Αλλάζουν το παιχνίδι από το αγρόκτημα στο πιάτο οι βιοδιεγέρτες και τα βιοπροστατευτικά

Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι τα βιολογικής και φυσικής προέλευσης προϊόντα, καθώς και αυτά που, υπό μια ευρύτερη έννοια, συμβαδίζουν και, παράλληλα, συμβάλλουν στη μετάβαση προς μια πιο βιώσιμη γεωργία αποτελούν αυτήν τη στιγμή την πιο «hot» τάση στην αγορά των αγροτικών εφοδίων.

Οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της κάλυψης των διατροφικών αναγκών ενός αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού και, την ίδια στιγμή, η ανάγκη να ενισχυθεί το εισόδημα του παραγωγού καθιστούν επιτακτική την εξεύρεση νέων λύσεων στους τομείς της θρέψης και της φυτοπροστασίας. Στην ΕΕ, τον τόνο δίνει, φυσικά, η «Πράσινη Συμφωνία» με κατευθυντήριες γραμμές τη μείωση των εισροών σε λιπάσματα και συνθετικά φυτοπροστατευτικά και την αύξηση του ποσοστού των βιολογικών καλλιεργειών.

Σε αυτό το πλαίσιο, πλάι στα συμβατικά προϊόντα λίπανσης και φυτοπροστασίας, αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια με ταχύτατους ρυθμούς μία «παράλληλη» αγορά πιο φιλικών προς το περιβάλλον, αλλά, ταυτόχρονα, εξαιρετικά αποτελεσματικών σκευασμάτων. Στην αγορά αυτήν τοποθετούνται πλέον σχεδόν όλοι οι μεγάλοι παίκτες των εισροών, με την κινητικότητα σε επίπεδο επενδύσεων και εξαγορών να είναι έντονη.

 

Νέες συμφωνίες

Η εξαγορά της ιταλικής Valagro από τη Syngenta το φθινόπωρο του 2020 ήταν το πρώτο ηχηρό ντηλ της περασμένης διετίας και ακολουθήθηκε από ένα ιδιαίτερα πυκνό σε εξελίξεις 2022, στη διάρκεια του οποίου η Corteva απέκτησε τoν έλεγχο της Stoller και της ισπανικής Symborg, ενώ η FMC προχώρησε σε στρατηγική συνεργασία με τη γαλλική Micropep Technologies.

Μια ακόμα ιταλική εταιρεία, η Biolchim, που ειδικεύεται στους βιοδιεγέρτες και στα ειδικά λιπάσματα (specialties), τράβηξε την προσοχή αρκετών μεγάλων ομίλων, για να καταλήξει τελικά στα χέρια της αμερικανικής JM Huber. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, οι επιχειρηματικές διεργασίες συνεχίζονται και αρκετές παρόμοιες συμφωνίες με πρωταγωνιστές γνωστά ονόματα των εισροών κυοφορούνται αυτό το διάστημα και αναμένεται να έρθουν στην επιφάνεια τους επόμενους μήνες.

Διψήφιοι ρυθμοί ανάπτυξης για τους βιοδιεγέρτες

Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ακόμα πιο σίγουρη θα πρέπει να θεωρείται η διατήρηση του μομέντουμ στον τομέα των βιοδιεγερτών, μια αγορά η οποία την τελευταία διετία κυρίως επιδεικνύει ραγδαίους ρυθμούς ανάπτυξης. Σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτήν τη στιγμή, η συνολική πίτα των βιοδιεγερτών εκτιμάται ότι αγγίζει τα 3 δισ. δολάρια και διευρύνεται με ρυθμό 10%-15% ετησίως.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η εν λόγω αγορά υπολογίζεται αυτήν τη στιγμή στα 850 εκατ. ευρώ και την επόμενη πενταετία αναμένεται να (υπερ)διπλασιαστεί, φτάνοντας το 1,7-1,8 δισ. ευρώ, εμφανίζοντας έναν μέσο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 12%-13% ετησίως.

 

Το «ειδικών συνθηκών» 2022

Πέρα από τους βασικούς λόγους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, την υποβάθμιση της γονιμότητας των εδαφών και την ανάγκη να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες 8 δισ. ανθρώπων, σε μια στιγμή που το περιβαλλοντικό πλαίσιο αυστηροποιείται και οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις είναι πεπερασμένες, την προηγούμενη χρονιά ακόμα ένας παράγοντας λειτούργησε ως επιταχυντής για τη συγκεκριμένη αγορά.

