Αμπελοοινικά: «Κόλαφος» η έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου

«Η πολιτική της ΕΕ στον τομέα του οίνου όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στους περιβαλλοντικούς στόχους, αλλά και τα μέτρα που αυτή προβλέπει δεν στοχεύουν ευθέως την ανταγωνιστικότητά του». Αυτά αναφέρει, μεταξύ άλλων, η έκθεση που δημοσίευσε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) για την «αναδιάρθρωση και φύτευση αμπελώνων στην ΕΕ», εκφράζοντας παράλληλα την ανησυχία του σχετικά με τις επιπτώσεις των δράσεων που προτίθεται να αναλάβει η ΕΕ για τους αμπελοκαλλιεργητές.

Σύμφωνα με το ΕΕΣ, το μέτρο της αναδιάρθρωσης δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη τους πράσινους στόχους. «Στην πράξη, τα κονδύλια της ΕΕ δεν διοχετεύονται σε έργα που επιδιώκουν τη μείωση των επιπτώσεων της αμπελοκαλλιέργειας στο κλίμα ή/και στο περιβάλλον.

Μάλιστα, θα μπορούσαν να έχουν ακόμη και το αντίθετο αποτέλεσμα, όπως τη μεταστροφή σε ποικιλίες αμπέλου που χρειάζονται περισσότερο νερό», υπογραμμίζει ο ανεξάρτητος εξωτερικός ελεγκτής της ΕΕ. Και προσθέτει: «Ομοίως, η ετήσια αύξηση των αμπελουργικών εκτάσεων κατά 1%, η οποία παρατάθηκε κατά 15 επιπλέον χρόνια (μέχρι το 2045), δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί από περιβαλλοντικής άποψης».

«Δυστυχώς», συνεχίζει το ΕΕΣ, «ούτε το μέλλον προμηνύεται ευοίωνο. Στη νέα ΚΑΠ, οι περιβαλλοντικές φιλοδοξίες για τον αμπελοοινικό τομέα παραμένουν περιορισμένες».

Έλεγχοι σε πέντε χώρες

Οι ελεγκτές αποφάσισαν να διενεργήσουν ελέγχους λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντικότητα του μέτρου αναδιάρθρωσης, το οποίο αντιπροσωπεύει το ήμισυ των προϋπολογισμών των εθνικών προγραμμάτων στήριξης, δηλαδή πάνω από 5 δισ. ευρώ, από σχεδόν 11 δισ. ευρώ για τις περιόδους 2014-2018 και 2019-2023 μαζί. Επίσης, εξέτασαν ζητήματα για τα ενδιαφερόμενα μέρη, εστιάζοντας στον οικονομικό αντίκτυπο της ΚΟΑ.

Ο έλεγχος διενεργήθηκε από τον Μάιο έως τον Δεκέμβριο του 2022. Στο πλαίσιο αυτού, πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις σε πέντε κράτη-μέλη: την Τσεχική Δημοκρατία (Μοραβία), την Ελλάδα (Πελοπόννησος), την Ισπανία (Καστίλη-Λα Μάντσα), τη Γαλλία (κοιλάδα του Ροδανού και Προβηγκία) και την Ιταλία (Τοσκάνη). Στα εν λόγω κράτη-μέλη αναλογεί το 70% της χρηματοδότησης αναδιάρθρωσης.

Οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι το πλαίσιο στο οποίο βασίζεται το μέτρο αναδιάρθρωσης στερείται κατάλληλων ορισμών, συνεκτικών στρατηγικών και σχετικών δεικτών. Τα πέντε κράτη-μέλη, στα οποία πραγματοποίησαν επισκέψεις, χρηματοδοτούσαν όλες τις επιλέξιμες αιτήσεις και δεν χρησιμοποιούσαν κριτήρια για την επιλογή έργων με γνώμονα την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Τα συγκεκριμένα κράτη-μέλη χρηματοδότησαν, επίσης, έργα στα οποία δεν παρατηρήθηκε διαρθρωτική αλλαγή. «Ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ούτε τα κράτη-μέλη που επισκεφθήκαμε αξιολογούν τον τρόπο με τον οποίο τα έργα συμβάλλουν στην επίτευξη του στόχου της ανταγωνιστικότητας και οι δικαιούχοι δεν υποχρεούνται να υποβάλλουν στοιχεία σχετικά με το πώς η δραστηριότητα αναδιάρθρωσης τούς κατέστησε περισσότερο ανταγωνιστικούς» αποφαίνονται οι ελεγκτές.

