Ευκαιρίες σε παραγωγική, αλλά και αναξιοποίητη γη, αναζητούν επιχειρηματίες και funds του εξωτερικού σε όλη τη χώρα. Σύμφωνα με έρευνα πανελλαδικού κτηματομεσιτικού δικτύου, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύει σήμερα η «ΥΧ», η εξέλιξη της αξίας των παραγωγικών γαιών την τελευταία δεκαετία προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες για επενδύσεις με ικανοποιητικές αποδόσεις.

Το βλέμμα των αγοραστών στρέφεται σε δενδρώδεις καλλιέργειες, όπως ακρόδρυα, εσπεριδοειδή και ελαιώνες. Στο κάδρο παραμένει και το ενδιαφέρον από τον ενεργειακό κλάδο για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών και άλλων ΑΠΕ σε αγροτεμάχια, τα οποία ετεροεπαγγελματίες και επαγγελματίες αγρότες «βγάζουν στο σφυρί», θεωρώντας ότι δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα.

Το προφίλ των επενδυτών

Ο εκπρόσωπος του δικτύου E-Real Estates, Θεμιστοκλής Μπάκας, μας μίλησε για την τάση επενδύσεων στη γεωργική γη που διαρκώς ενισχύεται: «Η αγροτική γη σήμερα βρίσκεται και πάλι σε ανοδική κατεύθυνση. Τους τελευταίους έξι μήνες πριν από τον κορωνοϊό, υπήρχε ανοδική τάση της ζήτησης για αγορά ή και μίσθωση αγροτικών εκτάσεων, κατάλληλων για φωτοβολταϊκά πάρκα. Σήμερα, το ενδιαφέρον αυξάνεται εκ νέου, μετά και τις πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού για το κλείσιμο των λιγνιτωρυχείων στη Βόρεια Ελλάδα νωρίτερα από τη Γερμανία».

Σχετικά με το προφίλ των ενδιαφερόμενων να επενδύσουν σε γεωργική γη, μας απαριθμεί τις επιμέρους κατηγορίες: «Πρόκειται για κτηματομεσίτες, μελετητές ενεργειακών πάρκων, πρώην συμβούλους επιχειρήσεων και πλήθος επαγγελματιών που σχετίζονται με την ενέργεια, την ακίνητη περιουσία και την αγροτική γη και συμμετέχουν έμμεσα ή και άμεσα στο “σαφάρι” αναζήτησης αγροτεμαχίων κατάλληλων για φωτοβολταϊκά πάρκα, από τη Στερεά Ελλάδα έως και τη Θράκη».

Αναφερόμενος στη διαχρονική αξία της γης που «ανακάλυψαν» τα τελευταία χρόνια οι επενδυτές, ο ίδιος μας λέει: «Υπήρχε μια ρήση στις ελληνικές οικογένειες τη δεκαετία του ‘60 που έλεγε “σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο μπορείς”. Φαίνεται ότι ο κόσμος γνώριζε από τότε αυτά που σήμερα γνωρίζουν οι οικονομικοί αναλυτές και διαχειριστές χαρτοφυλακίων».

Η ηλιόλουστη Ελλάδα «μαγνήτης» για επενδύσεις σε ΑΠΕ

Σύμφωνα με τον κ. Μπάκα, «υπάρχει έντονο ενδιαφέρον από το εξωτερικό για επενδύσεις σε ΑΠΕ κυρίως από γερμανικά, ολλανδικά και ελβετικά funds, που εκφράζουν την προθυμία τους να επενδύσουν εκατομμύρια ευρώ στην κατασκευή φωτοβολταϊκών πάρκων στη χώρα μας, λόγω της μεγάλης ηλιοφάνειας.

Αναζητούν για άμεση αγορά έτοιμα, εν λειτουργία φωτοβολταϊκά πάρκα, κατατεθειμένες άδειες που αναμένουν να εγκριθούν, άδειες που δεν έχουν πραγματοποιήσει την εγκατάσταση, αλλά και αιολικά πάρκα εν λειτουργία ή αδειοδοτημένα, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η επένδυση».

Σύμφωνα με τον έμπειρο κτηματομεσίτη, η αναζήτηση αφορά από κάποιες δεκάδες στρέμματα έως μεγάλες εκτάσεις για την εγκατάσταση μεγάλων πάρκων: «Ανάλογα με το μέγεθος του φωτοβολταϊκού πάρκου, η ζήτηση αφορά αγροτεμάχια από λίγες δεκάδες στρέμματα έως μεγάλες εκτάσεις 1.000-2.000 στρεμμάτων, ή ακόμη μεγαλύτερες.

Οι τιμές πώλησης των αγροτεμαχίων ποικίλλουν ανάλογα με την περιοχή και το πόσο μεγάλη είναι η έκταση, αν ένα αγροτεμάχιο έχει άμεση πρόσβαση σε κεντρικό δρόμο, αν το δίκτυο Μέσης Τάσης διέρχεται πλησίον του και ταυτόχρονα αν η έκταση είναι ενιαία και μεγάλη, δηλαδή άνω των 1.000 στρεμμάτων. Σε αυτή την περίπτωση η τιμή είναι ακριβότερη ανά στρέμμα σε σχέση με μικρότερα αγροτεμάχια».

Η πολυϊδιοκτησία και το παράδειγμα του Κιλκίς

Παράλληλα με τις δρομολογούμενες επενδύσεις σε γη υπάρχει και το εμπόδιο της πολυϊδιοκτησίας και του συχνά μικρού και τεμαχισμένου κλήρου. Εκεί μπορεί να λαμβάνουν χώρα διαπραγματεύσεις με μεγάλο αριθμό ατόμων, που περιπλέκει την κατάσταση. Πολλές φορές, η τοπική διοικούσα αρχή, ή ακόμα και κάποιος ιδιώτης, αναλαμβάνει να λειτουργήσει ως διαμεσολαβητής μεταξύ των ιδιοκτητών γης και του ενδιαφερόμενου. Χαρακτηριστικό είναι το κάτωθι παράδειγμα, που προκύπτει από το ρεπορτάζ της «ΥΧ».

Ο Θεόπλουτος Παπαδόπουλος, από το Κιλκίς, έχει αναλάβει να μεσολαβήσει για λογαριασμό ομάδας ιδιοκτητών γης, στην πλειονότητά τους αγρότες, όπως μας είπε: «Στην κοινότητά μας υπάρχει μια έκταση πάνω από 2.000 στρέμματα που ανήκει σε περίπου 200 άτομα. Οι πιο πολλοί είναι παραγωγοί που θεωρούν ότι τα έσοδα από τα σιτηρά που καλλιεργούν δεν είναι ικανοποιητικά και μειώνονται με την πάροδο του χρόνου. Έχουν, λοιπόν, αποφασίσει να τα νοικιάσουν ή να τα πουλήσουν. Είμαστε σε επαφές με εταιρείες από τον ενεργειακό τομέα».

Σε ερώτησή μας για τις τιμές που «παίζουν» αυτή την περίοδο για ενοικίαση ή αγορά στην περιοχή, μας απάντησε: «Εκπρόσωποι των εταιρειών έχουν βολιδοσκοπήσει αυτές τις εκτάσεις, ενώ ένας εξ αυτών πρόσφερε για ενοίκιο σχεδόν 300 ευρώ/στρέμμα για λογαριασμό γνωστού παρόχου ενέργειας, με σκοπό την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών. Κάποιοι εκπρόσωποι των εταιρειών αυτών ζητάνε μεγάλες εκτάσεις, δεν ενδιαφέρονται για “δεκάρια” αγροτεμάχια. Για αγορά γης, οι προσφορές αγγίζουν τα 1.700 – 1.900 ευρώ/στρέμμα».

Ακριβή η γη στην Ελλάδα

Από τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η αξία γεωργικής γης στην Ελλάδα. Τα στοιχεία της Eurostat που επεξεργάστηκε η «ΥΧ» κατατάσσουν τη χώρα μας στην ακριβότερη κατηγορία των χωρών, βάσει της αξίας γης.

Συγκεκριμένα, το 2019, το κόστος ανά στρέμμα γης στη χώρα μας άγγιζε τα 1.250 ευρώ. Την πρωτιά κατείχε η Ολλανδία, με κόστος σχεδόν 7.000 ευρώ/στρέμμα, ενώ ακολουθούσαν η Ιταλία (3.400 ευρώ/στρέμμα), η Ιρλανδία (2.800 ευρώ/στρέμμα), η Δανία (1.760 ευρώ/στρέμμα) και η Ισπανία (1.290 ευρώ/στρέμμα). Στη δεύτερη «ταχύτητα» βρίσκονται η Πολωνία (1.100 ευρώ/στρέμμα), η Σουηδία (900 ευρώ/στρέμμα), η Φινλανδία (870 ευρώ/στρέμμα) και η Τσεχία (800 ευρώ/στρέμμα). Στην τρίτη ομάδα, με σαφώς χαμηλότερη αξία γης, περιλαμβάνονται η Γαλλία (600 ευρώ/στρέμμα), η Βουλγαρία (540 ευρώ/στρέμμα), η Ρουμανία (530 ευρώ/στρέμμα), οι χώρες της Βαλτικής (μεσοσταθμική αξία 400 ευρώ/στρέμμα) και η Κροατία (340 ευρώ/στρέμμα).

Διαχρονικά τα πλεονεκτήματα της γεωργικής γης

Σημαντικό είναι το ενδιαφέρον επιχειρηματιών να συγκεντρώσουν γη, να την καλλιεργήσουν εντατικά και να επενδύσουν στην υπεραξία παραγωγικών, αλλά και αναξιοποίητων γαιών. Πολλοί επενδυτές ενδιαφέρονται άμεσα να εμπλουτίσουν ακόμη περισσότερο τα επενδυτικά χαρτοφυλάκιά τους με καλλιεργήσιμες εκτάσεις, διότι προσφέρουν ιδιαίτερα ελκυστικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η συσχέτιση τιμής/απόδοσης και η ανθεκτικότητα ζήτησης, καθώς «ο κόσμος πρέπει πάντα να σιτίζεται».

