Η αποεπένδυση υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα στον αγροτικό τομέα

Στην Ελλάδα, την περίοδο 2007-2013, οι Ακαθάριστες Επενδύσεις μειώθηκαν από τα 1,8 δισ. ευρώ σε λιγότερο από 1 δισ. ευρώ το έτος περίπου

Η αποεπένδυση υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα

Η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών δημιούργησε στον αγροτικό τομέα φαινόμενα επενδυτικής κατάρρευσης. Οι πιέσεις αυτές, σε συνδυασμό με το ούτως ή άλλως σχετικά μικρό μέγεθος των επενδύσεων στην Ελλάδα και την αντιπαραγωγική διάρθρωσή τους, καθηλώνει τις προοπτικές ανάπτυξης της πρωτογενούς παραγωγής.

Οι επενδύσεις σχετίζονται άμεσα με την παραγωγικότητα, τη διάρθρωση τον προσανατολισμό και την ανταγωνιστικότητα του αγροτικού τομέα. Για τον λόγο αυτό, βρίσκονται στο επίκεντρο των αναπτυξιακών πολιτικών κάθε χώρας.

Ο πίνακας 1 απεικονίζει τις Ακαθάριστες Επενδύσεις Παγίου Κεφαλαίου (ΑΕΠΚ) στις χώρες της ΕΕ. Με τον όρο αυτό, εννοούμε τα ποσά της προστιθέμενης αξίας της αγροτικής παραγωγής που δεν καταναλώνονται, αλλά επενδύονται.

Κατά το 2013, οι 15 χώρες-μέλη της ΕΕ επένδυσαν 52 δισ. ευρώ, ποσά που αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 39,4% της προστιθέμενης αξίας που παράχθηκε στον αγροτικό τομέα. Οι κατά τεκμήριο πιο ανταγωνιστικές χώρες επένδυσαν συγκριτικά περισσότερο. Η Ολλανδία, η Δανία, η Αυστρία, η Βρετανία, το Λουξεμβούργο για παράδειγμα, επένδυσαν ποσά που αντιστοιχούσαν στη μισή περίπου προστιθέμενη αξία του αγροτικού τους τομέα. Στο άλλο άκρο βρίσκονται οι χώρες που καταναλώνουν παρά επενδύουν, με την Ελλάδα να βρίσκεται επικεφαλής αυτής της ομάδας. Σε χειρότερη θέση από την Ελλάδα βρίσκονται μόνο κάποιες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, όπως η Σλοβακία, η Πολωνία, η Κροατία και η Βουλγαρία, αλλά και η Κύπρος και η Μάλτα.

Στην Ελλάδα επενδύεται κατά μέσο όρο μόλις το 16,6% της προστιθέμενης αξίας. Το ποσοστό αυτό διαφοροποιείται μεταξύ των περιφερειών, με την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη να εμφανίζουν πιο θετική εικόνα. Στο άλλο άκρο βρίσκονται η Κρήτη, η Πελοπόννησος, η Θεσσαλία και η Ήπειρος, όπου η παραγόμενη προστιθέμενη αξία καταναλώνεται στην συντριπτική της πλειοψηφία.

Η τελευταία στήλη του πίνακα 1 παρουσιάζει τη μέση ετήσια εξέλιξη των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου την περίοδο 2006-2013. Η Ελλάδα εμφανίζει την τέταρτη χειρότερη εικόνα στις χώρες της Ευρώπης των 28. Πιο συγκεκριμένα, την περίοδο αυτή, οι επενδύσεις στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά μέσο όρο 4,5% το έτος.

Το πρόβλημα

Το μέγεθος του προβλήματος της Ελλάδας καταγράφεται στον πίνακα 2. Την περίοδο 2007-2013, οι Ακαθάριστες Επενδύσεις μειώθηκαν από τα 1,8 δισ. ευρώ σε λιγότερο από 1 δισ. ευρώ το έτος περίπου. Η μείωση αυτή αφορά τρέχουσες τιμές, δηλαδή δεν συμπεριλαμβάνει τον πληθωρισμό.

Ωστόσο, ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η εξέλιξη των Καθαρών Επενδύσεων Παγίου Κεφαλαίου. Ο δείκτης αυτός προκύπτει από την αφαίρεση των επενδύσεων που αναλώθηκαν, από τις νέες επενδύσεις που έγιναν την ίδια περίοδο. Από την περίοδο του 2010 και την κορύφωση της κρίσης, ο δείκτης των καθαρών επενδύσεων αποκτά αρνητικό πρόσημο. Αυτό σημαίνει ότι οι νέες επενδύσεις που γίνονται δεν επαρκούν να αναπληρώσουν τις επενδύσεις του παρελθόντος και τα επενδεδυμένα πάγια κεφάλαια συρρικνώνονται σε απόλυτα μεγέθη. Το 2012, για παράδειγμα, τα πάγια του αγροτικού τομέα ήταν κατά 696 εκατ. ευρώ λιγότερα από ό,τι το προηγούμενο έτος. Αυτό το φαινόμενο αποεπένδυσης υποσκάπτει την παραγωγική και ανταγωνιστική θέση της ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας.

Οικονομική κατάσταση

Η μεγάλη απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από τις περισσότερες χώρες της ΕΕ καταγράφεται και στο επίπεδο των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.

