Από το Κιλελέρ και τη διανομή της αγροτικής γης, στη σημερινή συγκέντρωσή της

Aπό το έτος 2007, παρατηρείται σημαντική μείωση, κυρίως των εκμεταλλεύσεων που διαθέτουν έως 50 στρέμματα, και σε μικρότερο βαθμό όσων διαθέτουν έως 200 στρέμματα. Στο άλλο άκρο, 1.450 εκμεταλλεύσεις, που αποτελούν το 0,2% του συνόλου, κατέχουν το 34,5% των αγροτικών εκτάσεων

Από το Κιλελέρ και τη διανομή της αγροτικής γης, στη σημερινή συγκέντρωσής της

Οι πιο επίμονες και σκληρές δράσεις των αγροτών στη νεότερη ευρωπαϊκή και ελληνική ιστορία σχετίζονταν με τη γαιοκτησία. Το ένοπλο συλλαλητήριο της Καρδίτσας και η εξέγερση του Κιλελέρ το Μάρτιο του 1910, για παράδειγμα, αφορούσαν, πρωτίστως, την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών.

Είχαν προηγηθεί οι δράσεις για τις Εθνικές Γαίες μετά την Απελευθέρωση του 1821 στην Πελοπόννησο, στις Κυκλάδες και στη Στερεά. Οι εκτάσεις γης του ελληνικού κράτους, νοικιάζονταν στους ακτήμονες αγρότες, με τίμημα το 30% της παραγόμενης ποσότητας. Αποτέλεσμα, τα τέσσερα πέμπτα των εκτάσεων παρέμεναν ακαλλιέργητα, με μεγάλες συνέπειες τόσο στο επίπεδο διαβίωσης των πληθυσμών, όσο και στη λειτουργία του κράτους.

Παρόμοιες αντικοινωνικές και αντιαναπτυξιακές πρακτικές επικράτησαν και με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου το 1881. Τα οθωμανικά κτήματα πουλήθηκαν σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές σε Έλληνες, συνήθως της διασποράς, και δημιουργήθηκαν τα τσιφλίκια, που καλλιεργήθηκαν από τους «μορτίτες». Δηλαδή, αγροτικές οικογένειες που ήταν προσαρτημένες στο τσιφλίκι, το οποίο και καλλιεργούσαν, καταβάλλοντας το 30% έως 50% της παραγωγής στον γαιοκτήμονα.

Η Μικρασιατική καταστροφή, η έλευση των προσφύγων, η πίεση των αγροτών οδήγησαν, το 1923, σε μία μεγάλη αναγκαστική απαλλοτρίωση, με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς αποζημίωση. Την περίοδο 1923-1932 απαλλοτριώθηκαν 1.550 τσιφλίκια. Επιπλέον, το 1952, σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον, επιτράπηκε η απαλλοτρίωση εκτάσεων άνω των 500 στρεμμάτων, με σκοπό την αποκατάσταση ακτημόνων αγροτών.

Τα γεγονότα αυτά επέδρασαν στη δυναμική και στα χαρακτηριστικά του αγροτικού τομέα. Σε μία από τις μεγαλύτερες σε μέγεθος διανομές γης στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία, 24 εκατ. στρέμματα γης, διανεμήθηκαν σε 860.000 οικογένειες γεωργών και κτηνοτρόφων. Η μέση αγροτική εκμετάλλευση, όμως, απέκτησε μόλις 34 στρέμματα, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για τη μετέπειτα πορεία της.

