Ανάκαμψη για τις ελληνικές εξαγωγές επιτραπέζιων σταφυλιών το πρώτο επτάμηνο του 2024

01/10/2024
9' διάβασμα
anakampsi-gia-tis-ellinikes-exagoges-epitrapezion-stafylion-to-proto-eptamino-tou-2024-333630

Σε 273 χιλ. τόνους περιορίστηκε η παραγωγή επιτραπέζιων σταφυλιών της Ελλάδας το 2023, σημειώνοντας πτώση ως προς το προηγούμενο έτος (-5,8%), εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικράτησαν στην καλλιέργεια, ενώ αρνητικά συντέλεσε και η αποθάρρυνση των παραγωγών από τη συγκομιδή λόγω της ανόδου του κόστους παραγωγής, ως συνέπεια της αύξησης των τιμών των εισροών (ενέργεια, λιπάσματα, φυτοφάρμακα).

Κρίσιμο επιπλέον ζήτημα για τον τομέα αποτέλεσε η συνεχής πτώση των εξαγόμενων επιτραπέζιων σταφυλιών, μια και ο μέσος όρος του όγκου εξαγωγών στο διάστημα της τριετίας 2021-2023, το συντριπτικό μέρος των οποίων αφορά σε νωπά προϊόντα (94%), παρουσίασε έντονη μείωση σε σύγκριση με την καλή επίδοση του 2020 (-28%).

Να σημειωθεί ότι η εγχώρια παραγωγή επιτραπέζιων σταφυλιών συγκεντρώνεται κυρίως στην Κορινθία (126.000 τόνοι το 2023), στην Καβάλα (50.000 τόνοι) και στο Ηράκλειο Κρήτης (36.000 τόνοι), τρεις περιοχές που κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος (78%). Η συνολική αξία των εξαγόμενων επιτραπέζιων σταφυλιών της χώρας μας περιορίστηκε το 2023 σε 68,5 εκατ. ευρώ (-3%), με μικρή αύξηση της μέσης τιμής εξαγωγής (1,55 ευρώ/κιλό) σε σύγκριση με την αντίστοιχη του 2022 (1,45 ευρώ/κιλό).

Η Γερμανία, παρά τη μείωση του όγκου (-29%), εξακολουθεί να αποτελεί την κυριότερη χώρα προορισμού (9.190 τόνοι το 2023) και ακολουθούν η Ρουμανία, το Ην. Βασίλειο, η Ολλανδία και η Τσεχία, πέντε χώρες που κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος του όγκου (64%). Έντονη, εξάλλου, μείωση σημείωσε ο όγκος των εξαγωγών και προς άλλες χώρες, ιδιαίτερα προς την Ολλανδία, τη Σουηδία, τη Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, εξέλιξη που συνδέεται, μεταξύ άλλων, με τον περιορισμό της κατανάλωσης των νοικοκυριών λόγω της σημαντικής ανόδου των τιμών του προϊόντος.

Η μέση τιμή εξαγωγής περιορίστηκε στο επτάμηνο του τρέχοντος έτους σε 1,48 ευρώ/κιλό, καταγράφοντας μεγάλη μείωση (-75%) ως προς την αντίστοιχη του προηγούμενου έτους (1,60 ευρώ/κιλό), με ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο στο εισόδημα των Ελλήνων παραγωγών

Από την άλλη πλευρά, επώδυνη ήταν η άνοδος του όγκου εξαγωγών σε ορισμένες βαλκανικές χώρες (Β. Μακεδονία, Βουλγαρία) λόγω των εξαιρετικά χαμηλών τιμών εξαγωγής, που υπολείπονται σημαντικά από τον μέσο όρο της χώρας.

Εντούτοις, οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν σημαντικά το 2024 ως προς τον όγκο και την αξία, ωθούμενες από την ενίσχυση της ζήτησης του προϊόντος στην ευρωπαϊκή αγορά. Όπως προκύπτει από τις τελευταίες διαθέσιμες εκτιμήσεις (στοιχεία Eurostat, monthly trade, 16/9/2024), οι ελληνικές εξαγωγές επιτραπέζιων σταφυλιών στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2024, σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 2023, ανήλθαν σε 3.954 τόνους, αξίας 5,85 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας διπλασιασμό ως προς τον όγκο και την αξία.

