτη ύλη από αμπελουργούς, με τους οποίους επιδιώκει μακροχρόνια συνεργασία, ενώ ορισμένα οινοποιεία διαθέτουν ιδιόκτητους αμπελώνες. Περισσότερο από το 50% των αμπελουργικών εκτάσεων καλλιεργείται στην Πελοπόννησο, τη Δυτική Ελλάδα, την Κρήτη και τη Στερεά Ελλάδα. Όσον αφορά τις ποικιλίες, ξεχωρίζουν το Σαββατιανό και ο Ροδίτης, με μερίδια 17% και 14% αντίστοιχα. Οι συνολικές αμπελουργικές εκτάσεις μειώνονται διαχρονικά, καθώς από 70 χιλ. εκτάρια την αμπελοοινική περίοδο 2008-2009 ανήλθαν σε 65 χιλ. εκτάρια την περίοδο 2013-2014.