Επιδόσεις και προοπτικές της ελληνικής γεωργίας

του Γιάννη Τσιφόρου

Μετά τη θετική επίδοση του 2019, οι εκτιμήσεις της αξίας της εγχώριας γεωργικής παραγωγής παρουσιάζουν στασιμότητα το 2020, το μέγεθος της οποίας αναμένεται να κυμανθεί στο επίπεδο των 10,65 δισ. ευρώ. Στη φυτική παραγωγή, η αξία σημείωσε οριακή μεταβολή (+0,2%), εκτιμώμενη το 2020 σε 8,27 δισ. ευρώ, επηρεαζόμενη από την αρνητική μεταβολή στα ελαιοκομικά προϊόντα κυρίως εξαιτίας δυσμενών καιρικών συνθηκών (-9,6%) ιδιαίτερα στις επιτραπέζιες ελιές (-36%) και σε μικρότερο βαθμό στο ελαιόλαδο (-11,3%). Έντονη ήταν η μείωση της αξίας στις πατάτες (-22%), προϊόν που επλήγη ιδιαίτερα από την πτώση της κατανάλωσης λόγω των μέτρων της πανδημίας, ενώ μείωση καταγράφεται στα λαχανικά (-4,4%) και μικρότερη στα βιομηχανικά φυτά (-1%).

Αντίθετα, άνοδο σημείωσε η αξία παραγωγής των φρούτων, το μέγεθος της οποίας το 2020 υπερέβη το επίπεδο των 2,36 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας σημαντική αύξηση (+8,2%), σε συνέχεια εκείνης του προηγούμενου έτους. Σημαντική ήταν η άνοδος της αξίας και στα προϊόντα της αμπελοκομίας (+9%), προερχόμενη κυρίως από την αύξηση της αξίας στα επιτραπέζια σταφύλια, ενώ θετική μεταβολή παρουσίασε η αξία παραγωγής στο κρασί, η ζήτηση του οποίου ωστόσο υπέστη ισχυρό πλήγμα λόγω των συνεπειών της πανδημίας.

Θετική, επίσης, ήταν η μεταβολή στα δημητριακά (+4%), προερχόμενη κυρίως από τη βελτίωση του όγκου και των τιμών παραγωγού στο σκληρό σιτάρι και στον αραβόσιτο, ενώ άνοδο σημείωσε η αξία στα κτηνοτροφικά φυτά (+4,2%) σε συνέχεια εκείνης του προηγούμενου έτους.

Ανέβηκε το γάλα

Στη ζωική παραγωγή, η ακαθάριστη αξία εκτιμάται το 2020 σε 2,38 δισ. ευρώ, σημειώνοντας οριακή αρνητική μεταβολή (-0,4%) σε συνέχεια εκείνης του 2019 (-4,4%). Στο γάλα, μετά την έντονη μείωση του 2019, η αξία παραγωγής βελτιώθηκε (+2,2%) κυρίως εξαιτίας της αύξησης του όγκου των παραδόσεων στο αγελαδινό γάλα το 2020, ενώ θετικά επέδρασε η άνοδος του όγκου των παραδόσεων στο αιγοπρόβειο γάλα, αλλά και η βελτίωση της μέσης τιμής παραγωγού. Μικρότερες, έως οριακά θετικές θεωρούνται οι μεταβολές στην αξία του ζωικού κεφαλαίου, με εξαίρεση τα αιγοπρόβατα, όπου σημειώθηκε αισθητή μείωση (-4,7%). Αρνητική εξέλιξη, επίσης, καταγράφει το 2020 η αξία παραγωγής στα αβγά (-1,8%), επηρεαζόμενη από τις δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας στη ζήτηση των προϊόντων.

Οι γεωργικές εισροές, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους παραγωγής, εκτιμώνται, σε όρους ενδιάμεσης ανάλωσης, σε 5,63 δισ. ευρώ το 2020 και παρά τη μικρή μείωσή τους (-1,3%) εξακολουθούν να καλύπτουν σημαντικό μέρος της αξίας της γεωργικής παραγωγής (53%) με αναλογία σχεδόν παρόμοια με εκείνη του προηγούμενου έτους (53,6%). Στο διάστημα εξάλλου της τελευταίας δεκαετίας (2011-2020), έχει παρατηρηθεί ταχύτερη άνοδος του κόστους των εισροών από την αξία της εγχώριας γεωργικής παραγωγής.

Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η ζωική παραγωγή, που παρά τη στασιμότητα της αξίας της στο διάστημα της αναφερόμενης δεκαετίας, η δαπάνη των ζωοτροφών, που αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του κόστους εκτροφής, αυξήθηκε με έντονο ρυθμό (+12,8%), καλύπτοντας το 2020 το 94% της αξίας της ζωικής παραγωγής. Σημειώνεται ότι αυτό το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό απέχει σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (57% στην ΕΕ), θέτοντας τη χώρα στη δυσμενέστερη θέση μεταξύ όλων των κρατών-μελών της Ένωσης.

Σημαντικές οι αποκλίσεις από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο

Η ακαθάριστη αξία του γεωργικού κλάδου σημείωσε οριακή μεταβολή (+0,2%), εκτιμώμενη το 2020 σε 11,87 δισ. ευρώ, ενώ βελτίωση παρουσίασε η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία, που εκτιμάται σε 6,23 δισ. ευρώ, αν και με μικρότερο ρυθμό (+1,7%) από εκείνο του προηγούμενου έτους (+6,5%).

Σε σύγκριση, πάντως, με τον μέσο όρο της ΕΕ, τα μεγέθη της αξίας του γεωργικού κλάδου της χώρας και της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ), σε τρέχουσες τιμές, παρουσίασαν καλύτερη επίδοση το 2020, μια και στην ΕΕ οι μεταβολές των μεγεθών αυτών ήταν αρνητικές. Εντούτοις, η απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο εξακολουθεί να παραμένει υψηλή, όπως προκύπτει από την ετήσια μεταβολή του σχετικού δείκτη (2010=100). Το γεωργικό εισόδημα της χώρας φαίνεται να σημειώνει βελτίωση, το μέγεθος του οποίου, σε τρέχουσες τιμές συντελεστών παραγωγής, εκτιμάται το 2020 σε 7,28 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας θετική μεταβολή (+5,7%), σε συνέχεια εκείνης του 2019 (+7,1%). Να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η εξέλιξη αυτή προέρχεται από τη σημαντική άνοδο των επιδοτήσεων στο διάστημα της διετίας 2019-2020 (+4,4% το 2019 και +11,8% το 2020), που εξακολουθούν να καλύπτουν σημαντικό μέρος της αξίας του γεωργικού εισοδήματος (35,7% το 2020). H αναλογία αυτή θεωρείται υψηλή, μια και απέχει αισθητά από τον αντίστοιχο μέσο όρο στην ΕΕ (30,5%) και πολύ περισσότερο από εκείνη άλλων κρατών-μελών με ανταγωνιστικά προϊόντα, όπως η Ιταλία (17%) και η Ισπανία (20%).

Σημαντική, επίσης, θεωρείται η απόκλιση του δείκτη του γεωργικού εισοδήματος της χώρας από τον μέσο όρο στην ΕΕ, η οποία, αν και περιορίστηκε το προηγούμενο έτος, εξακολουθεί να παραμένει μεγάλη. Εξάλλου, η απόκλιση μεγεθύνεται σε όρους καθαρού επιχειρηματικού εισοδήματος από τη γεωργία, που προκύπτει μετά την αφαίρεση της αποζημίωσης των εργαζόμενων, των τόκων που πληρώθηκαν και των ενοικίων που καταβλήθηκαν.

Ζήτημα το χαμηλό επίπεδο των επενδύσεων

Το χαμηλό επίπεδο των επενδύσεων στην ελληνική γεωργία εξακολουθεί να αποτελεί ζήτημα. Σημειώνεται ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στην ελληνική γεωργία εκτιμώνται το 2020 σε 1.542 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας κάμψη ως προς το προηγούμενο έτος (-1%), αν και βρίσκονται σε επίπεδο υψηλότερο από τον μέσο όρο της πενταετίας 2015-2019 (+8%). Εντούτοις, η αναλογία των επενδύσεων ως προς την προστιθέμενη αξία, που αποτελεί σημαντικό κριτήριο εκτίμησης της ανταγωνιστικότητας της γεωργίας, εξακολουθεί να παραμένει χαμηλή στην Ελλάδα (24,7% το 2020), ευρισκόμενη σε απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (30,5%).

Υστέρηση στην αξιοποίηση των πόρων

Πέραν, όμως, της ανάγκης ενίσχυσης των επενδύσεων, ζήτημα αποτελεί και η αποτελεσματικότητα στην αξιοποίηση των πόρων, κυρίως σε σχέση με το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020, που θεωρείται αναγκαία η βελτίωση του σχεδιασμού και η αντιμετώπιση υστερήσεων στη διαχείρισή του.

Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με πρόσφατη αναφορά (πορεία υλοποίησης ΠΑΑ 2014-2020, 10η Επιτροπή Παρακολούθησης, 10/12/2021) στο σημαντικότερο επενδυτικό μέτρο του προγράμματος αυτού (Μέτρο 04: Επενδύσεις στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, στη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων και σε υποδομές εγγειοβελτιωτικών έργων) έχουν σωρευθεί ενταγμένα έργα, προϋπολογισμού ύψους 2.139 εκατ. ευρώ, ένα μικρότερο μέρος των οποίων βρίσκεται σε κατάσταση νομικών δεσμεύσεων (1.803 εκατ. ευρώ) και ένα πολύ μικρότερο αφορά πληρωμές δημόσιας δαπάνης μέχρι το τέλος του 2021 (648 εκατ. ευρώ), το μεγαλύτερο μέρος της οποίας (374 εκατ. ευρώ) αφορούσε σε ανειλημμένες υποχρεώσεις της προηγούμενης προγραμματικής περιόδου (2007-2013).

Η πρόκληση, πάντως, για τη βελτίωση του σχεδιασμού στη διαχείριση των κονδυλίων που διατίθενται για την ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας μεγεθύνεται, εάν ληφθεί υπόψη η ένταξη έργων στο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης στο διάστημα της διετούς μεταβατικής περιόδου (2021-2022), με ενωσιακή συνδρομή ύψους 1,6 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι στη συνδρομή αυτή περιλαμβάνονται και οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης (Next Generation EU), ύψους 365 εκατ. ευρώ, όπου προβλέπονται απαιτητικές διαδικασίες και δεσμευτικά ορόσημα, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων πρόκειται να αξιοποιηθεί μέσω του 2ου πυλώνα της ΚΑΠ (αγροτική ανάπτυξη) για ιδιωτικές επενδύσεις.

Οι σημαντικές αυτές εισροές, αλλά και άλλες, όπως τα αρδευτικά και αντιπλημμυρικά έργα, με προϋπολογισμό ύψους 760 εκατ. ευρώ (450 εκατ. ευρώ από το ΠΑΑ 2014-2020 και 310 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης), εφόσον βέβαια αξιοποιηθούν στοχευμένα και αποτελεσματικά, αναμένεται να ενισχύσουν την ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας και την ανθεκτικότητά της στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Θετικό το εμπορικό ισοζύγιο στα γεωργικά προϊόντα

Οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων, παρά το δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, σημείωσαν θετική εξέλιξη το 2020, καλύπτοντας μεγαλύτερη αναλογία στη συνολική αξία εξαγωγών αγαθών της χώρας (21,3%) σε σχέση με το προηγούμενο έτος (17,8%), ενώ το εμπορικό ισοζύγιο για πρώτη φορά επί σειρά ετών κατέγραψε πλεόνασμα.

Από την άλλη πλευρά, η ανοδική πορεία των εισαγωγών ανακόπηκε το 2020, επηρεαζόμενη από τις επιπτώσεις των μέτρων της πανδημίας και από τις δυσχέρειες που προέκυψαν στην εφοδιαστική αλυσίδα, με συνέπεια τη μείωση της αξίας τους σε 6,33 δισ. ευρώ (-7,3%). Το αποτέλεσμα ήταν η σημαντική βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, που παρουσίασε πλεόνασμα της τάξεως των 207 εκατ. ευρώ έναντι του ελλείμματος του προηγούμενου έτους (-793 εκατ. ευρώ).

Σημαντική, εξάλλου, ήταν η βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, που σημειώθηκε στο σύνολο των εξαγόμενων αγροτικών προϊόντων της χώρας, που σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις (στοιχεία Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων, 11/5/2021), το 2020 κατέγραψε πλεόνασμα της τάξεως των 405,6 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το σημαντικό έλλειμμα του προηγούμενου έτους (-884 εκατ. ευρώ). Η θετική αυτή εξέλιξη ήταν αποτέλεσμα της απότομης πτώσης των εισαγωγών (-8,9%) σε σχέση με τη σημαντική αύξηση των εξαγωγών (+11,7%), που κατέγραψαν την καλύτερη επίδοση της τελευταίας πενταετίας.

Διαφοροποιούνται οι βραχυπρόθεσμες προβλέψεις

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αγορά γεωργικών προϊόντων το 2021 (Short-term outlook for EU agricultural markets in 2021, October 2021), επισημαίνεται ότι ένας συνδυασμός παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της ανάκαμψης της οικονομίας της ΕΕ, των ΗΠΑ και της Κίνας, συνέβαλαν στην τρέχουσα αύξηση των τιμών των βασικών προϊόντων. Οι τιμές της ενέργειας, ιδιαίτερα για το φυσικό αέριο στην Ευρώπη, φτάνουν σε νέα υψηλά επίπεδα, με ισχυρό αντίκτυπο στις τιμές των λιπασμάτων, οι οποίες έχουν σχεδόν διπλασιαστεί σε έναν χρόνο.

Επιπλέον, η διαταραχή στην αλυσίδα εφοδιασμού που προκλήθηκε από την εξάπλωση της πανδημίας έχει ασκήσει πρόσθετη πίεση στις αγορές βασικών προϊόντων. Όπως σημειώνεται, η συγκομιδή δημητριακών και ελαιούχων σπόρων της ΕΕ ήταν καλή, με το σιτάρι και τους ελαιούχους σπόρους να ανακάμπτουν από το χαμηλό επίπεδο του περασμένου έτους.

Ωστόσο, οι βραχυπρόθεσμες προβλέψεις σε ορισμένες δενδροκομικές καλλιέργειες δεν φαίνονται θετικές. Στο ελαιόλαδο, η παραγωγή στην ΕΕ αναμένεται την περίοδο 2021/2022 να σημειώσει αρνητική μεταβολή (-3%) λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών (καύσωνες, ξηρασία), ιδιαίτερα αισθητή στην Ελλάδα (-15%), ενώ περιορισμός προβλέπεται στην κατανάλωση. Οι εξαγωγές ελαιολάδου θα σημειώσουν βελτίωση, αλλά στις εισαγωγές αναμένεται σημαντική άνοδος λόγω της μεγαλύτερης συγκομιδής στην Τυνησία. Στο κρασί, προβλέπεται σημαντική μείωση της παραγωγής, αισθητή στις περισσότερες παραγωγικές χώρες και στην Ελλάδα, ενώ περιορισμός αναμένεται στην κατανάλωση και τις εξαγωγές.

Μειωμένη, επίσης, προβλέπεται η παραγωγή πορτοκαλιών, κυρίως εξαιτίας του περιορισμού της στην Ιταλία λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, συνοδευόμενη από πτώση της κατανάλωσης και κάμψη των εξαγωγών, ενώ στα ροδάκινα και στα νεκταρίνια οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικράτησαν στις καλλιέργειες αναμένεται να περιορίσουν σημαντικά την παραγωγή και τις εξαγωγές.

Στη ζωική παραγωγή, η κατάσταση παρουσιάζει μεικτή εικόνα. Αν και οι τιμές του βόειου και του αιγοπρόβειου κρέατος, των πουλερικών και των γαλακτοκομικών προϊόντων είναι σχετικά καλές, τα περιθώρια κινδυνεύουν να συμπιεστούν λόγω της αύξησης του κόστους των ζωοτροφών στα σιτηρά και τους ελαιούχους σπόρους. Ωστόσο, ο τομέας του χοίρειου κρέατος βρίσκεται σε μια πιο δύσκολη κατάσταση, αντιμέτωπος με την πτώση των τιμών που προκύπτει από την αυξημένη παραγωγή, την περιορισμένη ζήτηση στην ΕΕ, τις μειωμένες ευκαιρίες εξαγωγής στην Κίνα, αλλά και από το υψηλότερο κόστος.

Υψηλές οι τιμές ενέργειας και εμπορευμάτων και το 2022

Σύμφωνα, πάντως, με τις τελευταίες προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank, Commodity Markets Outlook, October 2021), οι διεθνείς τιμές στην ενέργεια, μετά την εκτίναξή τους στη διάρκεια του τρέχοντος έτους, εκτιμάται ότι θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα και το 2022, ενώ θα αρχίσουν να μειώνονται το δεύτερο εξάμηνο του έτους αυτού, καθώς θα βελτιώνονται οι περιορισμοί της προσφοράς.