Αυτός δεν είναι άλλος από τη μείωση της διαθεσιμότητας και, παράλληλα, την αύξηση σε δυσθεώρητα επίπεδα των τιμών των συμβατικών λιπασμάτων, γεγονός που ώθησε πολλούς παραγωγούς στη χρήση περισσότερων βιοδιεγερτών και, ιδίως, των προϊόντων που συμβάλλουν στη βέλτιστη απορρόφηση και στην αξιοποίηση των διαθέσιμων ιχνοστοιχείων (Nutrient Use Efficiency), προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες στις αποδόσεις.

Βέβαια, και ανεξάρτητα από τις ειδικές συνθήκες της περσινής χρονιάς, οι βιοδιεγέρτες δεν πρέπει να προσεγγίζονται ως αντικαταστάτες των λιπασμάτων, όπως υπογραμμίζει στην «ΥΧ» ο Kώστας Δημασής, Μarket Development Μanager για Ελλάδα, Κύπρο, Βαλκάνια και χώρες της πρώην ΕΣΣΔ (CIS Countries) της Valagro που, όπως προαναφέραμε, ανήκει πλέον στη Syngenta, αν και στη χώρα μας εξακολουθεί για την ώρα να δραστηριοποιείται ως ξεχωριστή νομική οντότητα.

«Η λογική δεν είναι να αντικαταστήσουμε τα λιπάσματα, αλλά να κάνουμε μια έξτρα επένδυση, η οποία, με βάση τον αντίκτυπο που θα έχει στις αποδόσεις και στην ποιότητα, θα μας ανταμείψει, ως παραγωγούς, με περισσότερα χρήματα – με οικονομικούς όρους δηλαδή, θα μας δώσει ένα καλύτερο ROI (return on investment)».

Ορόσημο, όπως τονίζει ο ίδιος, για την αγορά των βιοδιεγερτών θα πρέπει να θεωρηθεί το περασμένο καλοκαίρι, καθώς από τις 17 Ιουλίου 2022, στο πλαίσιο του νέου ευρωπαϊκού κανονισμού για τα λιπάσματα, τα εν λόγω προϊόντα προσδιορίζονται πλέον ως ξεχωριστή κατηγορία και διαχωρίζονται με βάση όχι τα ενεργά συστατικά, αλλά τη δράση τους (καταπολέμηση αβιοτικού στρες, καλύτερη αξιοποίηση των θρεπτικών συστατικών, βελτίωση ποιότητας και αποδόσεων).

Το νέο αυτό πλαίσιο παρέχει τη δυνατότητα ταχύτερων αδειοδοτήσεων, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να φέρουν σε σύντομο χρονικό διάστημα στην αγορά νέες λύσεις και σκευάσματα, ενώ δημιουργεί τις προϋποθέσεις, όπως αναφέρουν στελέχη του κλάδου, να ξεχωρίσει η «ήρα από το σιτάρι», δεδομένου ότι μέχρι πρόσφατα στην αγορά κυκλοφορούσαν αρκετά προϊόντα με ισχυρισμούς αμφίβολης αξιοπιστίας και… ακόμα πιο αμφίβολης αποτελεσματικότητας.

«Εμείς, ως εταιρεία, με μια ιστορία 43 ετών και δεκαετίες παρουσίας στην ελληνική αγορά, από το 1997 μάλιστα μέσω της Valagro Eλλάς, ξέρουμε και μπορούμε να εγγυηθούμε ότι τα προϊόντα μας, που ενεργοποιούν γονίδια, δουλεύουν, γιατί το έχουμε δει και σε εργαστηριακό επίπεδο και στην πράξη», σημειώνει ο κ. Δημασής. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η εταιρεία έχει δημιουργήσει έναν βιοδιεγέρτη αποκλειστικά για γραμμικές καλλιέργειες (βαμβάκι, σιτηρά, μηδική κ.λπ.), ενώ το πιο πρόσφατο και καινοτόμο, όπως υπογραμμίζει, προϊόν έχει να κάνει με τη βέλτιστη διαχείριση του νερού.

Το θεσμικό πλαίσιο «αγκάθι» στα βιοπροστατευτικά

Ανοδικά αναμένεται να κινηθεί τα επόμενα χρόνια και η αγορά των βιοπροστατευτικών, με ρυθμούς ωστόσο αισθητά χαμηλότερους σε σύγκριση με τους αντίστοιχους των βιοδιεγερτών. Ο κύριος λόγος, όπως επισημαίνουν στελέχη του κλάδου, είναι ότι αυτήν τη στιγμή το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις εγκρίσεις σε επίπεδο ΕΕ δεν προσφέρει τις ίδιες ευκαιρίες για τη διοχέτευση νέων σκευασμάτων τέτοιας δράσης και φιλοσοφίας στην αγορά, αφού υπάγονται ακριβώς στις ίδιες διαδικασίες και απαιτήσεις με τα χημικά.