Στο Διάγραμμα 1, παρουσιάζεται η μέση αξία ενεργητικού ανά εκμετάλλευση για το έτος 2012. Τα στοιχεία αφορούν τις συγκριτικά μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις και είναι τα πιο πρόσφατα που δημοσιεύει η ΕΕ. Η αξία ενεργητικού αποτελείται από το κυκλοφορούν κεφάλαιο(για παράδειγμα αποθέματα προϊόντων, μετρητά, ποσά προς είσπραξη) και το πάγιο, (όπως αγροτική γη, φυτικό κεφάλαιο, κτίσματα, εξοπλισμός και μηχανήματα, ζωικό κεφάλαιο).

Διάγραμμα 1: Μέση αξία ενεργητικού ανά εκμετάλλευση και άνα χώρα-μέλος το 2012 (ευρώ)Η αποεπένδυση υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα

Το σύνολο των κεφαλαίων της μέσης ευρωπαϊκής εκμετάλλευσης ανήλθε στα 316.500 ευρώ το 2012. Η Ελλάδα ήταν στην τέταρτη χειρότερη θέση των 27 χωρών – μελών, με το μέσο μέγεθος συνολικών περιουσιακών στοιχείων να κυμαίνεται στα 100.000 ευρώ περίπου. Μόνο η Πορτογαλία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία βρίσκονται σε χειρότερη θέση από την Ελλάδα.

Στο άλλο άκρο της κλίμακας βρίσκονται χώρες όπως η Δανία και η Ολλανδία, όπου τα περιουσιακά στοιχεία της μέσης εκμετάλλευσης υπερβαίνουν τα δύο εκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή, η μέση δανέζικη ή ολλανδική εκμετάλλευση διαθέτει είκοσι φορές περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από τη μέση ελληνική.

Πάγιο κεφάλαιο

Τα πάγια κεφάλαια των πιο ανταγωνιστικών ευρωπαϊκών χωρών αφορούν πρωτίστως τις κτηνοτροφικές υποδομές και το ζωικό κεφάλαιο, καθώς επίσης και τα μηχανήματα και τον τεχνολογικό εξοπλισμό. Όπως καταγράφεται στο Διάγραμμα 2, τα πάγια στοιχεία που σχετίζονται με την κτηνοτροφία, τον πιο εντατικό κλάδο της πρωτογενούς παραγωγής, είναι περιορισμένα στο σύνολο της Νότιας Ευρώπης.

Διάγραμμα 2: Διάρθρωση παγίου κεφαλαίου (%)agrotikos-tomeas-h-apoependish-iponomeuei-thn-antagwnistikothta

Ωστόσο, η Ελλάδα διαφέρει από την Ιταλία, χώρα με παρόμοια παραγωγική διάρθρωση, ή το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών του Νότου. Στην περίπτωση της Ελλάδας, το πάγιο κεφάλαιο αφορά κυρίως τις έγγειες βελτιώσεις, δηλαδή αρδεύσεις, αποστραγγίσεις και αντιπλημμυρικά και δευτερευόντως τις φυτείες, στην πλειοψηφία τους ελαιώνες.

Στην Ιταλία και την υπόλοιπη Νότια Ευρώπη, το κυρίαρχο πάγιο επενδυτικό στοιχείο είναι τα μηχανήματα και ο τεχνολογικός εξοπλισμός, που είναι περίπου υπερδιπλάσιος του αντίστοιχου ελληνικού. Η εικόνα αυτή καταδεικνύει μία ακόμη ελληνική υστέρηση.

Αποσυντίθεται παραγωγή και ανταγωνιστικότητα

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, οι επενδύσεις στον αγροτικό τομέα ως ποσοστό της αξίας της παραγωγής είναι ιδιαίτερα χαμηλές στην Ελλάδα, οι χαμηλότερες στην ΕΕ των 15. Στη χώρα, κυριαρχεί η τάση της κατανάλωσης του παραγόμενου προϊόντος, παρά την επένδυσή του. Σε αυτό, βέβαια, συμβάλλει η μεγάλη έλλειψη ρευστότητας, η αδυναμία των τραπεζών να προμηθεύσουν με προϊόντα μακροπρόθεσμου δανεισμού τους αγρότες που θέλουν να επενδύσουν.

Την περίοδο 2006-2013, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη ΕΕ, τα ποσά που επενδύονται, μειώνονται, με ρυθμούς 4,5% το έτος. Η αρνητική αυτή εξέλιξη αποδυναμώνει την παραγωγικότητα της μέσης εκμετάλλευσης. Η κεφαλαιουχική συγκρότηση της τυπικής ελληνικής εκμετάλλευσης είναι η τέταρτη χειρότερη της ΕΕ των 28 χωρών-μελών, σημαντικά χειρότερη ακόμη και από τις εκμεταλλεύσεις των περισσότερων χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης.

Αν συνυπολογισθεί ο τρόπος που διαρθρώνονται οι επενδύσεις στην Ελλάδα, όπου κυριαρχούν οι έγγειες βελτιώσεις και το φυτικό κεφάλαιο και υστερούν ο τεχνολογικός εξοπλισμός και η κτηνοτροφία, η κατάσταση επιβαρύνεται περισσότερο.

Όλα τα παραπάνω παγιώνουν τα φαινόμενα της αποεπένδυσης. Ο αγροτικός τομέας αδυνατεί τα τελευταία χρόνια να αναπληρώσει και να αντικαταστήσει τις επενδύσεις του παρελθόντος. Με αυτά τα δεδομένα, η παραγωγική ικανότητα και η ανταγωνιστικότητα της γεωργίας και της κτηνοτροφίας συνολικά, αποσυντίθενται.

Νίκος Λάππας