Το gaiasense στην Κύπρο: Αλλάζει ταχύτητα η δυναμική της κυπριακής πατάτας

Να μεγαλώσει το περιθώριο κέρδους του αγρότη μέσω της μείωσης του κόστους παραγωγής, αυξάνοντας παράλληλα την ποιότητα της καλλιέργειας της πατάτας, επιχειρεί η Κύπρος μέσω του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών. Η χώρα κάνει βήματα, ώστε να μπορέσουν οι γεωργοί να προσαρμοστούν στην τεχνολογική ανάπτυξη του αγροτικού τομέα.

Ένα από αυτά είναι το ευρωπαϊκό πρόγραμμα IoF2020, το οποίο περιλαμβάνει τη χρήση συστημάτων ευφυούς γεωργίας σε μία ποικιλία καλλιεργειών σε πολλές διαφορετικές χώρες. Μέσω της δράσης «Data-driven potato production» του προγράμματος και την εγκατάσταση ενός τηλεμετρικού σταθμού gaiasense της εταιρείας NEUROPUBLIC στο χωριό Λιοπέτρι της επαρχίας Αμμοχώστου, Ελλάδα και Κύπρος συνεργάζονται για την ενίσχυση της δυναμικής της πατάτας.

«Προσπαθούμε μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων να προωθήσουμε την τεχνολογία στον αγροτικό τομέα, γιατί πιστεύουμε ότι θα συμβάλει στη μείωση του κόστους παραγωγής, αλλά και στην προστασία του περιβάλλοντος», αναφέρει στην «ΥΧ» ο Ανδρέας Στυλιανού, αγροτικός οικονομολόγος στο Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών του υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος της Κύπρου.

Ο ίδιος τονίζει ότι «ακόμα βρισκόμαστε σε πρώιμο στάδιο στην εφαρμογή νέων τεχνολογιών στο χωράφι, καθώς οι αγρότες μας είναι σχετικά μεγάλης ηλικίας (μέσος όρος τα 59 χρόνια) και χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Οπότε, προσπαθούμε κυρίως μέσω αγροτών μικρής σχετικά ηλικίας και υψηλού σχετικά μορφωτικού επιπέδου να προωθήσουμε τις τεχνολογίες αυτές, καθώς έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί από το Ινστιτούτο έχουν δείξει ότι όσο αυξάνεται το μορφωτικό επίπεδο και μειώνεται η ηλικία του γεωργού, τόσο αυξάνεται και η χρήση νέων τεχνολογιών».

«Ευελπιστούμε ότι, μέσω της εφαρμογής νέων τεχνολογιών, θα φτάσουμε σε ένα σημείο όπου ο παραγωγός θα καταφέρει να επιτύχει μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους, αλλά και ένα ακόμη πιο ποιοτικό προϊόν»

Καλλιέργεια πατάτας

Για την Κύπρο, η πατάτα αποτελεί μία από τις σημαντικότερες καλλιέργειες «τόσο από άποψη παραγωγής, όσο και από άποψη χρηματικής αξίας. Αποτελεί το κυριότερο εξαγώγιμο ακατέργαστο αγροτικό προϊόν της Κύπρου, καθώς κυρίως ευρωπαϊκές χώρες δείχνουν διαχρονικά την προτίμησή τους στην κυπριακή πατάτα.

Ωστόσο, λόγω διάφορων διαρθρωτικών παραμέτρων και προβλημάτων, όπως οι μικροί και τεμαχισμένοι γεωργικοί κλήροι και η άμεση εξάρτηση από τις εισαγωγές εισροών αποτελεί ένα προϊόν με υψηλό κόστος παραγωγής, όπως κόστος άρδευσης, φυτοπροστασίας και ενέργειας. Ευελπιστούμε ότι, μέσω της εφαρμογής νέων τεχνολογιών, θα φτάσουμε σε ένα σημείο όπου ο παραγωγός θα καταφέρει να επιτύχει μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους, αλλά και ένα ακόμη πιο ποιοτικό προϊόν», αναφέρει ο κ. Στυλιανού, εξηγώντας τον λόγο για τον οποίο αποφάσισαν να «επενδύσουν» στη χρήση τηλεμετρικών σταθμών στη συγκεκριμένη καλλιέργεια.

Συλλογή δεδομένων

Ήδη, από την πρώτη μέρα εγκατάστασης του τηλεμετρικού σταθμού συλλέγονται πληροφορίες και μετεωρολογικά δεδομένα, ενώ θα ξεκινήσει και η συλλογή δεδομένων στο χωράφι σε συνεργασία με τον παραγωγό, καθώς τα δεδομένα αυτά αφορούν τις καλλιεργητικές πρακτικές και οποιαδήποτε εισροή χρησιμοποιεί ο ίδιος. Όπως εξηγεί ο κ. Στυλιανού, με αυτόν τον τρόπο, «θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε το μοντέλο καλλιέργειας της πατάτας της Κύπρου και το επόμενο έτος να είμαστε σε θέση να δώσουμε συμβουλές στον γεωργό».

Η ομάδα της Κύπρου, εκτός από τον κ. Στυλιανού, αποτελείται από επιστήμονες διάφορων ειδικοτήτων του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών (Δρ. Γ. Αδαμίδης, Δρ. Δ. Νεοκλέους, Δρ. Β. Βασιλείου, κα. Μ. Γιαννακοπούλου) και του Τμήματος Γεωργίας (Χ. Χατζηπέτρος, Θ. Κωνσταντίνου) της Κύπρου.

Προστασία από τους κινδύνους

Με τρία χρόνια εμπειρίας στον αγροτικό τομέα και γεωπονικές σπουδές, η Άντρη Ιωάννου έχει αναλάβει, με τη βοήθεια του πατέρα της, τη συνέχεια της οικογενειακής εκμετάλλευσης, επενδύοντας στην ευφυή καλλιέργεια και την εγκατάσταση του τηλεμετρικού σταθμού μέσω τους προγράμματος IOF2020. Η οικογένεια δραστηριοποιείται στην καλλιέργεια και την εξαγωγή της πατάτας. Όπως αναφέρει η κα Ιωάννου, «αποφασίσαμε να συμμετάσχουμε στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, καθώς θέλαμε να γνωρίζουμε τις ιδανικές συνθήκες ανάπτυξης των ασθενειών και των κινδύνων για την καλλιέργεια, ώστε να είμαστε σε θέση να δράσουμε έγκαιρα και να προστατευτούμε καλύτερα. Επίσης, μας ενδιαφέρει να μειώσουμε το κόστος παραγωγής, αλλά και να εφαρμόσουμε πρακτικές πιο φιλικές στο περιβάλλον».

O κ. Στυλιανού καταλήγει, λέγοντας ότι στα προσδοκόμενα οφέλη είναι «η μείωση του κόστους άρδευσης, φυτοπροστασίας και λίπανσης και, κατ’ επέκταση, η μείωση του συνολικού κόστους του αγρότη με την παραγωγή ενός πιο ποιοτικού προϊόντος, το οποίο θα είναι πιο φιλικό προς το περιβάλλον».