Αναγκαία η άμεση προστασία των επικλινών εδαφών από εδαφική διάβρωση

Συνεχίζονται οι συνεδριάσεις της Εθνικής Επιτροπής κατά της Ερημοποίησης (ΕΘΕΚΕ), που συγκρότησε το ΥΠΑΑΤ, προκειμένου οι επιστήμονες που την αποτελούν να χαρτογραφήσουν σε εθνικό επίπεδο τα σημαντικά χαρακτηριστικά και τους παράγοντες που προκαλούν την ερημοποίηση.

Προ ημερών πραγματοποιήθηκε η πέμπτη συνάντηση της Επιτροπής, ενώ αρχές Οκτωβρίου αναμένεται να πραγματοποιηθεί η έκτη.

Όπως είναι γνωστό, στην ΕΘΕΚΕ συμμετέχει (ως μόνος εκπρόσωπος της Θεσσαλίας) ο καθηγητής Γεωργίας και κοσμήτορας της Σχολής Γεωπονικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Νίκος Δαναλάτος, ο οποίος στην πρόσφατη συνεδρίαση επέμενε ότι η εδαφική διάβρωση δεν είναι ένας από τους αρκετούς παράγοντες ερημοποίησης -μαζί με την αλάτωση, την αλκαλίωση, κ.ά.-, αλλά είναι μακράν ο σημαντικότερος.

Αναλύοντας την τοποθέτησή του στην «ΥΧ», ο καθηγητής παρέθεσε συγκεκριμένα στοιχεία, που αποδεικνύουν την ανάγκη άμεσης προστασίας των επικλινών εδαφών από εδαφική διάβρωση, διότι «σε διαφορετική περίπτωση το 2050-2060 οι περιοχές αυτές θα έχουν εγκαταλειφθεί λόγω πλήρους ερημοποίησής τους στην ξηροθερμική ζώνη της χώρας, κυρίως λόγω κακής χρήσης γης, σε συνδυασμό με τους λοιπούς παράγοντες ερημοποίησης».

Η ερημοποίηση σε αριθμούς

Σύμφωνα με την εισήγηση του κ. Δαναλάτου στην ΕΘΕΚΕ, το 1980 η συνολική καλλιεργούμενη έκταση της χώρας έφτανε τα 40 εκατ. στρέμματα (αναλογία 4 στρ. ανά κάτοικο), από τα οποία 15 εκατ. στρ. καλύπτονταν από μονοκαλλιέργειες χειμερινών σιτηρών και κατά μέγιστο ποσοστό σίτου (σκληρού και μαλακού) και κριθαριού, όπου κάλυπταν παραδοσιακά τις επικλινείς ημιγόνιμες-ημιάγονες περιοχές, χωρίς δυνατότητα άρδευσης.

Λόγω ταχείας ερημοποίησης, οι εκτάσεις αυτές εγκαταλείπονταν με ρυθμό 200.000 στρ. ανά έτος ή 2 εκατ. στρέμματα τη δεκαετία! Την περίοδο συγγραφής του πρώτου Σχεδίου Δράσης κατά της Ερημοποίησης, το 2000, το φαινόμενο είχε ήδη διαπιστωθεί και η τότε Επιτροπή έθεσε τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων.

Όμως, λόγω της ιδιάζουσας απάθειας της ελληνικής πολιτείας, το φαινόμενο συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, καθώς φαίνεται καθαρά ότι έχουν εγκαταλειφθεί 9 εκατ. στρέμματα και το σύνολο της γεωργικής γης φτάνει πλέον τα 31 εκατ. στρ. (λόγος 2,8 στρ./κάτοικο). Έτσι, εάν δεν τονιστεί η ανάγκη άμεσης προστασίας των επικλινών εδαφών από εδαφική διάβρωση, περί το 2050 οι επικλινείς εκτάσεις της ξηροθερμικής ζώνης θα έχουν μετατραπεί σε ξηροβούνια.

Χρειάζεται, δε, ειδική μελέτη από εξειδικευμένους στην εφαρμοσμένη εδαφολογία να προσδιορίσουμε πόσες από τις εγκαταλειμμένες εκτάσεις μπορούν να επανακάμψουν και ως προς ποιες μορφές χρήσης γης και ποιες είναι πλήρως ερημοποιημένες».

Ο καθηγητής τονίζει την ανάγκη δημιουργίας ενός αλγόριθμου, ώστε να είναι δυνατή η αξιολόγηση του ρίσκου διάβρωσης και ερημοποίησης σε επιμέρους περιοχές, έκτασης μερικών εκατοντάδων ή χιλιάδων εκταρίων, που θα βρίσκονται μέσα σε «κόκκινη ζώνη» στον επικαιροποιημένο εθνικό χάρτη κινδύνου ερημοποίησης, για την ανάσχεση οιουδήποτε δήθεν αναπτυξιακού πλάνου που δεν θα εγγυάται αειφορία.

Πληγές και στον κάμπο

Ο κ. Δαναλάτος μας ενημέρωσε ότι τα παραπάνω αφορούν και τη Θεσσαλία, όπου μόνο στον
Ν. Λάρισας έχουν χαθεί περί τα 600.000 στέμματα καλλιέργειας χειμερινών σιτηρών από το 2000 έως σήμερα ή περί το 40% των επικλινών γαιών, όπως στον άξονα Νίκαιας-Φαρσάλων.

Επίσης, στη Θεσσαλία και κυρίως την Ανατολική πεδιάδα η ερημοποίηση λόγω έλλειψης νερού έχει επηρεάσει περί τα 250.000-300.000 στρέμματα γόνιμων αρδευόμενων γαιών που λόγω ξηρασίας τα τελευταία τρία χρόνια έχουν βγει από την αρδευόμενη καλλιέργεια και έχουν αποδοθεί σε χειμερινά σιτηρά και όσπρια με δραματική μείωση της προστιθέμενης αξίας της παραγωγής τους.

Η επαπειλούμενη μετάβαση από αρδευόμενη σε μη αρδευόμενη καλλιέργεια λόγω λειψυδρίας και η ερημοποίηση των επικλινών μικρότερης γονιμότητας εδαφών θα προκαλέσει δραστική μείωση της προστιθέμενης αξίας του πρωτογενούς τομέα και απώλεια δισεκατομμυρίων ευρώ, για αυτό θα πρέπει να σταματήσει πάραυτα.