«Εθνική αγροτική πολιτική που να υπηρετείται από την ΚΑΠ και όχι το αντίστροφο»

Συμμετοχή της διευθύνουσας συμβούλου της GAIA EΠΙΧΕΙΡΕΙΝ, Έλλης Τσιφόρου, στο DELPHI ECONOMIC FORUM

Στο DELPHI ECONOMIC FORUM και συγκεκριμένα σε πάνελ που διοργάνωσε η διαΝΕΟσις, με θέμα «Προοπτικές και προκλήσεις στον πρωτογενή τομέα παραγωγής», το οποίο πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 10 Απριλίου, συμμετείχε η διευθύνουσα σύμβουλος της GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ, Έλλη Τσιφόρου, σε συνέχεια των δύο εκθέσεων για την Κοινή Αγροτική Πολιτική που έχει συντάξει για λογαριασμό της διαΝΕΟσις.

Στο πάνελ συμμετείχαν οι: Λευτέρης Αυγενάκης, υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Σπυρίδων Κίντζιος, πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαριάννα Σκυλακάκη, CEO της αθηΝΕΑ και Θοδωρής Μπένος, ερευνητής στο Zuyd Πανεπιστήμιο Εφαρμοσμένων Επιστημών.

Απαντώντας σε ερώτημα της συντονίστριας, διευθύντριας Ερευνών της διαΝΕΟσις, Φαίης Μακαντάση, σε σχέση με τα προβλήματα που εντοπίζει στην ΚΑΠ, η κα Τσιφόρου σημείωσε ότι «κατ’ αρχάς, η διαμόρφωση της ΚΑΠ σε επίπεδο ΕΕ, αλλά και η εφαρμογή της αποτελεί προϊόν συνευθύνης. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι δεν είναι μία πολιτική που μας επιβάλλεται από τις Βρυξέλλες, αλλά που τη συνδιαμορφώνουμε στις Βρυξέλλες. Και σημαίνει, επίσης, ότι ως κράτη-μέλη έχουμε ευθύνη για τη βέλτιστη εφαρμογή της, και αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για την τρέχουσα ΚΑΠ, η οποία είναι αμιγώς εθνοκεντρική.

Άρα, πολλή κριτική μπορεί να ασκήσουμε στην ΚΑΠ γενικά και στην εκάστοτε ΚΑΠ, αλλά ας αναλογιστούμε πού θα βρισκόταν ο ευρωπαϊκός και εθνικός πρωτογενής τομέας και η ύπαιθρος χωρίς την πολύτιμη αυτή εργαλειοθήκη που οφείλουμε, ανεξάρτητα από τη συγκυρία και την κριτική, να υπερασπιζόμαστε με σθένος».

«Στην Ελλάδα, η μετάβαση στην ΚΑΠ 2023-2027 ήταν προβληματική, καθώς υπήρχαν σημαντικές ελλείψεις και καθυστερήσεις τόσο στην προετοιμασία του εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου όσο και στην εφαρμογή του, γεγονός που ενέτεινε την ανασφάλεια του αγροτικού κόσμου»

Επικεντρώνοντας στην υφιστάμενη ΚΑΠ, η ίδια τόνισε ότι «ήρθε να προταθεί και να εφαρμοστεί σε μία λογική ρήξης με την εδώ και περίπου δύο δεκαετίες προσπάθεια της πολιτικής να ισορροπήσει μεταξύ οικονομικών, περιβαλλοντικών/κλιματικών και κοινωνικών στόχων. Στην εποχή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, οι περιβαλλοντικοί/κλιματικοί στόχοι της ΚΑΠ πήραν την πρωτοκαθεδρία, απαιτώντας τη συμμόρφωση των παραγωγών με ιδιαίτερα αυστηρές και περίπλοκες προϋποθέσεις».