Παρ’ όλα αυτά, η μέση τιμή εξαγωγής περιορίστηκε στο επτάμηνο του τρέχοντος έτους σε 1,48 ευρώ/κιλό, καταγράφοντας μεγάλη μείωση (-75%) ως προς την αντίστοιχη του προηγούμενου έτους (1,60 ευρώ/κιλό), με ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο στο εισόδημα των παραγωγών.

Δεν υπήρξε, άλλωστε, κάποια ουσιαστική παρέμβαση για τη στήριξη των παραγωγών του προϊόντος από την πλευρά των αρμόδιων δημόσιων φορέων, οι οποίοι εξακολουθούν να παραμένουν σε εξαιρετικά δυσμενή κατάσταση λόγω των αλλεπάλληλων ακραίων φυσικών φαινομένων στη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας.

Γενικότερα, οι ελληνικές τιμές εξαγωγής στα επιτραπέζια σταφύλια εξακολουθούν να υπολείπονται σημαντικά από τον μέσο όρο της ΕΕ, ζήτημα που αναδεικνύει την ανάγκη ενίσχυσης της εγχώριας εξαγωγικής δραστηριότητας σε όρους τυποποίησης, πιστοποίησης και βελτίωσης της ποιότητας των προϊόντων, με σκοπό την περαιτέρω διείσδυση σε αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες αγορές.

Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η απουσία ελληνικών προϊόντων στην αγορά της Ρωσίας, η οποία παρουσίασε, μεγάλη άνοδο εισαγωγών σε προϊόντα προερχόμενα από άλλες χώρες της ΕΕ. Αναγκαία, επίσης, θεωρείται η αναδιάρθρωση της καλλιέργειας με ποικιλίες παραγωγής άσπερμων σταφυλιών, που παρουσιάζουν υψηλή ζήτηση στην ευρωπαϊκή αγορά.

Στην τάση αυτή, άλλωστε, προσαρμόστηκε η Ιταλία, κυρίως στην περιοχή της Απουλίας, ενισχύοντας τις εξαγωγές επιτραπέζιων σταφυλιών, η αξία των οποίων, παρά τη σημαντική μείωση του όγκου, ανήλθε το 2023 σε 826 εκατ. ευρώ (+12,6%) λόγω της μεγάλης ανόδου της μέσης τιμής εξαγωγής (2,14 ευρώ/κιλό) σε σχέση με την αντίστοιχη του 2022 (1,64 ευρώ/κιλό).

Μειωμένη αναμένεται η παραγωγή το 2024

Οι προοπτικές της εγχώριας παραγωγής στη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου δεν φαίνονται ευνοϊκές, κυρίως εξαιτίας της επικράτησης δυσμενών καιρικών συνθηκών στην καλλιέργεια (ανομβρία, παρατεταμένοι καύσωνες), που συνέβαλαν στον περιορισμό των αποδόσεων και στην υποβάθμιση της ποιότητας των προϊόντων, οδηγώντας σε πρωιμότητα την παραγωγή, ο όγκος της οποίας προβλέπεται να παρουσιάσει σημαντική μείωση.


Περιορίστηκε στους 1,54 εκατ. τόνους η παραγωγή της ΕΕ το 2023

Η καλλιέργεια επιτραπέζιων σταφυλιών στην ΕΕ αποτελεί σημαντική γεωργική δραστηριότητα, μια και η παραγωγή νωπών προϊόντων εκτιμάται την περίοδο 2023/2024 σε περίπου 1,3 εκατ. τόνους, μέγεθος που την κατατάσσει στην 7η θέση σε παγκόσμιο επίπεδο, μετά την Κίνα, την Ινδία, την Τουρκία, τη Βραζιλία, το Ουζμπεκιστάν και την Αίγυπτο (στοιχεία USDA, Ιούνιος 2024).

