Σε ιστορικά υψηλά οι εισαγωγές φρούτων και λαχανικών της Ισπανίας

Η παγκοσμιοποίηση των αγορών αύξησε και τις εισαγωγές του εξαγωγικού γίγαντα

laxanika-ispania-agora

Σύμφωνα με τα στοιχεία των τελωνείων της χώρας που επεξεργάστηκε η ισπανική Ομοσπονδία Ενώσεων Παραγωγών και Εξαγωγέων Φρούτων και Λαχανικών (FEPEX), οι εισαγωγές οπωροκηπευτικών το 2018 αυξήθηκαν κατά 8% σε ποσότητες και κατά 9% σε αξία σε σύγκριση με το 2017, φτάνοντας στα ιστορικά υψηλά επίπεδα των 3,3 εκατ. τόνων και 2,757 δισ. ευρώ.

Ειδικότερα, οι εισαγωγές κηπευτικών αυξήθηκαν πέρσι κατά 7% σε ποσότητες και κατά 2,5% σε αξία, τη στιγμή που οι εισαγωγές φρέσκων φρούτων αυξήθηκαν κατά 8% σε ποσότητες και κατά 12% σε αξία.

Οι πατάτες εξακολούθησαν να είναι το κυριότερο προϊόν εισαγωγής, με επιπλέον ποσότητες κατά 4,7% και αντιστοιχούν στο 56% των λαχανικών. Παράλληλα, όμως, αυξήθηκε και το εύρος των εισαγόμενων κηπευτικών τα τελευταία χρόνια. Οι εισαγωγές φρέσκων φασολιών (πράσινα φασολάκια) αυξήθηκαν κατά 28% σε σύγκριση με το 2017 και κατά 14% σε σύγκριση με πέντε χρόνια πριν, κρεμμυδιών κατά 63% σε σχέση με έναν χρόνο πριν και κατά 92% μέσα σε πέντε χρόνια και κολοκυθιών κατά 40,6% σε έναν χρόνο και 92% σε σύγκριση με το 2014. Κατά 8% αυξήθηκαν και οι εισαγωγές ντομάτας στην πενταετία.

Οι μπανάνες, τα ακτινίδια και ο ανανάς είχαν τη μερίδα του λέοντος στις εισαγωγές φρούτων. Οι πρώτες αυξήθηκαν κατά 19%, ο ανανάς κατά 6%, ενώ μειώθηκαν οι εισαγωγές ακτινιδίων κατά 16% και έπεσαν στους 182.500 τόνους. Κατά 32% αυξήθηκαν οι εισαγωγές αβοκάντο, αλλά μειώθηκαν κατά 13%, στους 167.000 τόνους, οι εισαγωγές μήλων.

Σύμφωνα με τη FEPEX, τα δεδομένα αυτά αντανακλούν ένα ιστορικό υψηλό με όρους ποσοτήτων και αξίας, συνέπεια της συνεχιζόμενης διεύρυνσης όλων των τελευταίων ετών, με τις εισαγωγές να οδηγούνται σε μεγάλη επέκταση της παγκοσμιοποίησής τους. Πριν από αυτό, οι εισαγωγές επικεντρώνονταν σε μια μικρή ομάδα προϊόντων, κυρίως πατάτας από λαχανικά και μπανάνας και μήλων στην περίπτωση των φρούτων. Τώρα επεκτείνονται σε έναν μεγάλο αριθμό προϊόντων και χωρών προέλευσης, πράγμα που καταδεικνύει την ανάγκη αναζήτησης μέτρων για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ορισμένων καλλιεργειών, σημειώνει η Ομοσπονδία.