Χαμένη στον λαβύρινθο των εισαγωγών η αξία του, ούτως ή άλλως, ελλειμματικού μαλακού σίτου

Χαμένη στον λαβύρινθο των εισαγωγών η αξία του, ούτως ή άλλως, ελλειμματικού μαλακού σίτου

Στην Ελλάδα, η παραγωγή μαλακού σιταριού έφτασε στα επίπεδα της αυτάρκειας τη δεκαετία του 1950 και προς τα τέλη του 1970 υπήρχε πλεόνασμα, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι το 1984. Έκτοτε, άρχισε μια ραγδαία μείωση της καλλιέργειας του μαλακού σιταριού, η οποία συνοδευόταν από αντίστοιχη αύξηση της καλλιέργειας του σκληρού, με αποτέλεσμα από τότε η Ελλάδα να είναι ελλειμματική σε μαλακό σιτάρι. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «ΥΧ», σήμερα, στη χώρα μας, το 90% του απαιτούμενου για την παραγωγή αλεύρων σίτου εισάγεται από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία. Ταυτόχρονα, όπως μας λέει ο Χρυσόστομος Παυλίδης, πρόεδρος του ΑΣ Γρεβενών, τίθενται και ποιοτικά θέματα στο εισαγόμενο προϊόν, αφού δεν περνάει ελέγχους στα σύνορα.

Μείωση στην καλλιέργεια καταγράφεται και την τελευταία διετία, αφού, σύμφωνα με τα στοιχεία ΟΣΔΕ (2016-2016), που παραχώρησε στην «ΥΧ» ο ΟΠΕΚΕΠΕ, πρόπερσι σε πανελλαδικό επίπεδο καλλιεργήθηκαν 1.343.400 στρέμματα, ενώ το 2016 καλλιεργήθηκαν 1.317.920 στρέμματα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία των Copa – Cogeca, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις εκτιμώνται οριακά μειωμένες κατά 0,5% και φτάνουν το 2017 στα 238,257 εκατ. στρέμματα. Οι προβλέψεις –εν αντιθέσει με την Ελλάδα– κάνουν λόγο για καλή χρονιά με αυξημένες αποδόσεις, που θα φτάσουν τα 598 κιλά το στρέμμα, με αποτέλεσμα η συνολική παραγωγή να εκτιμάται ότι θα φτάσει τους 142,36 εκατ. τόνους, αυξημένη κατά 5,6% σε σύγκριση με τη σοδειά του 2016.

Αναμείξεις με ελληνικό

Για την κατάσταση στην παραγωγική αλυσίδα του μαλακού σίτου μίλησε στην «ΥΧ» ο  Χρυσόστομος Παυλίδης, πρόεδρος του ΑΣ Γρεβενών, περιοχή στην οποία μαζί με τη Θεσσαλονίκη καλλιεργείται ο κύριος όγκος του μαλακού σιταριού της χώρας μας. «Το κόστος παραγωγής στη χώρα μας είναι πάρα πολύ μεγάλο, ενώ στη Βουλγαρία τα έξοδα των παραγωγών για τα λιπάσματα, τη φυτοπροστασία και την ενέργεια είναι πολύ λιγότερα. Την ίδια στιγμή, λόγω του ότι το δικό μας μαλακό σιτάρι υπερτερεί ποιοτικά, ζητάμε καλύτερες τιμές, με αποτέλεσμα να προτιμώνται τα εισαγόμενα», σημειώνει ο κ. Παυλίδης και προσθέτει: «Είναι γνωστό ότι το βουλγαρικό μαλακό σιτάρι αναμειγνύεται με κάποιες ποσότητες ελληνικού και, εν συνεχεία, φτιάχνεται το αλεύρι. Μάλιστα, από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, το εισαγόμενο μαλακό σιτάρι από τη Βουλγαρία προέρχεται από περιοχές που ούτε οι ίδιοι οι Βούλγαροι δεν το τρώνε, όπως π.χ. από το Κοζλοντούι». Επίσης, ο πρόεδρος της ΕΑΣ Γρεβενών μας έκανε γνωστό ότι «έχουμε ζητήσει επανειλημμένα να γίνεται ένας ποιοτικός έλεγχος στα σύνορα ή να μπει μια έκτακτη εισφορά, όπως συνέβη στην περίπτωση του κρέατος, αλλά μάταια. Με τα δύο αυτά μέτρα θεωρώ ότι θα μειωθούν οι εισαγωγές, οπότε οι μύλοι θα ψάχνουν να βρουν ελληνικό προϊόν, το οποίο θα αποκτήσει και καλύτερες τιμές. Πέρυσι, η τιμή για το ελληνικό μαλακό σιτάρι κυμάνθηκε στα 16-18 λεπτά το κιλό, ενώ το βουλγαρικό παραδοτέο δεν ξεπερνούσε τα 12 λεπτά το κιλό».