Όπως εξήγησε η κα Τσιφόρου, αυτή η ΚΑΠ κλήθηκε, παράλληλα, «να ευθυγραμμιστεί πλήρως με την περιβαλλοντική και κλιματική νομοθεσία της ΕΕ, που απορρέει από τη σταδιακή εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, δηλαδή με ένα πλαίσιο πολιτικών, εκτός ΚΑΠ, που άνοιξε “τον ασκό του Αιόλου” για πλημμελώς επεξεργασμένες νομοθετικές προτάσεις από την Επιτροπή, με σημαντικό αντίκτυπο στην παραγωγικότητα, αλλά και στην οικονομική βιωσιμότητα του πρωτογενούς τομέα και αυτό σε μία περίοδο σφοδρών προκλήσεων για το γεωργικό εισόδημα, το οποίο σημείωσε ρεκόρ πτώσης δεκαετίας στην ΕΕ το 2023, φτάνοντας σχεδόν το 8%».

Αναφερόμενη στην εθνική διάσταση, η ίδια σημείωσε ότι «προφανώς και οι Έλληνες αγρότες αποτελούν μέρος αυτού του ευρωπαϊκού προβλήματος, όμως θα πρέπει να τονιστεί ότι, στην Ελλάδα, η μετάβαση στην ΚΑΠ 2023-2027 ήταν προβληματική, καθώς υπήρχαν σημαντικές ελλείψεις και καθυστερήσεις τόσο στην προετοιμασία του εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου όσο και στην εφαρμογή του, γεγονός που ενέτεινε την ανασφάλεια του αγροτικού κόσμου».

Επόμενα βήματα

Σε σχέση με τα επόμενα αναγκαία βήματα σε επίπεδο ΚΑΠ, η διευθύνουσα σύμβουλος της GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ επεσήμανε ότι «πρώτον, θα πρέπει να προχωρήσουν γρήγορα και προσεκτικά οι στοχευμένες βελτιώσεις προς την κατεύθυνση της απλούστευσης και πιο ευέλικτης εφαρμογής της τρέχουσας ΚΑΠ, που βρίσκονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες αυτή την περίοδο. Δεύτερον, καθώς η συζήτηση για την ΚΑΠ μετά το 2027 ξεκινά επίσημα το 2025, με δεδομένα ανατρεπτικά, όπως η μελλοντική ένταξη της Ουκρανίας, χρειάζεται να ξεκινήσει από σήμερα ένας συστηματικός, οργανωμένος και συμπεριληπτικός διάλογος με τους παραγωγούς».

Τέλος, στη δευτερολογία της όσον αφορά τις προτεραιότητες για τον πρωτογενή τομέα της χώρας, η ίδια τόνισε ότι «απαιτείται ένας μεσο- και μακρο-πρόθεσμος σχεδιασμός, ένα πλέγμα μέτρων και παρεμβάσεων που θα διαμορφώσουν μία εθνική αγροτική πολιτική για την εφαρμογή της οποίας θα αξιοποιείται με τον βέλτιστο τρόπο η εργαλειοθήκη της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής – και όχι το αντίστροφο, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα».

Σύμφωνα με την κα Τσιφόρου, οι πυλώνες αυτής της εθνικής αγροτικής πολιτικής θα πρέπει να είναι τρεις:

1) Η οργανωτική συγκρότηση του τομέα σε συλλογικά σχήματα, τα οποία αποτελούν πυρήνες οικονομικής, περιβαλλοντικής και κοινωνικής βιωσιμότητας.

2) Η επένδυση στη γνώση και την τεχνολογική καινοτομία, καθώς μόνο με τον ψηφιακό μετασχηματισμό μπορούμε γρήγορα να αλλάξουμε κλίμακα στην ελληνική γεωργία.

3) Η ανανέωση των γενεών, με ένα μείγμα εθνικών και κοινοτικών μέτρων στήριξης.

Κλείνοντας, η κα Τσιφόρου πρόσθεσε μία επιπλέον διάσταση: Την ανάγκη «ενίσχυσης της εθνικής διοίκησης, η οποία θα πρέπει να λειτουργεί με όρους Κομισιόν, να παρακολουθεί δηλαδή συστηματικά και τεκμηριωμένα τους 70 και πλέον τομείς παραγωγής της ελληνικής γεωργίας, ώστε να είμαστε σε θέση να χαράσσουμε ενημερωμένες πολιτικές».