Ελλάδα

Το μεγάλο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι σήμερα, ο αγροτικός πληθυσμός και οι κάτοικοι της υπαίθρου, όπως συνέβη και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μειώθηκαν σημαντικά. Η Ελλάδα όμως παρουσιάζει σημαντικές ιδιαιτερότητες. Μέσα σε περίπου έναν αιώνα, ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων μειώθηκε ελάχιστα, από 840 χιλιάδες σε 710 χιλιάδες περίπου. Η μείωση αυτή είναι με διαφορά η μικρότερη της ΕΕ, καταδεικνύοντας την επιθυμία του Έλληνα να διατηρεί γη και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία. Επιπλέον, τα ποσοστά μερικής, έστω, απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα, είναι από τα υψηλότερα της ΕΕ, τόσο σε απόλυτα όσο και σε σχετικά μεγέθη.

Με βάση τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα ευρωπαϊκά στοιχεία, η Ελλάδα κατατάσσεται στην πέμπτη θέση της ΕΕ-28, με βάση τον αριθμό των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και στην έκτη θέση, με βάση τις ετήσιες μονάδες εργασίας. Ωστόσο, το συγκριτικά μικρό μέγεθος της συνολικής διαθέσιμης γης έχει καταλυτική επίπτωση στα αγροτικά δεδομένα. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 25η θέση της ΕΕ, με βάση τις μονάδες απασχόλησης ανά εκμετάλλευση, γεγονός που καταδεικνύει το μικρό μέγεθος και την παραγωγική της υστέρηση. Στην Τσεχία, για παράδειγμα, οι εκμεταλλεύσεις είναι τόσο μεγάλες, που απασχολούν τέσσερις μονάδες ανθρώπινης εργασίας κατά μέσο όρο. Αντίθετα, στην Ελλάδα, η μέση εκμετάλλευση, απασχολεί μόλις 0,7 ετήσιες μονάδες εργασίας.

Οι διαρθρωτικές αλλαγές της γαιοκτησίας

Η φαινομενική αυτή σταθερότητα της διατήρησης ενός τόσου μεγάλου αριθμού εκμεταλλεύσεων, όμως, κάθε άλλο παρά απηχεί την πραγματικότητα, καθώς στο εσωτερικό του αγροτικού τομέα συντελούνται κρίσιμες διαρθρωτικές ανακατατάξεις. Οι ανακατατάξεις αυτές καταγράφονται σε τρία επίπεδα.

Η ενοικίαση

Το πρώτο αφορά την ενοικίαση γης. Με βάση τα στοιχεία της ΕΕ, το 52% της αγροτικής γης στην Ελλάδα το έτος 2013 ήταν ενοικιαζόμενο. Το ποσοστό αυτό κινείται στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά, τα τελευταία χρόνια, εμφανίζει τάσεις μεγάλης επέκτασης. Κατά κανόνα –και σε αντίθεση με ό, τι συνέβαινε στο παρελθόν– η γη αυτή ενοικιάζεται από τις σχετικά μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις. Το φαινόμενο αυτό ενισχύεται από την αγροτική κρίση και την έλλειψη ρευστότητας, που για την Ελλάδα έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις, γεγονός το οποίο έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση τόσο των ενοικίων όσο και της αξίας γης. Το έτος 2000, για παράδειγμα, το ενοίκιο γης στην Ελλάδα ήταν το πέμπτο πιο ακριβό στην ΕΕ-15. Σήμερα, ωστόσο, μετά τις δραστικές μειώσεις που μεσολάβησαν, είναι το έκτο πιο φθηνό.

Η ΚΑΠ

Ένας άλλος παράγοντας ο οποίος επιδρά στην διατήρηση της ιδιοκτησίας γης είναι η υπεραξία που αποκτά λόγω της ΚΑΠ. Οι αλλαγές του 2013, η σύνδεση της ενιαίας ενίσχυσης με τη γη και η μέθοδος εφαρμογής που επέλεξε κάθε χώρα, είχε διαφορετικές τελικές επιπτώσεις. Με βάση ευρωπαϊκή έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, η τρέχουσα αναθεώρηση αυξάνει τα ενοίκια αγροτικής γης στην Ελλάδα κατά 21%, σε αντίθεση με το ποσοστό του 16% για την υπόλοιπη Ευρώπη (1). Η αύξηση αυτή οφείλεται στον τρόπο καταβολής ενισχύσεων που επέλεξε η Ελλάδα, στις αλλαγές στο αποθεματικό των δικαιωμάτων, στις αλλαγές του προϋπολογισμού, στην εσωτερική σύγκλιση.

