Τα αποθέματα ρεβιθιών στις αποθήκες μειώνουν τις εκτάσεις

Τα χιόνια και οι έντονες βροχοπτώσεις ανέβαλαν τις καλλιεργητικές φροντίδες στην καλλιέργεια των ρεβιθιών, της οποίας η σπορά έχει ήδη ξεκινήσει στις πρωιμότερες περιοχές της χώρας. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, όλα δείχνουν ότι οι εκτάσεις θα είναι μειωμένες, καθώς στις αποθήκες υπάρχουν ακόμη απούλητες ποσότητες.

Μπορεί ο περσινός Μάρτης και ο Απρίλης να έκαναν το μεγάλο άλμα στην πώληση των ρεβιθιών, δυστυχώς όμως στην περίοδο που ακολούθησε οι πωλήσεις δεν διατήρησαν τον ίδιο βηματισμό. Οι καταναλωτές αποθήκευσαν κάποιες ποσότητες, το ίδιο και οι μεγάλες αλυσίδες, με αποτέλεσμα μεγάλο ποσοστό ρεβιθιών να παραμένει αδιάθετο στις αποθήκες των παραγωγών.

Υπό αυτό το πρίσμα και μέσα στις συνθήκες της πανδημίας, οι παραγωγοί οσπρίων προσπαθούν να προσαρμοστούν με τα δεδομένα της αγοράς, ώστε να έχουν όσο το δυνατόν μικρότερο ρίσκο. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη Πέππα, παραγωγό οσπρίων από τις Ερυθρές Αττικής, στο μεγαλύτερο ποσοστό των καλλιεργούμενων εκτάσεων για την τρέχουσα περίοδο στην περιοχή του, έχει γίνει ήδη η σπορά, ενώ εμφανίστηκε ιδιαίτερα προβληματισμένος στο θέμα των ποικιλιών.

«Γενικά, η αγορά προτιμά τις χονδρόσπερμες ποικιλίες, τις οποίες για να παράγουμε χρησιμοποιούμε σπόρο εισαγόμενο, κυρίως ποικιλίας Macarena. Το μεγάλο της μειονέκτημα είναι η ευαισθησία στην ασκοχύτωση, με αποτέλεσμα να χρειάζεται περισσότερους ψεκασμούς. Έτσι, γίνεται μία προσπάθεια προώθησης των εγχώριων ποικιλιών, όπως είναι η Θήβα, η οποία είναι ανθεκτική στην ασθένεια αυτή». Αναφερόμενος στο θέμα των τιμών, ο κ. Πέππας είπε ότι «για τις μεσόσπερμες ποικιλίες οι τιμές κυμάνθηκαν από 0,65 έως 0,80 ευρώ το κιλό και για τις χονδρόσπερμες περίπου στο 1 ευρώ».

Για μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων της τρέχουσας περιόδου κάνει λόγο ο Δημοσθένης Κατσής, γεωπόνος της Αgroland SA. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι υπάρχουν σημαντικές ποσότητες στις αποθήκες των παραγωγών και για τον λόγο αυτόν θα υπάρξει μείωση πάνω από το 20% των καλλιεργούμενων εκτάσεων στην περιοχή Θεσσαλίας. «Η ανεξέλεγκτη παραγωγή χωρίς συμβάσεις ή συμβόλαια δημιουργεί μία αρνητική εικόνα στην παραγωγή. Μπορεί τον περασμένο Μάρτιο και Απρίλιο να κινηθήκαμε καλά σε επίπεδο εμπορίας, δυστυχώς όμως στη συνέχεια οι πωλήσεις μειώθηκαν σε μεγάλο ποσοστό».

Αναγκαία η στήριξη ελληνικών ποικιλιών

Αναφερόμενος και ο ίδιος στην ποιοτική υπεροχή των ελληνικών ποικιλιών ρεβιθιού, δήλωσε ότι θα πρέπει να υπάρξει μία ολοκληρωμένη μελέτη για τις ελληνικές ποικιλίες και, παράλληλα, να ενισχυθεί η ταυτότητα και η προβολή τους. «Το γεγονός ότι οι ελληνικές ποικιλίες ρεβιθιού θέλουν λιγότερους ψεκασμούς για την προστασία τους από την ασκοχύτωση είναι ένα συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των εισαγόμενων».

Δίνοντας ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο κ. Κατσής αναφέρει ότι «μια μεσόσπερμη ελληνική ποικιλία ρεβιθιού μπορεί να καλυφθεί φυτοπροστατευτικά από την ανθράκωση ακόμα και με έναν ή δύο ψεκασμούς. Σε μία ξένη χονδρόσπερμη ποικιλία, οι ψεκασμοί αυτοί ξεκινούν από πέντε και μπορεί να φτάσουν μέχρι και τους οκτώ».

Σταθερά τα βιολογικά ρεβίθια

Μπορεί οι παραγόμενες ποσότητες να μην είναι μεγάλες, όμως η παρουσία των βιολογικών ρεβιθιών στις αγορές δίνουν έναν ξεχωριστό τόνο στους καταναλωτές και στις διατροφικές τους επιλογές. Το γεγονός ότι στις ρίζες τους δεσμεύουν το ατμοσφαιρικό άζωτο και το μετατρέπουν σε βιολογικό λίπασμα ενισχύει τις επιλογές των παραγωγών να το εντάξουν σε προγράμματα αμειψισποράς, ώστε να μειώσουν σε μεγάλο βαθμό τις απαιτήσεις της επόμενης καλλιέργειας σε άζωτο, όπως επίσης και να ελαττώσουν ανεπιθύμητα ζιζάνια στις καλλιέργειές τους.

Σύμφωνα με τον Βασίλη Μπουρογιάννη, βιοκαλλιεργητή από τη Μελιταία Δομοκού, «η καλλιέργεια των βιολογικών ρεβιθιών αποτελεί για εμάς μία σημαντική διαδικασία στον προγραμματισμό των καλλιεργειών. Με την αμειψισπορά, μας δίνεται η δυνατότητα να καλύψουμε σημαντικές απαιτήσεις βιολογικού λιπάσματος για την επόμενη καλλιέργεια και το ρεβίθι αποτελεί μία σημαντική εναλλακτική λύση, γιατί και ο καρπός του μας δίνει ένα καλό εισόδημα».