Με ικανοποιητική ζήτηση εξελίσσεται η εμπορία ακτινιδίου

Ελλάδα, Γαλλία και Ιταλία δίνουν τον τόνο

Η μικρότερη παραγωγή χωρών, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, σε συνδυασμό με τη διατήρηση της ζήτησης σε ικανοποιητικά επίπεδα δίνουν ώθηση στις τιμές του ακτινιδίου, η εμπορία του οποίου βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη με την παραγωγή του βορείου ημισφαιρίου στην αγορά, σύμφωνα με την επισκόπηση της παγκόσμιας αγοράς ακτινιδίου, που δημοσίευσε το FreshPlaza.

Οι έμποροι από τη Γερμανία αναφέρουν ότι η ζήτηση για ακτινίδια βρίσκεται σε άνοδο κυρίως στη νότια χώρα και καλύπτεται από την Ελλάδα, τη Γερμανία και την Ιταλία, με τη μέση τιμή για τα γαλλικά στα 3,24 ευρώ/κιλό για τα μεγάλα μεγέθη και στα 1,59 ευρώ/κιλό για τα ελληνικά. Επισημαίνεται ότι μετά από χρόνια διεύρυνσης της αγοράς ακτινιδίου στη Γερμανία, οι εισαγωγές φαίνονται σιγά-σιγά να σταθεροποιούνται. Κατά μέσο όρο, οι Γερμανοί καταναλώνουν περίπου 1,3 κιλά ακτινιδίων τον χρόνο, κατά 15% περισσότερο από το 2018. Η Γαλλία παραμένει κύριος τροφοδότης και ακολουθούν με σημαντικές ποσότητες η Ελλάδα και η Ν. Ζηλανδία.

Από την Ιταλία, οι έμποροι υποστηρίζουν ότι, παρά τον ανταγωνισμό από την Ελλάδα, οι πωλήσεις πράσινων ακτινιδίων εξελίσσονται καλά. Η ζήτηση και οι τιμές στην Ευρώπη αναμένεται να κλιμακωθούν από τα μέσα Φεβρουαρίου και περισσότερο ενόψει του Πάσχα. Στη γειτονική χώρα αυξάνεται, ακόμη, η καλλιέργεια κίτρινων ακτινιδίων που κερδίζουν ολοένα έδαφος στις προτιμήσεις των καταναλωτών, αλλά η παραγωγή δεν είναι τέτοια, ώστε να καλύπτει τη ζήτηση.

Στην Ισπανία η παραγωγή φέτος είναι ελαφρώς μειωμένη κατά 6%-8%, γι’ αυτό και θα τελειώσει νωρίτερα η εμπορία. Ξεκίνησε με πολλά μεγάλα μεγέθη από τις κύριες περιοχές της καλλιέργειας και στην πορεία τα μικρά μεγέθη ανατιμήθηκαν και πωλούνται σε παρόμοιες τιμές με εκείνες των μεσαίων. Ορισμένοι έμποροι μιλούν για μικρότερο ανταγωνισμό φέτος από τα ιταλικά και τα ελληνικά ακτινίδια. Όπως λένε, τα εισαγόμενα είναι πιο ακριβά φέτος, δίνοντας προβάδισμα στην αγορά στα ισπανικά. Η μέση κατ’ άτομο κατανάλωση ανέρχεται σε 3 κιλά/χρόνο, από τις υψηλότερες που καταγράφονται, εμφανίζοντας ετήσια αύξηση κατά 8%.

Αντίθετα, η ελληνική παραγωγή είναι πολύ καλή ποσοτικά και ποιοτικά, αλλά με σχετικά μικρότερα μεγέθη στο σύνολό της, ενώ και η ζήτηση είναι αρκετά καλή. Οι τιμές αναφέρονται ελαφρώς υψηλότερες από πέρσι, ενώ, όπως σημειώνεται, τα επιπλέον μέτρα που θέτουν ορισμένες χώρες για την πανδημία δεν αναμένεται ότι θα επηρεάσουν την εμπορία για την Ελλάδα, καθώς οι εξαγωγείς ακολουθούν όλες τις οδηγίες και τα μέτρα προστασίας για τους εργαζομένους.