Όπως εξηγούν, το καθεστώς αδειοδότησης φύτευσης αποσκοπεί στην αποφυγή της υπερπροσφοράς, περιορίζοντας την αύξηση των αμπελουργικών εκτάσεων κατά 1% ετησίως. «Δεν είχε διενεργηθεί εκτίμηση επιπτώσεων πριν από την πρόταση και την έγκριση του ορίου από τους συννομοθέτες», σημειώνουν.

Επιπλέον, τα κράτη-μέλη μπορούν να περιορίσουν την αύξηση σε ορισμένες περιοχές παραγωγής. Συνεπώς, η αύξηση σε περιφερειακό/τοπικό επίπεδο μπορεί να υπερβαίνει κατά πολύ το όριο του 1%, και τα κράτη-μέλη δεν υποχρεούνται να αξιολογούν τον αντίκτυπο αυτής της αύξησης.

«Διαπιστώσαμε ότι η αναδιάρθρωση παλαιών αμπελώνων μπορεί να αυξήσει σημαντικά την παραγωγή. Κατά τη χορήγηση αδειών, τα κράτη-μέλη που επισκεφθήκαμε εφαρμόζουν λίγα μόνο κριτήρια επιλεξιμότητας και προτεραιότητας που συνδέονται με την ανταγωνιστικότητα, και οι άδειες συχνά κατανέμονται κατ’ αναλογία. Στους δικαιούχους παραχωρούνται πολύ μικρές εκτάσεις και δεν μπορούν να κάνουν μακροπρόθεσμα σχέδια, γεγονός που ενδεχομένως να παρεμποδίζει την επίτευξη του στόχου της ανταγωνιστικότητας», υπογραμμίζουν.

Χωρίς περιβαλλοντική φιλοδοξία

Οι ελεγκτές διαπίστωσαν ακόμη ότι η προστασία του περιβάλλοντος έχει ληφθεί μόνον εν μέρει υπόψη, παρά το μεγάλο ποσό της σχετικής χρηματοδότησης. «Τα πέντε κράτη-μέλη που επισκεφθήκαμε δεν είχαν αξιολογήσει τον αναμενόμενο περιβαλλοντικό αντίκτυπο των εθνικών τους προγραμμάτων στήριξης», σημειώνουν.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, στην πράξη, τα έργα δεν αποσκοπούσαν στη μείωση των κλιματικών ή/και περιβαλλοντικών επιπτώσεων της αμπελοκαλλιέργειας. «Υπό ορισμένες συνθήκες, είδαμε ότι θα μπορούσαν να έχουν ακόμη και το αντίθετο αποτέλεσμα, όπως η μεταστροφή σε ποικιλίες που χρειάζονται περισσότερο νερό, και απαιτείται επομένως η εγκατάσταση συστημάτων άρδευσης».

Η περιβαλλοντική φιλοδοξία, όπως παρατηρούν, παραμένει περιορισμένη κατά την περίοδο προγραμματισμού 2023-2027. Στο παρελθόν, το ΕΕΣ είχε εισηγηθεί οι ενισχύσεις προς τους γεωργούς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που καταβάλλονται στους αμπελοκαλλιεργητές, να συνδέονται ρητά με περιβαλλοντικές απαιτήσεις. Ωστόσο, υπό τη νέα ΚΑΠ, η χρηματοδότηση της αναδιάρθρωσης δεν εξαρτάται πλέον από τέτοιους όρους. Επίσης, οι χώρες της ΕΕ πρέπει να χρησιμοποιήσουν τουλάχιστον το 5% των κονδυλίων που προορίζονται για τον αμπελοοινικό τομέα σε δράσεις που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, το περιβάλλον και τη βιωσιμότητα.

Το ΕΕΣ θεωρεί το ποσοστό αυτό μάλλον χαμηλό, αν ληφθεί υπόψη ότι, στο πλαίσιο μιας περισσότερο οικολογικής ΚΑΠ, το 40% του συνόλου των γεωργικών δαπανών αναμένεται να εξυπηρετεί την επίτευξη στόχων που σχετίζονται με το κλίμα.