Φυτοφάρμακα: Δημόσια ακρόαση στην Ευρωβουλή με αιτιάσεις προς εταιρείες για επιλεκτική διαχείριση μελετών τοξικότητας

Μέλη της επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Τροφίμων του Ευρωκοινοβουλίου κάλεσαν σε δημόσια ακρόαση στις Βρυξέλλες το μεσημέρι της Τρίτης 18/7 «κολοσσούς» του κλάδου της φυτοπροστασίας για να τους απευθύνουν ερωτήματα σχετικά με τη διαχείριση από πλευράς των εταιρειών, μελετών σχετικά με την τοξικότητα προϊόντων τους που χρησιμοποιούνται εδώ και χρόνια στη φυτοπροστασία.

Η ακρόαση συνδιοργανώθηκε με την Επιτροπή Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης και πραγματοποιήθηκε μετά τη δημοσίευση μελέτης που υποστηρίζει ότι εταιρείες φυτοπροστατευτικών παρακράτησαν σκοπίμως μελέτες σχετικά με την τοξικότητα ουσιών σε φυτοφάρμακα.

Στη μεσημεριανή ακρόαση παρευρέθηκαν αξιωματούχοι από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Προτύπων Τροφίμων (EFSA) και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ECHA), οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στο ρυθμιστικό πλαίσιο των φυτοφαρμάκων και οι οποίοι έδωσαν τα εύσημα στους δύο ερευνητές για τη «σημαντική» και «πολύτιμη» δουλειά τους.

Αξίζει να αναφερθεί ότι την ίδια ημέρα, πριν από τη δημόσια ακρόαση, οι ευρωβουλευτές συζήτησαν επίσης σχετικά θέματα με την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) και ειδικότερα οδηγίες EFSA σχετικά με την αξιολόγηση κινδύνου φυτοπροστατευτικών προϊόντων για τις μέλισσες.

Αργότερα το απόγευμα μετά την ακρόαση για τα φυτοφάρμακα, οι ευρωβουλευτές συζήτησαν για την πρόσφατη επιστημονική αξιολόγηση της EFSA για τη γλυφοσάτη, με τα τελικά αναλυτικά συμπεράσματα της Αρχής να αναμένονται στα τέλη Ιουλίου.

Ερευνητές: Επιλεκτική κατάθεση και παρακράτηση μελετών

Κατά τη διάρκεια των τοποθετήσεών τους, δύο ανεξάρτητοι ερευνητές από το πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης παρουσίασαν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία οι εγκαλούμενες εταιρείες δεν κατέθεσαν ορισμένες μελέτες σχετικά με τη νευροτοξικότητα (σ.σ. δυσμενής επίδραση στο νευρικό σύστημα) στις ευρωπαϊκές αρχές παρά μόνον στις αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον πρώτο ερευνητή που τοποθετήθηκε, από τις 35 μελέτες που ήταν διαθέσιμες σχετικά με τις επιπτώσεις φυτοφαρμάκων σε ευαίσθητες ομάδες πληθυσμών (παιδιά, έγκυοι κ.λπ.) εννέα εξ αυτών δεν υποβλήθηκαν ποτέ στις αρχές της ΕΕ σε διάστημα 20 ετών.

«Αν μια εταιρεία αποφασίζει ποιες έρευνες θα θέσει υπόψη και ποιες θα κρατήσει εκτός αξιολόγησης, οι αποφάσεις των αρχών δεν μπορεί να θεωρούνται αξιόπιστες. Οι αρχές θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε όλες τις μελέτες», ανέφερε μεταξύ άλλων ο ερευνητής.

Επιπλέον, οι ερευνητές σημείωσαν ότι διερεύνησαν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό των φυτοπροστατευτικών ουσιών που περιλαμβάνονται σε μελέτες. «Έχουμε εξετάσει ένα μικρό κλάσμα όλων των διαθέσιμων μελετών τοξικότητας φυτοφαρμάκων, οι οποίες με τη σειρά τους αποτελούν μόνο ένα μικρό κλάσμα όλων των μελετών τοξικότητας. Δεν έχουμε κανέναν λόγο να πιστεύουμε ότι το πρόβλημα που έχουμε εντοπίσει περιορίζεται σε αυτό το μικρό κλάσμα».

Από την πλευρά τους, οι εταιρείες υπεραμύνθηκαν της στάσης τους και των χειρισμών τους, υποστηρίζοντας ότι πάντοτε ενεργούσαν σύννομα και σύμφωνα με τις απαιτήσεις των ευρωπαϊκών αρχών, θέτοντας στη διάθεσή τους όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Οι απαντήσεις των εκπροσώπων τους έγιναν αντικείμενο κριτικής από μέλη της Ευρωβουλής, που ανέφεραν ότι δεν απαντήθηκαν επί της ουσίας τα ερωτήματα που έθεσαν οι ερευνητές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

«Αλλαγές εκ βάθρων, του συστήματος αξιολόγησης και δοκιμών»

Η καθηγήτρια του πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, Christina Ruden, πραγματοποίησε μια σειρά διαπιστώσεων για το πώς λειτουργεί σήμερα το σύστημα αξιολόγησης των εν λόγω μελετών και ποιες αλλαγές θα πρέπει να γίνουν για την καλύτερη προστασία της ανθρώπινης υγείας και την αξιοπιστία της όλης διαδικασίας. Όπως είπε η ίδια, μεταξύ άλλων, «χρειαζόμαστε ένα αποτελεσματικό ηλεκτρονικό σύστημα ειδοποίησης για νέες μελέτες. Αν και το 2021 θεσπίστηκε ένα σύστημα, αυτό περιλαμβάνει τις νέες ουσίες και δεν καλύπτει τις παλιές.

Επιπλέον, υπάρχουν προβλήματα και με τις εργαστηριακές δοκιμές, όχι μόνο με τις μελέτες που παρακρατήθηκαν. Θα πρέπει οι δοκιμές να γίνονται από ανεξάρτητα και όχι από ιδιωτικά εργαστήρια. Άρα, οι μελέτες θα πρέπει να διατάσσονται από τις αρχές και όχι από τις ίδιες τις εταιρείες. Επίσης, δεν υπάρχει πρόβλεψη για ποινές, αν δεν γνωστοποιούνται πληροφορίες για μελέτες τοξικότητας. Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση».