Η λειτουργία της αγροδιατροφικής αλυσίδας (infographics)

Ιστορίες τρέλας με τις εισροές. Το 1978 για την αγορά τρακτέρ 90hp χρειάζoνταν 122 τόνοι σιτάρι. Σήμερα 294 τόνοι!

Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, με την οικονομική σταθερότητα να εμπεδώνεται, δύο προϊόντα κυριαρχούσαν στην αγροτική Ελλάδα. Ο καπνός, που αποτελούσε το βασικό εξαγωγικό είδος, και το σιτάρι, που αποτελούσε το βασικό είδος διατροφής.

Η τιμή παραγωγού για ένα κιλό σιτάρι ήταν 3,3 δραχμές περίπου (1). Η τιμή του ψωμιού ήταν 3,2 το κιλό και του πετρελαίου 3,52 δραχμές. Συνεπώς, με ένα κιλό σιτάρι, ο παραγωγός αγόραζε 1,03 κιλά ψωμί και 0,94 πετρελαίου. Βέβαια, τα βασικά μέσα άροσης, μεταφοράς και έλξης, ήταν ακόμη τα ζώα. Εκατοντάδες χιλιάδες άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, βουβάλια, βόδια και αγελάδες, παρείχαν 126 εκατομμύρια ώρες εργασίας (2). Η αξία της εργασίας αυτής, αντιστοιχούσε στο 16% της συνολικής αξίας της αγροτικής παραγωγής.

Δύο δεκαετίες αργότερα, το 1978, (3) και ενώ η χώρα προετοιμαζόταν να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η τιμή παραγωγού για το μαλακό σιτάρι ήταν 6 δραχμές το κιλό. Αντίθετα, η τιμή του ψωμιού ήταν 13,93 δραχμές, του πετρελαίου 5,51 και της βενζίνης 20,67 δραχμές το λίτρο. Έτσι, μέσα σε μία εικοσαετία περίπου, η τιμή παραγωγού σταριού αυξήθηκε κατά 80%, και η τιμή του ψωμιού κατά 435%.

Η λειτουργία της αγροδιατροφικής αλυσίδας

Έκτοτε και μέχρι σήμερα, δηλαδή τα 35 τελευταία χρόνια που η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΕ, η τιμή μαλακού σιταριού αυξήθηκε κατά 9 φορές περίπου, σχεδόν όσο και του σκληρού. Αντίθετα, η τιμή του απλού ψωμιού αυξήθηκε κατά 60 φορές περίπου (2,4 €/κιλό), και των μακαρονιών, από τα 4,6 λεπτά το μισό κιλό στα 60 λεπτά, δηλαδή κατά 13 φορές περίπου.

Γίνεται συνεπώς φανερό ότι για δεκαετίες η εξέλιξη των τιμών παραγωγού σιτηρών βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τις τιμές των κλάδων της αλευροβιομηχανίας, ζυμαρικών, ψωμιού, οι οποίες αυξάνονται με πολλαπλάσιους ρυθμούς από τις τιμές που λαμβάνει ο αγρότης.

Τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη

Ωστόσο, οι τιμές του Έλληνα παραγωγού υπολείπονται συστηματικά και αυτών που λαμβάνουν οι αγρότες δύο χωρών με παρόμοια καλλιεργητικά δεδομένα, της Ιταλίας και της Ισπανίας. Όπως προκύπτει από τα σχετικά διαγράμματα, οι τιμές σιτηρών σήμερα βρίσκονται στα επίπεδα ή ακόμη και κάτω από αυτά που βρίσκονταν πριν δέκα χρόνια. Οι χρηματιστηριακές, οικονομικές και διατροφικές παγκόσμιες κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας είχαν ως αποτέλεσμα, στην περίπτωση του μαλακού σταριού, μεγάλες ετήσιες αυξομειώσεις τιμών. Αντίθετα, στο σκληρό σιτάρι, που δεν προσελκύει το ίδιο παγκόσμιο χρηματιστηριακό ενδιαφέρον, οι αυξομειώσεις ήταν σαφώς πιο ήπιες. Όλη αυτή την περίοδο, οι τιμές που λάμβαναν οι Έλληνες σιτοπαραγωγοί ήταν συστηματικά χαμηλότερες των αντίστοιχων της Ισπανίας και Ιταλίας. Υπήρξαν μάλιστα διαστήματα που η διαφορά αυτή ανερχόταν στο 20% έως 25%.

Εξέλιξη αριθμού ζώων για άροση, έλξη και μεταφορά και γεωργικών ελκυστήρων και θεριζοαλωνιστικών μηχανών

Η λειτουργία της αγροδιατροφικής αλυσίδας

Τιμές και κόστος

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τελική αποτίμηση της οικονομικής κατάστασης του σιτοπαραγωγού όλη αυτή την περίοδο έχει η εξέλιξη του κόστους παραγωγής καθώς και η παραγωγικότητα.

Όπως απεικονίζεται και στο σχετικό infographic, τα ζώα άροσης, έλξης και μεταφοράς, σταδιακά αντικαταστάθηκαν από τρακτέρ. Τα ιπποειδή μειώθηκαν στο ένα δέκατο περίπου, ενώ τα βόδια, οι αγελάδες και τα βουβάλια ως ζώα εργασίας εξαλείφθηκαν. Τη θέση τους πήραν οι διαξονικοί ελκυστήρες, οι οποίοι αυξήθηκαν από τις 10.000 στις 262.000. Σημαντική αύξηση είχαν και θεριστικές και θεριζοαλωνιστικές μηχανές. Ωστόσο, η εξέλιξη του κόστους καυσίμου και απόκτησης αυτών των μηχανημάτων υπερβαίνει κατά πολύ την εξέλιξη των τιμών παραγωγού.

Την περίοδο 1978 έως σήμερα, οι τιμές της βενζίνης αυξήθηκαν από τα 6 λεπτά περίπου στα 1,39 ευρώ, ενώ η τιμή πετρελαίου κίνησης από τα δύο περίπου λεπτά στο 1,10 ευρώ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και το κόστος κτήσης του μηχανολογικού εξοπλισμού, που συμβάλλει στη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής. Το 1978, το μέσο κόστος αγοράς ενός διαξονικού ελκυστήρα 90 έως 95 ίππων ήταν 730.000 δραχμές ή 2.100 ευρώ, και μίας θεριζοαλωνιστικής μηχανής 1.750.000 δραχμών ή 5.100 ευρώ (4). Τα αντίστοιχα μηχανήματα κοστίζουν σήμερα 50.000 ευρώ και 250.000 ευρώ περίπου.

Συνεπώς, για την αγορά ενός ελκυστήρα 90 έως 95 ίππων, ο σιτοπαραγωγός έπρεπε να πουλήσει το 1978 122 τόνους προϊόντος, ενώ για την αγορά μίας θεριζοαλωνιστικής 292 τόνους. Σήμερα, για να αποκτήσει τον αντίστοιχο εξοπλισμό, ο παραγωγός πρέπει να πουλήσει 294 τόνους για να αγοράσει ένα τρακτέρ, και 1.470 τόνους για να αγοράσει μία θεριζοαλωνιστική. Δηλαδή, πρέπει να πουλήσει υπερδιπλάσιες ποσότητες σιταριού για να αγοράσει ένα τρακτέρ και πενταπλάσιες για να αγοράσει μία θεριζοαλωνιστική.

Όλα τα παραπάνω θα ήταν «οικονομικά ορθολογικά» αν συνέβαλαν στη βελτίωση της παραγωγικότητας σε αντίστοιχο βαθμό, κάτι ωστόσο που δεν ισχύει. Την περίοδο 1958-1978, η στρεμματική απόδοση μαλακού σίτου, για παράδειγμα, σχεδόν διπλασιάσθηκε και από τα 125 κιλά το στρέμμα, αυξήθηκε στα 240 περίπου. Αντίθετα, την περίοδο 1978-2016, η αύξηση ήταν σαφώς μικρότερη και ανήλθε από τα 240 στα 320 κιλά περίπου. Συνεπώς, σωρευτικά, η στρεμματική απόδοση αυξήθηκε μόλις κατά δυόμισι φορές περίπου, αύξηση που αξίζει να τονιστεί είναι από τις μικρότερες της Ευρώπης.

Συμπεράσματα

Η παραγωγική αλυσίδα εισροές-σιτάρι-ψωμί-ζυμαρικά λειτουργεί εις βάρος του σιτοπαραγωγού. Η ανάλυση των τελευταίων δεκαετιών καταδεικνύει ότι η αύξηση του κόστους των εισροών, όπως ο εξοπλισμός και η ενέργεια, καθώς και οι τιμές των βασικών τελικών προϊόντων, όπως το ψωμί και τα ζυμαρικά, αυξήθηκαν πολύ περισσότερο από ότι οι τιμές παραγωγού σιτηρών. Η βελτίωση των στρεμματικών αποδόσεων κάθε άλλο παρά δικαιολογεί αυτές τις αποκλίσεις. Επιπλέον, ο Έλληνας παραγωγός είναι σε σαφώς δυσμενέστερη θέση από τον Ιταλό και Ισπανό συνάδελφό του. Η αγροδιατροφική αλυσίδα και οι νέες ισορροπίες που διαμορφώνονται στο εσωτερικό της, πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά και την Ελλάδα.

(1) Μέσος όρος τριετίας 1956-1958. Επεξεργασία στοιχείων της Στατιστικής Επετηρίδος της Ελλάδας 1958.
(2) Χ. Ευελπίδης, Γεωργική Οικονομική, Αθήνα 1957
(3) Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδας, 1978
(4) ΤΕΕ, 1978, Εκμηχάνιση Γεωργικών Εργασιών