Ψωμί από ξένη πρώτη ύλη

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις του Παύλου Αραμπατζή, προέδρου της ΕΑΣ Βισαλτίας-Σερρών, στην «ΥΧ», ο οποίος ανέφερε ότι «αυτό που θα πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι πως το μαλακό σιτάρι αποτελεί την πρώτη ύλη για την παραγωγή του ψωμιού. Το 90% των αλεύρων είναι εισαγωγής (από Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία). Παράγουμε περίπου το 10% σε μια καλή χρονιά. Αυτό σημαίνει ότι ένα βασικό αγαθό της ελληνικής διατροφής βασίζεται σε εισαγόμενη πρώτη ύλη. Πέρσι, η τιμή παραγωγού στην περιοχή μας ήταν στα 13 λεπτά το κιλό». Για το θέμα επικοινωνήσαμε και με ανθρώπους της αγοράς (στελέχη μύλων, που παράγουν τα άλευρα) για όλη αυτήν τη στρεβλή εικόνα που παρουσιάζει ο τομέας του μαλακού σιταριού, ρωτώντας τους πώς μπορεί να διορθωθεί η κατάσταση. Σύμφωνα με όσα μας ανέφεραν, «αν μπορούσαμε να πετύχουμε ποιοτικό σιτάρι σε τιμές ανταγωνιστικές, θα μπορούσε να αναστραφεί η κατάσταση. Εν προκειμένω, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Προφανώς, υπάρχουν κάποιες καλλιέργειες που προσφέρουν στους παραγωγούς μεγαλύτερο εισόδημα».

Η φετινή χρονιά

Εκτός, όμως, από τις αδυναμίες που παρουσιάζει η παραγωγική αλυσίδα του μαλακού σίτου, οι εναπομείναντες καλλιεργητές έρχονται αντιμέτωποι και με ακόμα μία κακή καλλιεργητική χρονιά. «Το 2017, όπως πέρσι και πρόπερσι, δεν θα είναι καλό. Φέτος, μας δημιούργησε πρόβλημα η παρατεταμένη –τους τελευταίους μήνες– ξηρασία (οι πρόσφατες βροχοπτώσεις ήρθαν αργά), ενώ τα προηγούμενα χρόνια είχαμε απώλειες στην παραγωγή από την εμφάνιση μυκήτων, που έπληξαν την καλλιέργεια. Στην περιοχή μας, λοιπόν, η παραγωγή το 2017 αναμένεται μειωμένη κατά 50% (κατά μέσο όρο κάθε χρόνο συγκομίζονται περίπου 35.000 τόνοι). Ο αλωνισμός ξεκινάει μετά τις 20 Ιουνίου». Για προβλήματα στην παραγωγή κάνει λόγο και ο Παύλος Αραμπατζής από τις Σέρρες, ο οποίος μας μίλησε για «απώλεια παραγωγής στον νομό λόγω της ανομβρίας, που αναμένεται να αγγίξει ακόμα και το 80%».

Πώς κατανεμήθηκε η καλλιέργεια πέρυσι στους σημαντικότερους παραγωγικούς νομούς:

  • Θεσσαλονίκη: 133.720 στρ.
  • Δράμα: 29.950 στρ.
  • Μαγνησία: 10.370 στρ.
  • Λάρισα: 70.170 στρ.
  • Γρεβενά: 93.380 στρ.
  • Ροδόπη: 49.860 στρ.
  • Καστοριά: 32.400 στρ.
  • Τρίκαλα: 37.190 στρ.
  • Φθιώτιδα: 15.430 στρ.
  • Αρκαδία: 12.720 στρ.
  • Καρδίτσα: 41.750 στρ.
  • Φλώρινα: 52.800 στρ.
  • Χαλκιδική: 22.990 στρ.
  • Έβρος: 96.440 στρ.
  • Κοζάνη: 12.440 στρ.
  • Ξάνθη: 57.290 στρ.
  • Εύβοια: 13.200 στρ.
  • Κιλκίς: 14.440 στρ.
  • Πιερία: 56.060 στρ.
  • Πέλλα: 38.040 στρ.
  • Σέρρες: 77.670 στρ.