JRC: Ανανεώσιμος, αλλά περιορισμένος πόρος η βιομάζα

Τα δάση, οι θάλασσες, τα γλυκά ύδατα, τα γεωργικά συστήματα, ακόμη και τα βιολογικά απόβλητα, μπορούν να συμβάλουν στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, στη διατήρηση της βιοποικιλότητας και στην παραγωγή νέων αγαθών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η βιομάζα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία.

Εντούτοις, όπως δείχνει μια νέα έκθεση του Κοινού Κέντρου Ερευνών (JRC) σχετικά με τον εφοδιασμό και τις χρήσεις βιομάζας, ενώ η ΕΕ είναι ολοένα και πιο αποδοτική ως προς τη χρήση των πόρων, καταναλώνει περισσότερη βιομάζα συνολικά.

Στην έκθεση επισημαίνεται ότι, παρότι η βιομάζα μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, εντέλει αποτελεί περιορισμένο πόρο.

Παραγωγή και χρήση βιομάζας

Οι συνολικές πηγές βιομάζας στην ΕΕ, η οποία περιλαμβάνει την εγχώρια παραγωγή και τις καθαρές εισαγωγές, ανέρχονται σε περίπου 1 δισ. τόνους ξηράς ουσίας (tdm), ενώ οι χρήσεις βιομάζας ανέρχονται σε 1,2 δισ. tdm. Η ΕΕ προμηθεύεται περισσότερη βιομάζα με την πάροδο του χρόνου, τόσο από πρωτογενείς όσο και από δευτερογενείς πηγές (υποπροϊόντα και απόβλητα).

Σχεδόν το 70% της προσφοράς βιομάζας προέρχεται από τον γεωργικό τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει τρόφιμα και υπολείμματα που συλλέγονται, καθώς και βιομάζα από τη βόσκηση ζώων.

Τα απόβλητα αποτελούν, επίσης, σημαντική πηγή βιομάζας. Τα βιολογικά απόβλητα που παρήχθησαν στην ΕΕ το 2018 ανήλθαν σε 147 εκατ. tdm, εκ των οποίων τα 133 εκατ. ανακτήθηκαν είτε ως ανακυκλωμένο νέο υλικό είτε ως ενέργεια. Αυτά τα βιολογικά απόβλητα προέρχονται τόσο από τη βιομηχανία όσο και από τα νοικοκυριά.

Αναλύοντας και άλλες πηγές βιομάζας, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αν και η βιομάζα αποτελεί ανανεώσιμο πόρο, είναι περιορισμένη και μπορεί να τροφοδοτήσει μόνο σε έναν ορισμένο βαθμό την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία.