Επιστημονικό μοντέλο εκτίμησης των αποθεμάτων της καραβίδας

Eνα πρωτοποριακό ερευνητικό μοντέλο για την εκτίμηση των αποθεμάτων των πληθυσμών ιχθυδίων και ασπόνδυλων ζωικών οργανισμών σε εσωτερικά ύδατα με τη χρήση καινοτόμων μοριακών τεχνικών εφαρμόζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από το Εργαστήριο Ιχθυολογίας του Τμήματος Βιολογίας του ΑΠΘ, σε συνεργασία με την ερευνητική ομάδα του Εργαστηρίου Γενετικού Ελέγχου, DNA Ταυτοποίησης και Διαχείρισης Ζωικών Πληθυσμών – Οργανισμών.

Πρόκειται για ένα μοντέλο εκτίμησης των αλιευτικών αποθεμάτων των οικοσυστημάτων των λιμνών και ποταμών της χώρας μας που ανιχνεύονται μετά την εφαρμογή σύγχρονων, ευφυών μοριακών μεθοδολογιών ανάλυσης του περιβαλλοντικού γενετικού υλικού (e-DNA).

Ασφαλής και καινοτόμος μέθοδος

Η σχετική μέθοδος είναι μία καινοτόμος, ασφαλής, αξιόπιστη και μη καταστροφική για τους πληθυσμούς των υδρόβιων οργανισμών προσέγγιση. «Σε συνεργασία με τον καθηγητή Βιολογίας Αλέξανδρο Τριανταφυλλίδη, ειδικευμένο σε θέματα γενετικής, θέλαμε να αναπτύξουμε μια μεθοδολογία, η οποία να διαφέρει από τις κλασικές τεχνικές εκτίμησης των αλιευτικών αποθεμάτων που στηρίζονται στη χρήση διχτυών και οι οποίες αφαιρούν, ουσιαστικά, πολύ μεγάλο μέρος της βιομάζας από τα ίδια τα υδάτινα συστήματα», τονίζει η επιστημονική υπεύθυνη του έργου αν. καθηγήτρια Οικολογίας και Διαχείρισης Εσωτερικών Υδάτων στο Τμήμα Βιολογίας του ΑΠΘ και διευθύντρια του Εργαστηρίου Ιχθυολογίας, Δρ. Δήμητρα Μπόμπορη.

Όπως λέει, με τις καινοτόμες μοριακές τεχνικές, όπως π.χ. η αλληλούχιση DNA νέας γενιάς (NGS), αναπτύσσεται ένα εργαλείο, το οποίο είναι ακίνδυνο για τους έμβιους οργανισμούς, λειτουργεί πολυεπίπεδα και, κυρίως, σε θέματα πρόληψης και έγκαιρης διάγνωσης κάποιων έντονων μεταβολών που εισέρχονται στα υδάτινα οικοσυστήματα.

Οι έρευνες στη λίμνη Πολυφύτου

Το έργο υλοποιείται σε δύο φάσεις. Η πρώτη αφορά την παρακολούθηση του οικοσυστήματος με τις δειγματοληψίες που πραγματοποιούνται στη λίμνη Πολυφύτου του Νομού Κοζάνης και ολοκληρώνονται στα τέλη του έτους, προκειμένου να υπάρξουν τα πρωτογενή δεδομένα από το πεδίο. Η δεύτερη θα αφορά το μοντέλο ποσοτικοποίησης των αποθεμάτων. Θα πραγματοποιηθεί στο εργαστήριο σε συνθήκες εκτροφής ή διατήρησης κάποιων ειδών και, παράλληλα, θα γίνονται οι αναλύσεις του περιβαλλοντικού DNA.

Η επιλογή της λίμνης έγινε γιατί παρουσιάζει ιδιαίτερο αλιευτικό ενδιαφέρον, κυρίως εξαιτίας της αλιείας της καραβίδας (Astacus leptodactylous), η οποία τα τελευταία χρόνια εμφανίζει μεγάλη αύξηση της παραγωγής, αποφέροντας σημαντικά οικονομικά οφέλη στους ντόπιους αλιείς.

«Το εφαρμόσαμε σε ένα κλειστό σύστημα, γιατί είναι πιο εύκολες οι μετρήσεις σε σχέση με έναν ποταμό όπου το νερό ρέει, αλλά και γιατί τα ποτάμια μας δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο αλιευτικό ενδιαφέρον. Στη λίμνη Πολυφύτου, η καραβίδα που αλιεύεται εξάγεται στο εξωτερικό και είναι πολύ σημαντικό να παρέχουμε στο σύστημα αυτό εκτιμήσεις προς όφελος της τοπικής ανάπτυξης», επισημαίνει η Δρ. Μπόμπορη.

Επιπλέον, υπογραμμίζει ότι η εφαρμογή του μοντέλου θα λειτουργεί και ως σύστημα έγκαιρης ανίχνευσης κάποιων εισβολικών ξενικών ειδών, τα οποία θα εντοπίζονται έγκαιρα, έτσι ώστε να περιοριστεί η πιθανή βλάβη που θα κάνουν στους αυτόχθονες ιχθυοπληθυσμούς, αλλά και στα άλλα είδη του συστήματος, όπως και έγκαιρης πρόληψης κάποιων ασθενειών με καταστρεπτικές συνέπειες για τα ίδια τα αλιεύματα.

«Κατά αυτόν τον τρόπο, βοηθάμε στο να εξασφαλίσουμε την υγεία του οικοσυστήματος και τη βιωσιμότητά του, αλλά και το εισόδημα των επαγγελματιών αλιέων», καταλήγει η Δρ. Μπόμπορη.

Η σημαντικότητα του έργου

Η λίμνη Πολυφύτου, λόγω του καθεστώτος της, αντιμετωπίζει πολλά διαχειριστικά κενά που καθιστούν δύσκολο τον έλεγχο των υδάτων και της αλιευτικής δραστηριότητας, ενώ οι νόμοι ορίζονται ακόμη από βασιλικά διατάγματα και δεν συμβαδίζουν με την περίοδο αναπαραγωγής της τοπικής καραβίδας, υπογραμμίζει ο ιχθυολόγος – υδροβιολόγος, Θάνος Κουλέτσος, ο οποίος συμμετέχει στο συγκεκριμένο ερευνητικό πρόγραμμα.

«Είναι πολύ σημαντικό να καταφέρουμε να δούμε τι γίνεται από πλευράς αφθονίας των ζώντων οργανισμών μέσα στη λίμνη, ώστε να αξιολογήσουμε την οικολογική κατάσταση, αφού είναι ένα σύστημα που δεν παρακολουθείται επαρκώς.

Για παράδειγμα, δεν γνωρίζουμε πόσοι ασκούν επαγγελματικά δραστηριότητα, ή τι εργαλεία και πόσα χρησιμοποιούνται», σημειώνει ο κ. Κουλέτσος.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η αλίευση της καραβίδας στη λίμνη Πολυφύτου έχει σταματήσει τα τελευταία δύο χρόνια, αφού οι πληθυσμοί της κινδύνευσαν με κατάρρευση λόγω της ανεξέλεγκτης αλίευσης. Μετά τη λίμνη Πολυφύτου, αυτό το επιστημονικό εργαλείο θα μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλα συστήματα της χώρας μας με όλα τα παραπάνω οφέλη, αλλά και σε κλειστά θαλάσσια συστήματα.

«Αν υιοθετήσουν το μοντέλο αυτό οι τοπικές αρχές και οι αναπτυξιακές εταιρείες, τότε εκτός από την καραβίδα θα ελεγχθούν δύο ιχθύδια στόχοι, με πιθανότερα το ηλιόψαρο, που είναι ξενικό είδος, και το τσιρόνι, που είναι τοπικό είδος. Λέμε πιθανώς, γιατί θα πρέπει να δούμε τις αντοχές των ψαριών μέσα στα ενυδρεία, αλλά και την αφθονία που θα προκύψει από τις συμβατικές μεθόδους και μπορεί να αναδείξει άλλα είδη, όπως τον γουλιανό (γατόψαρο), που είναι και αυτό εξαιρετικής σημασίας για την περιοχή», καταλήγει ο κ. Κουλέτσος.