«Θα λέγαμε ότι το βασικότερο εμπόδιο, προκειμένου να επιτευχθούν αυτήν τη στιγμή οι στόχοι του Green Deal, είναι η ίδια η νομοθεσία της ΕΕ», σχολιάζει στην «ΥΧ» παράγοντας του χώρου.

Αυτήν τη στιγμή, η αξία της αγοράς των βιοπροστατευτικών στην ΕΕ εκτιμάται στο 1 δισ. ευρώ και αναμένεται να τρέξει με έναν ετήσιο ρυθμό της τάξης των 8%-9% την ερχόμενη πενταετία, φτάνοντας το 2027 το 1,5 δισ. ευρώ. Τρεις είναι οι κύριοι παράγοντες που τροφοδοτούν την ανάπτυξή της:

1. Οι απαιτήσεις της διατροφικής αλυσίδας, καθώς το λιανεμπόριο και οι καταναλωτές, ειδικά σε ανεπτυγμένες αγορές με υψηλότερο εισόδημα και αντίστοιχη αγοραστική δύναμη, ζητούν προϊόντα με ελάχιστα ή και καθόλου υπολείμματα.

2. Οι στόχοι βιωσιμότητας και η μετάβαση σε μια πιο «πράσινη» γεωργία που οριοθετεί μέσω της «Πράσινης Συμφωνίας» η ΕΕ.

3. Η ανάγκη για διαχείριση εκ μέρους των παραγωγών της ανθεκτικότητας που έχει αναπτυχθεί στις καλλιέργειες από τη μακροχρόνια χρήση των κλασικών χημικών φυτοπροστατευτικών.

Νέο τοπίο σε μια δεκαετία

Όπως αναφέρουν στελέχη του κλάδου, τουλάχιστον για την επόμενη πενταετία και με δεδομένο το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, δεν αναμένονται σκευάσματα που θα μπορούν να αντικαταστήσουν τα κλασικά φυτοπροστατευτικά.

Επί του παρόντος, τα περισσότερα βιοπροστατευτικά έρχονται να συμπληρώσουν τη δράση των χημικών μέσα από κάποιο πρόγραμμα εφαρμογής που συμβάλλει αφενός στα κλασικά φυτοπροστατευτικά να χρησιμοποιηθούν σε μικρότερες ποσότητες, αφετέρου αποτρέπει την εμφάνιση ανθεκτικότητας. Αυτό, ωστόσο, αναμένεται να αλλάξει μέσα σε μια δεκαετία από σήμερα, οπότε και, σύμφωνα με τους γνωρίζοντες, αναμένεται να κυκλοφορήσουν καινοτόμα βιολογικά προϊόντα που δεν θα έχουν να ζηλέψουν τίποτα σε αποτελεσματικότητα από τα συνθετικά.

Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι ίδιες πηγές, αυτό θα συνιστά «game changer», «καθώς θα μπορούμε να μιλάμε για αντικατάσταση των χημικών, μια εντελώς άλλη κατάσταση, δηλαδή».

Φυσικές λύσεις για την αντιμετώπιση των ζιζανίων

Μία από τις εταιρείες που έχει επενδύσει πολύ στα βιοπροστατευτικά, αλλά και στο κομμάτι της θρέψης είναι η FMC, η oποία, όπως προαναφέρθηκε, προχώρησε την περασμένη χρονιά σε στρατηγική συνεργασία με τη Micropep Technologies για την ανάπτυξη καινοτόμων φυσικών προϊόντων για τον έλεγχο των ζιζανίων. «Αυτή ήταν η πιο πρόσφατη κίνηση από τις πολλές που έχει κάνει το τελευταίο διάστημα ο όμιλος στο κομμάτι των βιοπροστατευτικών και, μάλιστα, ήταν από τις σχετικά λίγες παγκοσμίως που έχουν γίνει στο κομμάτι των ζιζανιοκτόνων, μια αγορά μικρή για την ώρα μεν, με σημαντικούς ρυθμούς και προοπτική ανάπτυξης δε. Με αυτή την κίνηση, ως FMC, εστιάζουμε στην αντιμετώπιση των ζιζανίων που έχουν αναπτύξει ανθεκτικότητα στα συμβατικά σκευάσματα», δηλώνει στην «ΥΧ» ο γεν. διευθυντής της FMC Ελλάς, Άρης Λιούπης.