Εκτός από τους «μεγαλοεπιχειρηματίες», στους ενδιαφερόμενους για γη προστίθενται και επαγγελματίες που ενδιαφέρονται να μπουν στον πρωτογενή τομέα. Ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού Πλατυκάμπου, Γιάννης Κουκούτσης, αναφέρει στην «ΥΧ»: «Η αξία της αγροτικής γης παραμένει υψηλή, ενώ στην κτηματαγορά η αγορά χωραφιού θεωρείται μια αξιόπιστη και προσοδοφόρα επένδυση. Βλέπουμε γιατρούς, δικηγόρους και άλλους ελεύθερους επαγγελματίες που δεν έχουν σχέση με τη γεωργία, να προσβλέπουν σε μια αγορά χωραφιού, ως επένδυση».

Τα είδη των καλλιεργειών που παρουσιάζουν προοπτικές

Σύμφωνα με την έρευνα, «το τελευταίο διάστημα υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για αγορά ή και ενοικίαση για εκτάσεις μίνιμουμ 100 στρεμμάτων σε κοντινές αποστάσεις, για καλλιέργεια δέντρων και κυρίως ακρόδρυων (φουντουκιές, καρυδιές). Γενικότερα, καταγράφεται μια τάση επιχειρηματιών που δεν έχουν σχέση με την αγροτική οικονομία, οι οποίοι θέλουν να επενδύσουν στους καρπούς με κέλυφος και να εξάγουν τα προϊόντα σε χώρες της ΕΕ. Παράλληλα, καταγράφεται και μια τάση για αρώνια, με στόχο τη μεταποίηση και εξαγωγή, αλλά και για λεμονιές».

Κατά τον γεωπόνο-μελετητή Χρήστο Βασιλόπουλο, υπάρχουν σημαντικές προοπτικές για αναξιοποίητες εκτάσεις με ελαιώνες στην Πελοπόννησο και σε άλλες περιοχές της χώρας: «Η τάση που αναπτύσσεται στην Ευρώπη και παγκοσμίως υπαγορεύει ότι πρέπει να αναπτυχθούν μεγέθη για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα του πρωτογενούς τομέα. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με εξαγορές -που δεν είναι τόσο εύκολο- είτε με μακροχρόνιες μισθώσεις, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για δενδρώδεις καλλιέργειες. Στην Ελλάδα, υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις γης που ανήκουν σε δήμους, στην εκκλησία και σε άλλους ιδιοκτήτες. Πρόκειται για γαίες που είτε είναι εγκαταλειμμένες, είτε δεν καλλιεργούνται σωστά, επομένως υποαξιοποιούνται».

Ρωτήσαμε τον μελετητή σε ποιες περιοχές και καλλιέργειες παρατηρείται η εν λόγω πρακτική: «Υπάρχουν ελαιώνες στην Πελοπόννησο, στη Δυτική Ελλάδα, στη Β. Ελλάδα και σε άλλες περιοχές, όπου η γη παρέμενε επί χρόνια αναξιοποίητη. Η αξία της έφθινε διαρκώς και τα έσοδα ήταν για τους ιδιοκτήτες από πενιχρά έως μηδαμινά. Εκεί, με τη συνδρομή της γεωπονικής γνώσης και με επενδύσεις, η γη μπορεί να αποκτήσει υπεραξία, γεγονός που συμφέρει τόσο αυτόν που την παραχωρεί, όσο και αυτόν που την εκμεταλλεύεται», μας είπε.

Ποιοι πουλάνε περισσότερο

Σύμφωνα με πληροφορίες από γεωπονικά γραφεία και παραγωγούς, αρκετοί ιδιοκτήτες μικρών κλήρων και ιδίως ετεροεπαγγελματίες με δικαιώματα 10 ή 20 στρεμμάτων, πλέον δεν βλέπουν κάποιο ιδιαίτερο οικονομικό αντίκρισμα στη γη που κατέχουν. Όμως, και στους επαγγελματίες αγρότες, η κατάσταση είναι πλέον διαφορετική. Στον κάμπο, το καθεστώς προσφοράς και ζήτησης έχει αλλάξει, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, καθώς εκείνοι που πουλάνε είναι περισσότεροι από αυτούς που αγοράζουν.

Όπως δήλωσε στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Κιλελέρ, Απόστολος Μούσιος, «αυτοί που ψάχνονται να πουλήσουν είναι μικροί παραγωγοί με 20 και 30 στρέμματα, οι οποίοι δεν μπορούν να ζήσουν την οικογένειά τους, λόγω αύξησης του κόστους παραγωγής και έλλειψης νερού, αλλά και ετεροεπαγγελματίες, οι οποίοι βλέπουν τα δικαιώματα και τις επιδοτήσεις να μειώνονται χρόνο με τον χρόνο. Έτσι, αρχίζουν να προσεγγίζουν αγρότες με οικονομική άνεση, ώστε να μεταβιβάσουν τη γη τους».

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Υπαιθρος Χώρα»
που κυκλοφόρησε την Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021