Σύμφωνα, ωστόσο, με νεότερες εκτιμήσεις (στοιχεία Eurostat 6/9/2024), η συνολική παραγωγή του προϊόντος στην ΕΕ (νωπά και άλλα προϊόντα) περιορίστηκε το 2023 σε 1,54 εκατ. τόνους, παρουσιάζοντας πτώση ως προς το προηγούμενο έτος (-8%), σε συνέχεια της αισθητής μείωσής της κατά το 2022. Η πτώση αυτή αποδίδεται κυρίως στη μείωση της παραγωγής στην Ιταλία, ως συνέπεια των δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικράτησαν στην καλλιέργεια (έντονες βροχοπτώσεις στην περίοδο της ανθοφορίας, καύσωνες, ξηρασία).

Η παραγωγή επιτραπέζιων σταφυλιών της ΕΕ συγκεντρώνεται σε τρεις χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα), οι οποίες εξακολουθούν να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος (92% το 2023). Στην Ιταλία, η παραγωγή περιορίστηκε το 2023 σε 799 χιλ. τόνους, παρουσιάζοντας σημαντική μείωση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (-17,4%), ενώ πτώση σημειώθηκε και σε άλλες χώρες, κυρίως στη Γαλλία, τη Ρουμανία και την Ελλάδα. Αντίθετα, άνοδος σημειώθηκε στην Ισπανία και την Πορτογαλία.

Πέραν, όμως, της μείωσης της παραγωγής, η ΕΕ παραμένει, επί σειρά ετών, καθαρά ελλειμματική στο εμπόριο επιτραπέζιων σταφυλιών με τρίτες χώρες. Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο διατηρήθηκε το 2023 σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με το προηγούμενο έτος, μια και οι εισαγωγές, παρά τη μείωσή τους σε 588 χιλ. τόνους (-4,5%), ήταν πολύ μεγαλύτερες των εξαγωγών, που περιορίστηκαν σε 133 χιλ. τόνους (-17,6%).

Το μεγαλύτερο μέρος των εισαγόμενων προϊόντων προέρχεται, παραδοσιακά, από τη Νότια Αφρική (25% το 2023), με όγκο 149 χιλ. τόνων και μέση τιμή εισαγωγής 2 ευρώ/κιλό, και δευτερευόντως από το Περού (112 χιλ. τόνοι, ποσοστό 19%), αλλά με υψηλότερη τιμή εισαγωγής (2,28 ευρώ/κιλό). Ακολουθούν η Ινδία, η Αίγυπτος, η Χιλή, η Βραζιλία, η Ναμίμπια και άλλες χώρες. Ιδιαίτερα χαμηλή, ωστόσο, ήταν η τιμή εισαγωγής από τη Μολδαβία (1 ευρώ/κιλό), ο όγκος της οποίας αυξήθηκε σημαντικά (+31%), ενώ αξιοσημείωτη ήταν η αύξηση του όγκου εισαγωγών από την Αίγυπτο (+31%), αλλά και από τη Βραζιλία (+27%).

Μικρότερη, ωστόσο, ήταν η αύξηση των εισαγωγών από την Τουρκία, παρά τη χαμηλή μέση τιμή εισαγωγής (1,36 ευρώ/κιλό). Στο σύνολό της, η αξία των εισαγόμενων επιτραπέζιων σταφυλιών στην ΕΕ ανήλθε το 2023 σε 1.177 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας άνοδο ως προς το προηγούμενο έτος (+6,7%) λόγω της αύξησης της μέσης τιμής εισαγωγής (+12%).

Από την άλλη πλευρά, η αξία των εξαγόμενων επιτραπέζιων σταφυλιών της ΕΕ περιορίστηκε το 2023 σε 323 εκατ. ευρώ (-11,7%), παρά την αύξηση της μέσης τιμής εξαγωγής (2,42 ευρώ/κιλό) σε σύγκριση με την αντίστοιχη του 2022 (2,26 ευρώ/κιλό).

Τρεις χώρες αποτέλεσαν τους κυριότερους προορισμούς, το Ηνωμένο Βασίλειο (52 χιλ. τόνοι), η Ελβετία (26 χιλ. τόνοι) και η Νορβηγία (15 χιλ. τόνοι), που κάλυψαν αθροιστικά το 70% της συνολικής ποσότητας. Σημειώνεται, επίσης, η σημαντική μείωση του όγκου εξαγωγών προς το Ην. Βασίλειο (-38%), σε αντίθεση με την έντονη αύξησή του προς τη Λευκορωσία (2.114 τόνοι, +101%) και τη Ρωσία (10.720 τόνοι, +74%).