Με δυσκολίες ξεκίνησε η συλλογή των κηπευτικών στον Δομοκό

domoko-kipeftika

Το οροπέδιο Δομοκού για πολλές δεκαετίες αποτελεί τον λαχανόκηπο των όψιμων κηπευτικών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Καθημερινά συλλέγονται μεγάλες ποσότητες από ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες, φασολάκια κ.ά. και κατευθύνονται στις αγορές. Λόγω των εδαφοκλιματολογικών συνθηκών, η ποιοτική υπεροχή των προϊόντων είναι αδιαμφισβήτητη. Δυστυχώς, όμως, αυτό το πλεονέκτημα δεν αξιοποιήθηκε στον βαθμό που θα έπρεπε, με αποτέλεσμα τα προϊόντα να διακινούνται χωρίς την τοπική τους ταυτότητα. Τα τελευταία χρόνια, η χαμηλή ζήτηση από τους καταναλωτές είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων.

Σύμφωνα με τον Λάμπρο Μπαμπαλή, παραγωγό από τον Δομοκό, υπάρχουν αρκετά προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν: «Έχουμε ξεκινήσει τη συλλογή των κηπευτικών μας μέσα από δύσκολες καιρικές συνθήκες. Οι συνεχείς βροχοπτώσεις έχουν ως αποτέλεσμα την προσβολή των φυτών μας από διάφορες ασθένειες. Το θετικό για την ντομάτα είναι η απουσία της tuta absoluta, ένα δύσκολο στην αντιμετώπιση έντομο με σημαντικό κόστος προστασίας και καταπολέμησης. Οι τιμές βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα τα κέρδη μας να είναι οριακά. Αυτές τις ημέρες πουλάμε στις λαχαναγορές της Αθήνας και Θεσσαλονίκης ντομάτα, πιπεριά και μελιτζάνα με 50 λεπτά το κιλό και τα φασολάκια 80 λεπτά».

Όπως ο ίδιος εξηγεί, «αν και ο τόπος μας είναι ιδανικός για την καλλιέργεια όψιμων κηπευτικών, οι παραγωγοί δεν επενδύουν σε αυτή την προοπτική. Τα προϊόντα μας διακινούνται από τον καθένα ξεχωριστά και ο ρόλος μας περιορίζεται στα καλλιεργητικά μας όρια, αφήνοντας άλλους να κάνουν τις δικές τους εμπορικές επιλογές. Η επιλογή μας αυτή επηρεάζει φυσικά το εισόδημά μας, το οποίο σταδιακά συρρικνώνεται. Αν λάβουμε υπόψη ότι πριν από δέκα χρόνια καλλιεργούνταν πάνω από 4.000 στρέμματα με κηπευτικά και τώρα έχουμε περιοριστεί κάτω από 2.000 αντιλαμβάνεται κανείς την πορεία των καλλιεργειών μας. Κινήσεις για τη δημιουργία μιας σύγχρονης ομάδας παραγωγών με ουσιαστικό ρόλο στην παραγωγή και εμπορία των αγροτικών μας προϊόντων δεν ήταν αποτελεσματικές. Η μικρή οικογενειακή εκμετάλλευση μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό και τη θέση της πήραν μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις, αλλά με μεγάλο κόστος παραγωγής, λόγω των πολλών εργατικών χεριών που απαιτούνται».