Η αναγωγή αυτών των υπολογισμών στα παραγωγικά δεδομένα, όπως αυτά καταγράφονται με το σύστημα FADN, οδηγεί σε ένα ιδιαίτερα κρίσιμο συμπέρασμα: το 10,8 % των συνολικών άμεσων ενισχύσεων που λαμβάνει η Ελλάδα καταλήγει στους ιδιοκτήτες γης, που τη νοικιάζουν στους αγρότες που την καλλιεργούν. Το φαινόμενο αυτό, με πολλαπλές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, συχνά αποτελεί τη βάση του αγροτικού αιτήματος «να περάσουν οι ενισχύσεις στους κατ’ επάγγελμα αγρότες», άποψη βέβαια, που, συχνά, συναντά και αντίλογο.

Αγοραπωλησίες

Αν και τα παραπάνω λειτουργούν αντίρροπα και οδηγούν κάποιους να επιθυμούν να διατηρήσουν την ιδιοκτησία της γης που διαθέτουν, την τελευταία περίοδο, πραγματοποιούνται σημαντικές αγοραπωλησίες αγροτικών εκτάσεων. Το φαινόμενο αυτό οδηγεί στη συγκέντρωση της αγροτικής γης. Πιο συγκεκριμένα, από το έτος 2007, παρατηρείται σημαντική μείωση, κυρίως των εκμεταλλεύσεων που διαθέτουν έως 50 στρέμματα, και σε μικρότερο βαθμό όσων διαθέτουν έως 200 στρέμματα. Στο άλλο άκρο, 1.450 εκμεταλλεύσεις, που αποτελούν το 0,2% του συνόλου, κατέχουν το 34,5% των αγροτικών εκτάσεων (βλ. διάγραμμα).

Η υψηλή αυτή συγκέντρωση δεν χαρακτηρίζει μόνο την Ελλάδα, αλλά αποτελεί, πλέον, πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Όπως απεικονίζεται στο σχετικό διάγραμμα, οι ανισότητες στην κατοχή αγροτικών εκτάσεων διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των χωρών-μελών. Κατά κανόνα, οι παλαιότερες χώρες της ΕΕ, όπως το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Ιρλανδία, εμφανίζουν μία ομαλή κατανομή. Στο άλλο άκρο, βρίσκονται νέες χώρες- μέλη, όπως η Ουγγαρία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, όπου ένα πολύ μικρό ποσοστό ιδιοκτητών, περίπου 0,5%-2%, κατέχει το 48,3% έως 83,6% των αγροτικών εκτάσεων.

Πρόσφατη μελέτη για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καταλήγει στα συμπεράσματα ότι η συγκέντρωση της γης:

  • Εξελίσσεται παράλληλα με φαινόμενα όπως: «υφαρπαγή γης», κερδοσκοπία, αλλαγή χρήσης, έντονη ανισότητα στην κατανομή ενισχύσεων, συγκέντρωση της αγοράς τροφίμων.
  • Οδηγεί στην έξοδο τους μικρότερους αγρότες.
  • Εμποδίζει την είσοδο νέων και καινοτόμων αγροτών.
  • Επιδρά στη διατροφική ασφάλεια, στην απασχόληση, στη βιοποικιλότητα της Ευρώπης.

Από το Κιλελέρ και τη διανομή της αγροτικής γης, στη σημερινή συγκέντρωσής της

(1)P. Ciaian, d’A. Kancs, M. Espinosa, 2016, The Impact of the 2013 CAP Reform on the Decoupled Payments Capitalization into Land Values, JRC.