Στο αργό πετρέλαιο (μέσος όρος των τριών τύπων), η μέση τιμή από 70 δολ. ΗΠΑ ανά βαρέλι το 2021 αναμένεται να ανέλθει το 2022 σε 74 δολάρια, σημειώνοντας άνοδο, για να περιοριστεί το 2023 στα 65 δολ. ΗΠΑ ανά βαρέλι. Εξάλλου, στο φυσικό αέριο Ευρώπης, οι διεθνείς τιμές, παρά την πρόβλεψη μείωσής τους το 2022, θα εξακολουθήσουν να διατηρούνται σε επίπεδο τέσσερις φορές υψηλότερο από εκείνο του 2020.

Ανάλογες προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας εκτιμώνται και σε ορισμένα γεωργικά προϊόντα που θεωρούνται εμπορεύματα, όπως ο αραβόσιτος, η σόγια, το κριθάρι, ορισμένα φυτικά έλαια (φοινικέλαιο, σογιέλαιο), το κρέας (βόειο κρέας και κρέας κοτόπουλων) και το βαμβάκι, οι τιμές των οποίων, μετά την έντονη άνοδο του 2021, αναμένεται, με μικρές διακυμάνσεις, να διατηρηθούν σε υψηλό επίπεδο το 2022, με εξαίρεση το σιτάρι, που προβλέπεται αισθητή αποκλιμάκωση (-10%). Επιπλέον, οριακή θεωρείται η μεταβολή του 2022 στις τιμές των λιπασμάτων (φωσφορικό διαμμώνιο, ουρία), που προβλέπεται να διατηρηθούν στο εξαιρετικά υψηλό επίπεδο του 2021.

Στην Ελλάδα, η μεγάλη άνοδος των τιμών στην ενέργεια, στα λιπάσματα και στις ζωοτροφές, που αθροιστικά, σε όρους ενδιάμεσης ανάλωσης καλύπτουν ήδη το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής δαπάνης (64% το 2020), αναμένεται στο διάστημα της διετίας 2021-2022 να αυξήσουν σημαντικά τη δαπάνη των γεωργικών εισροών. Από την άλλη πλευρά, η μεγάλη άνοδος των γεωργικών τιμών δεν είναι βέβαιο ότι θα μετακυλιστεί στους παραγωγούς, μια και, όπως είναι γνωστό, η παραγωγική πλευρά στην εφοδιαστική αλυσίδα αγροτικών προϊόντων και τροφίμων της χώρας αντιμετωπίζει πολύχρονες αδυναμίες διαρθρωτικού χαρακτήρα έναντι της ισχυρής θέσης των μεγάλων καταστημάτων τροφίμων και του εμπορίου γενικότερα.

Απαισιόδοξες οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές στην ΕΕ

Σε επίπεδο μεσοπρόθεσμων προοπτικών, οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν φαίνονται αισιόδοξες. Σύμφωνα με την τελευταία μεσοπρόθεσμη έκθεσή της (EU Agricultural Outlook, December 2021), στο διάστημα της περιόδου 2021-2031 η αξία της γεωργικής παραγωγής στην ΕΕ προβλέπεται να αυξηθεί με μικρό ετήσιο ρυθμό (+0,7%).

Μεταβολή αξίας γεωργικού κλάδου και ΑΠΑ Ελλάδας και ΕΕ-27
(Δείκτης 2010=100)

Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat, Economic Accounts for Agriculture, 11/11/2021

Πρόκειται για αντιστροφή της τάσης του παρελθόντος, μια και στη δεκαετία 2011-2021 η αξία αυξήθηκε με πολύ μεγαλύτερο ετήσιο ρυθμό (+2%). Να σημειωθεί επιπλέον ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του γεωργικού εισοδήματος σε τρέχουσες τιμές (+0,7%) αναμένεται πολύ μικρότερος από εκείνον της προηγούμενης δεκαετίας (+2,1%), ενώ σε σταθερές (αποπληθωρισμένες) τιμές προβλέπεται μείωση (-1,2% ετησίως).

Μεταβολή εισοδήματος γεωργίας Ελλάδας και ΕΕ-27
(Δείκτης 2010=100)

Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat, Economic Accounts for Agriculture, 11/11/2021

Η επίδραση των προβλέψεων αυτών στo γεωργικό εισόδημα της χώρας αναμένεται δυσμενέστερη, λαμβάνοντας υπόψη την ταχύτερη άνοδο του κόστους των εισροών από την αξία της γεωργικής παραγωγής στο διάστημα της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά και τις σημαντικές αποκλίσεις που παρουσιάζει η ελληνική γεωργία από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε όρους αξίας παραγωγής, προστιθέμενης αξίας, εισοδήματος και ανταγωνιστικότητας.