Ανοίγει η συζήτηση για την προσθήκη φυτικών ροφημάτων στη διανομή σχολικών γευμάτων

«Να μην το επιτρέψει η Κομισιόν, άλλο γάλα κι άλλο ρόφημα ρυζιού!», λένε οι COPA-COGECA

Την προσθήκη φυτικών ροφημάτων ως εναλλακτική μορφή γάλακτος στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα διανομής φρούτων, λαχανικών και γάλακτος στα σχολεία συζητείται για πρώτη φορά στους κόλπους της ΕΕ, γεγονός που έχει προκαλέσει τις αντιδράσεις πολλών κτηνοτρόφων, με τις ευρωπαϊκές συνεταιριστικές οργανώσεις COPA και COGECA να έχουν ήδη τοποθετηθεί αρνητικά.

Στην αξιολογική όμως έκθεση που παρουσίασε το Ευρωκοινοβούλιο, κατόπιν σχετικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του, προκύπτει ότι πολλοί εμπλεκόμενοι (καταναλωτές, γονείς κ.λπ.) εκφράζουν την ανησυχία τους σχετικά με το περιορισμένο εύρος των προϊόντων που προωθούνται στα ευρωπαϊκά σχολεία και τάσσονται υπέρ της χρήσης φυτικών προϊόντων ως εναλλακτικών στα γαλακτοκομικά.

Μάλιστα, στην έκθεση κατατίθεται η πρόταση να επανεξεταστεί το εύρος και η ποιότητα των προϊόντων που παρέχονται στο πλαίσιο του προγράμματος, δίνοντας τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη (εφόσον το επιθυμούν) να προσθέσουν βιολογικά προϊόντα, αλλά και να συμπεριλάβουν ποτά φυτικής προέλευσης ως εναλλακτική λύση στο κανονικό αγελαδινό γάλα.

Όχι στα υποκατάστατα γάλακτος

«Πολλά ποτά φυτικής προέλευσης παρουσιάζονται ως το τέλειο υποκατάστατο των γαλακτοκομικών προϊόντων χρησιμοποιώντας παρόμοιο σχήμα, όνομα, γεύση και μάρκετινγκ» εξηγούν οι COPA και COGECA. Και προσθέτουν: «Ωστόσο, τα πραγματικά γαλακτοκομικά προϊόντα έχουν τελείως διαφορετική διατροφική σύνθεση και ιδιότητες από οποιοδήποτε από τις απομιμήσεις φυτικής προέλευσης.

Τα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι φυσικές πηγές πρωτεϊνών υψηλής ποιότητας, βασικών μετάλλων όπως κάλιο, ασβέστιο, ιώδιο ή φώσφορος ή βιταμίνες όπως Β2 και Β12, ενώ τα προϊόντα απομίμησής τους, όπως το ρόφημα ρυζιού, δεν περιέχουν καμία πρωτεΐνη, καμία βιταμίνη Β2, ούτε καν το μισό του ασβεστίου και της βιταμίνης Β12 που περιέχει το γάλα.

Στην πραγματικότητα, περιέχει κυρίως νερό και ζάχαρη». Όπως υποστηρίζουν, τα προϊόντα αυτά «είναι τις περισσότερες φορές υψηλής επεξεργασίας και παρασκευάζονται με πρώτες ύλες εκτός Ευρώπης όπως αμύγδαλα, καρύδα ή σόγια. Επομένως, η εισαγωγή τέτοιων προϊόντων σε αυτό το πρόγραμμα θα ήταν αντίθετη με τους στόχους του για την προώθηση υγιεινών και τοπικών προϊόντων και επιπλέον θα παραπλανούσε τα παιδιά ως προς την πραγματική φύση των προϊόντων που καταναλώνουν».

