ΕΔΥΘΕ για μπλόκα: Προσδοκούμε την ικανοποίηση των αιτημάτων των αγροτών

«Με αφορμή τις αγροτικές κινητοποιήσεις ευχόμαστε, για μια ακόμη φορά, η κυβέρνηση, τα κόμματα και συνολικά τα όργανα της Πολιτείας να συνειδητοποιήσουν την τεράστια σημασία του αγροδιατροφικού τομέα, και ως προς την οικονομική και κοινωνική του διάσταση αλλά και ως προς την περιβαλλοντική προστασία, τον εξ ορθολογισμό διαχείρισης των υδάτων. Να σκεφθούν την ανάγκη ουσιαστικής στήριξης του ανθρώπινου δυναμικού, δηλαδή των αγροτών και κτηνοτρόφων, που σήμερα βρίσκονται στους δρόμους ζητώντας λύσεις στα προβλήματα τους».

Αυτά αναφέρουν σε κοινή τους δήλωση, οι εκπρόσωποι της Επιτροπή Διεκδίκησης Επίλυσης Υδατικού Προβλήματος Θεσσαλίας (Ε.Δ.Υ.ΘΕ) κ.κ. Γέμτος Φάνης (ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας), Γιαννακός Κώστας (πρόεδρος Γεωπονικού Συλλόγου Λάρισας), Κοτσιμπογεώργος Ηλίας (πρόεδρος Οικονομικού Επιμελητηρίου Θεσσαλίας), Ντογκούλης Δημήτρης (πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/ΚΕ), οι οποίοι χαιρετίζουν τον αγώνα των αγροτών και «στεκόμαστε δίπλα τους, έστω και με έναν «συμπληρωματικό» ρόλο, και προσδοκούμε στην ικανοποίηση των δίκαιων αιτημάτων τους».

Οι εκπρόσωποι της Επιτροπής Διεκδίκησης επίλυσης του Υδατικού προβλήματος Θεσσαλίας επανέρχονται στα ζητήματα διεκδικήσεων, στα οποία «ξεχωριστή θέση κατέχει η ασφάλεια των κατοίκων της υπαίθρου και των καλλιεργειών τους από τα φαινόμενα της λειψυδρίας και της παρατεταμένης ξηρασίας και η αποτροπή των δραματικών επιπτώσεων που αυτή επιφέρει. Η δημιουργία υδάτινων αποθεμάτων ασφαλείας μέσω της κατασκευής ταμιευτήρων πολλαπλού σκοπού (άρδευση, ύδρευση, οικολογική αποκατάσταση υδροφορέων κλπ.) αποτελεί πάγιο αίτημα των Θεσσαλών, με επίκεντρο τους αγρότες, δυστυχώς όμως με περιορισμένα έως σήμερα αποτελέσματα. Ας σημειωθεί επίσης ότι οι επιπτώσεις στην γεωργία από την απουσία στοχευμένης πολιτικής για εξασφάλιση νερών άρδευσης είναι πολύ σοβαρές, δεδομένου ότι αφενός επιφέρουν αυξημένο κόστος παραγωγής με παράλληλη μείωση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων και του αγροτικού εισοδήματος, αφετέρου απομακρύνουν την προοπτική υποκατάστασης του καταστροφικού μοντέλου υπεραντλήσεων μόνιμων υδατικών αποθεμάτων από υπόγειους υδροφορείς (οικολογικό έγκλημα), καθιστώντας τους αγρότες «θύτες» και «θύματα» ταυτόχρονα. Και να σκεφθεί κανείς ότι ορισμένοι ανεύθυνοι πολιτικοί και ημιμαθείς «οικολογούντες» προσπαθούν να «φορτώσουν» το πρόβλημα της υπερκατανάλωσης υδάτων αποκλειστικά στους αγρότες, προσφέροντας άλλοθι στις κυβερνήσεις, οι οποίες αποκλειστικά ευθύνονται  για την απουσία σύγχρονων έργων μεταφοράς και διανομής νερού, εκεί δηλαδή που χάνεται ο μεγαλύτερος όγκος των νερών άρδευσης. Ανάλογες είναι και οι διεκδικήσεις μας για το άλλο μεγάλο πρόβλημα που συνδέεται με την ασφάλεια κατοίκων και καλλιεργειών, εκείνο των πλημμυρών. Εάν μάλιστα σκεφθούμε τις δυσκολίες (κανονισμός ΕΛΓΑ κλπ.) καθώς και το περιορισμένο ύψος αποζημιώσεων προς τους αγρότες από τις σχετικές καταστροφές, η αντιπλημμυρική προστασία καθίσταται στόχος αιχμής (και) για το αγροτικό κίνημα.

Όλα τα παραπάνω συνδυαστικά έχουν ως αποτέλεσμα την σταδιακή εγκατάλειψη αγροτικών γαιών, την τάση φτωχοποίησης χιλιάδων αγροτικών νοικοκυριών και την απομάκρυνση από το όραμα μιας σύγχρονης, επαρκώς προστατευμένης, βιώσιμης γεωργίας. Ας σκεφθούμε επίσης ότι θα ήταν σημαντική η ανακούφιση και των αγροτών αλλά και των οικοσυστημάτων από την ενίσχυση του υδατικού δυναμικού του Υδατικού διαμερίσματος Θεσσαλίας, μέσω της μεταφοράς υδάτων από τον ταμιευτήρα Συκιάς επί του Άνω Αχελώου. Δυστυχώς όμως, και σε αυτό το ζήτημα, η απραξία, η ατολμία και η έλλειψη πολιτικών πρωτοβουλιών από την κυβέρνηση, με την συνειδητή συγκάλυψη του θέματος και επί της ουσίας στήριξη αυτής της πολιτικής από την αντιπολίτευση, απομακρύνει την προοπτική ολοκλήρωσης των έργων. Ο αγώνας όλων των Θεσσαλών και κυρίως των αγροτών αποτελεί την μοναδική ελπίδα να αποφευχθεί η οριστική τους ακύρωση. Πάντως, ειδικά το θέμα των έργων Αχελώου, συνδέεται άμεσα και με το σοβαρότατο ενεργειακό πρόβλημα, που έχει σαν αποτέλεσμα να επιβαρύνονται οι αγρότες (και ως καλλιεργητές και ως οικιακοί καταναλωτές)  με τις υπέρογκες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας».