Σε αδιέξοδο οι φιστικοπαραγωγοί από τον αθέμιτο ανταγωνισμό

Οι μειωμένες εγκεκριμένες δραστικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στη φυτοπροστασία για την καταπολέμηση εχθρών και ασθενειών του κελυφωτού φιστικιού, σε συνδυασμό με την απροθυμία των εταιρειών παραγωγής φυτοφαρμάκων να υποστηρίξουν φακέλους για εγκρίσεις νέων δραστικών ουσιών λόγω της σχετικά μικρής έκτασης της καλλιέργειας στη χώρα (ήσσονος σημασίας), σε σύγκριση με άλλες μεγαλύτερες (ελιά, βαμβάκι), δημιουργεί έντονα προβλήματα στους παραγωγούς φιστικιού.

Απεναντίας, όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο στα φιστίκια που εισάγονται στην ΕΕ από τρίτες χώρες (Τουρκία, Ιράν, Συρία, ΗΠΑ). Αυτά παράγονται με τη χρήση φυτοφαρμάκων, τα οποία στο μεγαλύτερο ποσοστό δεν είναι εγκεκριμένα στις χώρες της ΕΕ. Επίσης, τα ανώτατα όρια υπολειμμάτων για όλες αυτές τις δραστικές που χρησιμοποιούν οι αγρότες των τρίτων χωρών έχουν οριστεί από την Ένωση ώστε να καλύπτονται τα συγκεκριμένα εισαγόμενα φιστίκια και να μην απορρίπτονται από τις ελεγκτικές αρχές της κάθε χώρας-μέλους, κάτι που φυσικά δεν συμβαίνει για τα φιστίκια που παράγονται εντός ΕΕ.

Σύμφωνα με τον Γιάννη Χονδρόπουλο, γεωπόνο, φιστικοπαραγωγό και πρώην πρόεδρο του Συνεταιρισμού Φιστικοπαραγωγών Μώλου, η κατάσταση αυτή οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε αδιέξοδο πολλούς παραγωγούς, δεδομένου ότι «κάθε χρόνο το φυτοπροστατευτικό οπλοστάσιό τους γίνεται πιο αδύναμο, με αποτέλεσμα να γίνονται ολοένα και πιο ανίσχυρες οι λιγοστές πλέον δραστικές που έχει διαθέσιμες λόγω ανθεκτικότητας των παθογόνων. Δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιείς τις ίδιες δραστικές χωρίς δυνατότητα εναλλαγής έναντι παθογόνων που πολλαπλασιάζονται με τεράστιους πληθυσμούς, αχρηστεύοντας στην ουσία τα όπλα που ήδη έχεις, γιατί απλά δεν έχεις εναλλακτική λύση επέμβασης».

Αναφερόμενος συνολικά στο θέμα της ανταγωνιστικότητας του προϊόντος, που παράγουν οι συνάδελφοί του σε όλη την Ελλάδα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, ο κ. Χονδρόπουλος ήταν ιδιαίτερα επικριτικός, λέγοντας ότι «τα εργατικά στην Ελλάδα έχουν εξαπλάσιο κόστος σε σχέση με τα εργατικά των χωρών της ασιατικής ηπείρου (Τουρκία, Ιράν), ενώ το ενεργειακό κόστος είναι επίσης υπερβολικά αυξημένο.

Για παράδειγμα, το πετρέλαιο για την ξήρανση του προϊόντος παραδόξως πρέπει να είναι κίνησης και όχι θέρμανσης. Το δε αρδευτικό ρεύμα συνεχώς πιέζει ανοδικά τα κόστη. Επιπλέον, η φορολογία στον Έλληνα αγρότη είναι από το 2016 δυσβάσταχτη, με αποτέλεσμα να εντείνονται τα προβλήματα φοροδιαφυγής και παραεμπορίου, λόγω ακριβώς αυτού του ανταγωνισμού».