«Φυσικά, έχουμε παρουσία και αναπτύσσουμε συνεχώς νέα σκευάσματα και στον τομέα της θρέψης, όπως επίσης και στα βιοεντομοκτόνα και βιομυκητοκτόνα, εμπλουτίζοντας την ήδη μεγάλη γκάμα μας. Λόγω της δομής του ομίλου, μέχρι πρόσφατα στην Ελλάδα τα βιολογικά προϊόντα αποτελούσαν ένα σχετικά μικρό κομμάτι των δραστηριοτήτων μας. Όμως, η στρατηγική μας κατεύθυνση είναι προς τα εκεί και τα επόμενα δύο-τρία χρόνια σκοπεύουμε να φέρουμε και στην Ελλάδα βιολογικού τύπου σκευάσματα και ειδικά προϊόντα θρέψης», προσθέτει.

«Το πλαίσιο που δημιουργεί η αγροτική πολιτική της ΕΕ, αλλά και οι απαιτήσεις των καταναλωτών τροφοδοτούν αυτήν τη στροφή προς τα ‘‘βιοπροϊόντα’’, τη στιγμή που οι δραστικές και τα όπλα που έχει στη διάθεσή του ο παραγωγός μειώνονται. Για τα αμέσως επόμενα χρόνια, πάντως, δεν διαφαίνεται ότι μπορεί να υπάρξει αμιγώς βιολογική γεωργία, τουλάχιστον όχι χωρίς αυτό να έχει επιπτώσεις στις απαραίτητες ποσότητες των παραγόμενων προϊόντων. Οπότε, εκτιμούμε ότι στο άμεσο μέλλον θα πορευθούμε με έναν συνδυασμό χημικών και βιολογικών προϊόντων», καταλήγει ο κ. Λιούπης.

Όλο και περισσότεροι πείθονται για τα οφέλη

«Η ζήτηση για βιολογικά προϊόντα είναι αυξητική για δύο κυρίως λόγους», επισημαίνει στην «ΥΧ» ο Γιώργος Κυριτσάς, γεωπόνος της Δ. Σάνδρος ΑΕ. «Οι καταναλωτές και η βιομηχανία ζητούν προϊόντα με μηδενικά ή πολύ λίγα υπολείμματα, τη στιγμή που η τάση της ΕΕ είναι να αφαιρούνται δραστικές ουσίες από τη φαρέτρα των αγροτών. Επομένως, υπάρχει ανάγκη να στραφούμε σε διαφορετικές λύσεις για την αντιμετώπιση των ασθενειών», εξηγεί. Ο ίδιος προσθέτει ότι «και στις τάξεις των παραγωγών παρατηρείται πλέον μια τάση να είναι πιο προσεκτικοί αναφορικά με τα προϊόντα που εφαρμόζουν στο χωράφι τους, καθώς έρχονται σε άμεση επαφή μαζί τους».

«Η τάση είναι σίγουρα αυξητική χρόνο με τον χρόνο, είτε μιλάμε για βιοδιεγέρτες είτε για μικροοργανισμούς που υπάρχουν ήδη στη φύση και εμείς απλά τους ‘‘φορμουλάρουμε’’ με τέτοιον τρόπο, ώστε να μας βοηθούν στην αγροτική παραγωγή», σημειώνει ο κ. Κυριτσάς. «Θεωρώ ότι το βασικό ζήτημα δεν είναι η αποτελεσματικότητα αυτών των προϊόντων, αλλά να πειστούν οι χρήστες τους ότι γίνεται παρόμοια, αν όχι καλύτερη, δουλειά σε σχέση με τα συμβατικά. Νομίζω ότι σιγά σιγά όλο και περισσότεροι διαπιστώνουν τα οφέλη», υπογραμμίζει.

Όπως σημειώνει ο συνομιλητής μας, η Δ. Σάνδρος ΑΕ διαθέτει μια πλήρη γκάμα βιοδιεγερτών, εδαφοβελτιωτικών, μικροοργανισμών και υγρών λιπασμάτων. «Μέσα σε αυτές τις κατηγορίες, υπάρχουν και προϊόντα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και στη βιολογική γεωργία. Επομένως, υπάρχει διαθέσιμο ένα εύρος προϊόντων που επιτρέπει στον παραγωγό να καλλιεργήσει με επιτυχία και χωρίς μείωση του εισοδήματός του».

«Ο σκοπός σαφώς και δεν είναι να αντικαταστήσουμε τα συμβατικά. Τέτοια προϊόντα βοηθούν τα φυτά να συνεχίσουν να επιτελούν κάποιες εργασίες ακόμα και σε αντίξοες συνθήκες, ενώ, αν οι συνθήκες είναι ιδανικές, μπορεί να αυξηθεί η παραγωγή και να βελτιωθεί και η ποιότητα. Αυτό είναι κάτι που τα κλασικά λιπάσματα δεν το κάνουν», καταλήγει ο κ. Κυριτσάς.