Με δεδομένο ότι η αξιολογική έκθεση του Ευρωκοινοβουλίου θα συζητηθεί από Κομισιόν και κράτη-μέλη το φθινόπωρο, οι ευρωπαϊκές συνεταιριστικές οργανώσεις καλούν με επιστολή τους την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αφενός να διασφαλίσει ότι στα σχολεία θα φτάνουν μη μεταποιημένα φρέσκα φρούτα και λαχανικά, αφετέρου να μην επεκτείνει τα κριτήρια επιλεξιμότητας στα φυτικά προϊόντα γάλακτος.

Έμφαση στην ενημέρωση

Μεγάλη σημασία δίνεται στη σωστή ενημέρωση των καταναλωτών και κυρίως των παιδιών, που θα πρέπει μέσω του προγράμματος να έχουν καλύτερη πληροφόρηση και διευρυμένη εκπαίδευση για την αξία της υγιεινής διατροφής.

Γραφειοκρατία και πόροι «αποδυναμώνουν» το πρόγραμμα

Στην αξιολογική έκθεση του Ευρωκοινοβουλίου γίνεται ξεκάθαρο ότι το ευρωπαϊκό πρόγραμμα πρέπει να συνεχιστεί κατά τη νέα προγραμματική περίοδο, λαμβάνοντας όμως υπόψη συγκεκριμένες συστάσεις για τη βελτίωσή του.

Όπως σημειώνεται, παρά το γεγονός ότι κάποια κράτη-μέλη δεν κάνουν χρήση ολόκληρου του διαθέσιμου προϋπολογισμού, η Επιτροπή δεν θα πρέπει να μειώσει τον προϋπολογισμό. «Σε πολλές περιπτώσεις, ο προϋπολογισμός της ΕΕ που λαμβάνουν ορισμένα κράτη-μέλη είναι ανεπαρκής για να καλύψει όλες τις ομάδες-στόχους και να έχει τις επιθυμητές επιπτώσεις σε εθνικό επίπεδο» και τονίζεται ότι πρέπει να αυξηθούν τα συνολικά κονδύλια για να αυξηθεί η συχνότητα διανομής των αγροτικών προϊόντων στα σχολεία, αλλά και να διεξάγονται περισσότερες στοχευμένες εκπαιδευτικές δράσεις.

Ένα από τα βασικά προβλήματα που επισημαίνονται στην εφαρμογή του προγράμματος είναι η γραφειοκρατία. «Η ΕΕ θα πρέπει να ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να μειώσουν και να απλοποιήσουν τις διοικητικές διαδικασίες προκειμένου να διασφαλίσουν τη συμμετοχή στο πρόγραμμα και να αυξήσουν περαιτέρω το ποσό του προϋπολογισμού που χρησιμοποιούν». Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται και εξορθολογισμός των απαιτήσεων διαχείρισης, ελέγχου, παρακολούθησης και αξιολόγησης, τόσο για τις αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών όσο και για τους δικαιούχους του προγράμματος της ΕΕ για τα σχολεία.

Όμως, δεν είναι μόνο αυτά. Σύμφωνα με την έκθεση, σε ορισμένα κράτη-μέλη η ανεπαρκής υποδομή για την παροχή σχολικών γευμάτων περιορίζει επίσης τα σχολεία στην παροχή προϊόντων στα παιδιά.

Εισόδημα για τον αγρότη

Η έκθεση επισημαίνει πως το πρόγραμμα έχει θετική επίδραση στους προμηθευτές και στους αγρότες. «Το πρόγραμμα επιτρέπει στους αγρότες και στους προμηθευτές προϊόντων, μέσω της ιεράρχησης των τοπικών αλυσίδων αγορών και των σύντομων αλυσίδων εφοδιασμού να έχουν άμεση πρόσβαση στους καταναλωτές για να δημιουργήσουν και να αναπτύξουν μακροπρόθεσμες σχέσεις. Επιπλέον, μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως πρόσθετη μορφή εισοδήματος για πολλούς από αυτούς». Ωστόσο, και για τους αγρότες υπογραμμίζονται τα εμπόδια που προκαλεί ο υπερβολικός διοικητικός φόρτος.