Ασφαλή από φυτοφάρμακα τα ευρωπαϊκά τρόφιμα

Τι έδειξαν οι έλεγχοι για τη χώρα μας

Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) δημοσίευσε την ετήσια έκθεση για το 2020, σχετικά με την υπολειμματικότητα των τροφίμων σε φυτοφάρμακα. Για τα ευρήματα της έκθεσης επελέγησαν 12 προϊόντα στα κράτη-μέλη της ΕΕ, συν τη Νορβηγία και την Ισλανδία.

Πρόκειται για τα εξής: καρότα, κουνουπίδια, ακτινίδια (πράσινα, κόκκινα και κίτρινα), κρεμμύδια, πορτοκάλια, αχλάδια, πατάτες, ξερά φασόλια, καστανό ρύζι, σίκαλη, μοσχαρίσιο συκώτι και λίπος πουλερικών. Συνολικά, αναλύθηκαν 12.077 δείγματα. Το 68,5% των δειγμάτων (8.278 δείγματα) ήταν καθαρό από υπολείμματα φυτοφαρμάκων, δηλαδή σε επίπεδα χαμηλότερα από τα ελάχιστα ανιχνεύσιμα (LOQ).

To ποσοστό των δειγμάτων με υπολειμματικότητα εντός των νόμιμων ορίων ανήλθε σε 29,7% (3.590 δείγματα). Τέλος, πάνω από τα νόμιμα όρια εντοπίστηκαν 209 δείγματα, που αντιστοιχούν στο 1,7% του συνόλου.

Αποτελέσματα από συνδυαστικές δράσεις

Σύμφωνα με την EFSA, τα αποτελέσματα προέκυψαν από τη συνδυαστική ανάλυση των ευρημάτων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και σε επίπεδο αναλύσεων των αρμόδιων φορέων των κρατών-μελών της ΕΕ.

Τα αποτελέσματα για τα ελληνικά τρόφιμα προέκυψαν από αναλύσεις που διεξήγαγαν το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, το Περιφερειακό Κέντρο Φυτοπροστασίας Φυτών, Ποιοτικού και Φυτοϋγειονομικού Ελέγχου Θεσσαλονίκης και το Εργαστήριο Υπολειμμάτων Γεωργικών Φαρμάκων του Γενικού Χημείου του Κράτους.

Σημειώνεται ότι οι αναλύσεις που πραγματοποίησε κάθε χώρα αφορούσαν εγχώρια προϊόντα σε ποσοστό 60%, 22% των δειγμάτων ήταν προϊόντα άλλων κρατών-μελών, το 14% προερχόταν από τρίτες χώρες και ένα ποσοστό 4% αφορούσε τρόφιμα άγνωστης προέλευσης. Ορισμένες χώρες δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στα κριτήρια δειγματοληψίας, λόγω της πανδημίας της COVID -19.

Εντός ορίων πάνω από τα μισά ελληνικά δείγματα

Σε ό,τι αφορά τα ελληνικά τρόφιμα, εξετάστηκαν 3.149 δείγματα. Από αυτά, τα 2.429 (77,14%) ήταν εγχώριας προέλευσης, 214 (6,80%) προήλθαν από άλλες χώρες της ΕΕ και 474 (15,05%) από τρίτες χώρες. Τέλος, υπήρξαν και 32 δείγματα άγνωστης προέλευσης.

Το 48,14% των δειγμάτων ήταν καθαρό από υπολείμματα, ενώ στο 51,86% ανιχνεύθηκαν ποσότητες εντός ή κάτω των νόμιμων ορίων υπολειμματικότητας. Τα εν λόγω ποσοστά είναι συγκρίσιμα με τα αντίστοιχα για το 2019.

Από τα δείγματα που επελέγησαν με τυχαία δειγματοληψία (δεν συμπεριλαμβάνονται στα άνωθι 3.149 και ο αριθμός τους δεν έγινε γνωστός), το 2,6% ευρέθη με υπολειμματικότητα άνω των νόμιμων ορίων. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρξαν δείγματα που επελέγησαν στοχευμένα, θεωρούμενα ως ύποπτα.

Σε αυτά, το ποσοστό που διαπιστώθηκε να ξεπερνά τα νόμιμα όρια υπολειμμάτων ήταν περίπου επταπλάσιο (14,94%). Από τα δείγματα που βρέθηκαν να ξεπερνούν το όριο υπολειμματικότητας, το 4,86% εξ αυτών αφορούσε εγχώρια προϊόντα, το 5,61% προϊόντα από άλλες χώρες της ΕΕ και το 15,4% τρόφιμα από τρίτες χώρες.

Από τα εγχώρια προϊόντα που εξετάστηκαν, πατάτες και σταφύλια εντοπίστηκαν να μην είναι συμβατά με τα όρια με μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με άλλα προϊόντα. Σε ό,τι αφορά προϊόντα τρίτων χωρών, αυτά που βρέθηκαν ύποπτα με τη μεγαλύτερη συχνότητα ήταν ντομάτες και μήλα.