Δύσκολη εξίσωση τα νέα περιβαλλοντικά πρότυπα στα ευρωπαϊκά γεωργικά προϊόντα

«Δεν υπάρχει μία ενιαία λύση», σχολιάζει Ιταλίδα ερευνήτρια, προειδοποιώντας για οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις

Αρκετά περίπλοκη και δύσκολη, αλλά όχι και ακατόρθωτη δείχνει να είναι η εφαρμογή των αρχών της αμοιβαιότητας στην παγκόσμια αγορά, με δεδομένο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας αναμένεται να αλλάξει τα πρότυπα εμπορίας στα γεωργικά προϊόντα.

Αναμφίβολα, υποστηρίζουν μελετητές, οι αλλαγές αυτές θα επηρεάσουν και τον υπόλοιπο κόσμο, προκαλώντας αρρυθμίες στην παγκόσμια αγορά, ειδικά εάν τα νέα περιβαλλοντικά πρότυπα υιοθετηθούν μονομερώς, δηλαδή μόνο από τα κράτη-μέλη της Ένωσης. Μπορεί, λοιπόν, η αρχή της αμοιβαιότητας να λειτουργήσει θετικά και ωφέλιμα, όταν μειωθεί η ανταγωνιστικότητα;

Σε αυτό το ερώτημα προσπαθούν να απαντήσουν διακεκριμένοι επιστήμονες στο πλαίσιο της συζήτησης που έχει ανοίξει στις Βρυξέλλες ενόψει της αναθεώρησης των προτύπων των ευρωπαϊκών αγροδιατροφικών προϊόντων, αλλά και του τρόπου που αυτή μπορεί να έχει ισχύ χωρίς να ζημιωθούν οι Ευρωπαίοι παραγωγοί.

Μία τέτοια συζήτηση πραγματοποιήθηκε πριν από λίγες ημέρες με πρωτοβουλία της COMAGRI (Επιτροπή Γεωργίας του Ευρωκοινοβουλίου) και τη συμμετοχή επιστημόνων Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και Ινστιτούτων Έρευνας με αντικείμενο τον αγροδιατροφικό τομέα.

Όσον αφορά το μεγάλο θέμα των προτύπων και της αρχής της αμοιβαιότητας στις διεθνείς αγορές, η επικεφαλής έρευνας του Κέντρου Αγροτικών Πολιτικών και Βιοοικονομίας (CREA) της Ιταλίας, Annalisa Zezza, επιχείρησε να παρουσιάσει αρχικά τη μεγάλη εικόνα, κάνοντας μία χρονική επισκόπηση και θέτοντας τα βασικά χαρακτηριστικά που διέπουν τις αγορές με την ισχύ των προτύπων.

Αμοιβαιότητα

Όπως εξηγεί, «οι χώρες με χαμηλά πρότυπα ενδέχεται να είναι σε θέση να παράγουν με μικρότερο κόστος, γεγονός που τους παρέχει δυνητικά ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους Ευρωπαίους αγρότες, όταν συμμορφώνονται με την ευρωπαϊκή νομοθεσία». Ωστόσο, προσθέτει «καθώς ο ρόλος των προτύπων έχει αυξηθεί, η αμοιβαιότητα (στα πρότυπα των προϊόντων) γίνεται όλο και πιο σημαντική πτυχή των εμπορικών συμφωνιών της ΕΕ».

Κατά το παρελθόν, οι εμπορικές συμφωνίες ήταν κυρίως πολυμερείς διατάξεις «και δεν ήταν καθόλου αρμονικές. Επιπλέον, τα πρότυπα για την καλή διαβίωση των ζώων και τα περιβαλλοντικά πρότυπα δεν αποτελούν συνήθως μέρος της «συμφωνίας αμοιβαίας αναγνώρισης» (ΣΑΑ) και ορισμένα αγροτικά προϊόντα συχνά εξαιρούνται από τις εμπορικές συμφωνίες», αναφέρει.

Προσθέτει ότι «τα πρότυπα μπορούν να ενισχύσουν το εμπόριο και την ευημερία, μειώνοντας τις άνισες πληροφορίες (π.χ. διασφαλίζοντας ορισμένα χαρακτηριστικά ασφάλειας και ποιότητας), μειώνοντας τις εξωτερικές επιδράσεις (π.χ. διασφαλίζοντας την απουσία ή τα όρια ανεπιθύμητων περιβαλλοντικών ή κοινωνικών ), μειώνοντας το κόστος συναλλαγών στο εμπόριο κ.λπ.».

Συνέπειες

Όπως η ίδια αναφέρει, στην περίπτωση που αυστηρότερες περιβαλλοντικές πολιτικές υιοθετηθούν μονομερώς, αυτό θα προκαλέσει μία σειρά προβλημάτων, σε επίπεδο:

✱ Οικονομικό: (Πιθανή) μείωση της ανταγωνιστικότητας των Ευρωπαίων παραγωγών (βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη).

✱ Περιβαλλοντικό: (Πιθανή) διαρροή ρύπανσης εάν υπάρξει αύξηση της παραγωγής σε τρίτες χώρες, περιορίζοντας ουσιαστικά την παγκόσμια περιβαλλοντική πολιτική.

Ωστόσο, εξηγεί ότι ο συνολικός αντίκτυπος εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως πώς θα λειτουργήσει η νέα πολιτική στην ευρωπαϊκή αγορά, πόσο ελαστικές θα είναι οι τιμές εγχώριας ζήτησης, σε τι βαθμό θα υπάρχει εναρμόνιση στα πρότυπα (αρχές αμοιβαιότητας και αμοιβαίας αναγνώρισης), πόσο ευρεία θα είναι η διάθεση των νέων τεχνολογιών (γεωργία ακριβείας κ.ά.), οι εφαρμοζόμενες εμπορικές πολιτικές κ.ά.

Πολύπλευρη αντιμετώπιση

Για την Annalisa, δεν υπάρχει μία ενιαία και συγκεκριμένη λύση. Κι αυτό γιατί η γραμμή που χωρίζει την προστασία των εγχώριων προϊόντων και τη συνεργασία είναι λεπτή. «Ο συνολικός αντίκτυπος μπορεί να είναι θετικός ή αρνητικός ανάλογα με τη φύση του προτύπου, του προϊόντος, των (διεθνών) αγορών κ.λπ.» τονίζει. Και προσθέτει: «Προκειμένου να ενισχυθεί η αρχή της αμοιβαιότητας, είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν δίκτυα και να αναπτυχθούν κανάλια επικοινωνίας».

Μάλιστα, επισημαίνει ότι χρειάζεται και καλύτερη συνεργασία μεταξύ των φορέων αξιολόγησης κινδύνου, εναρμόνιση των επίσημων ελέγχων, βελτίωση της ιχνηλασιμότητας και των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης σε διεθνές επίπεδο, ενώ αναγκαίος είναι και ο εκσυγχρονισμός των εμπορικών συμφωνιών.