ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ (UPL Ελλάς): «O κλάδος των εφοδίων πρέπει πλέον να “συνομιλεί” με όλους τους υπόλοιπους κρίκους της αλυσίδας αξίας»

Το στίγμα της στρατηγικής της UPL Ελλάς, η οποία αποτυπώνεται εύγλωττα στο μότο «Οpen Ag», που συνοδεύει την επωνυμία της, δίνει στη συνέντευξη που παραχώρησε στην «ΥΧ» ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Κώστας Παπασωτηρίου.

Μεταξύ άλλων, ο κ. Παπασωτηρίου αναφέρεται στις ολοκληρωμένες λύσεις φυτοπροστασίας και θρέψης που έχει ήδη στο χαρτοφυλάκιό της η UPL, αλλά και στα βήματα και στις τομές που πρέπει να κάνει η ελληνική γεωργία, προκειμένου να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και των αλλαγών που συντελούνται στα δίκτυα διανομής και διάθεσης.

Συνέντευξη στον Γιάννη Τσατσάκη

Δώστε μας μια εικόνα της διαδρομής της εταιρείας τα τελευταία χρόνια, από τη «γέννηση» της Arysta Lifescience μέχρι την ενσωμάτωσή της πρόσφατα στον όμιλο της UPL.

Η ιστορία μας ξεκινά το 2014, όταν η Platform Specialty Products, μία πολύ μεγάλη αμερικανική εταιρεία, παίρνει την απόφαση να εμπλακεί στην αγορά αγροτικών εφοδίων, εξαγοράζοντας τρεις εταιρείες: την Agriphar, την Chemtura και την Arysta.

Η ενοποίηση των εταιρειών αυτών οδηγεί σε ένα νέο σχήμα, που παίρνει την ονομασία της Arysta και, στη συνέχεια, προχωρά σε νέες εξαγορές, αποκτώντας περισσότερα εργοστάσια και σημειώνοντας υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Το 2018 η Arysta εξαγοράζεται από την UPL, εταιρεία ινδικών συμφερόντων έναντι τιμήματος 4,2 δισ. δολαρίων κι έτσι δημιουργείται ένας κολοσσός με πωλήσεις της τάξης των 5 δισ. δολαρίων ετησίως, που τον κατατάσσει στην πέμπτη θέση του κλάδου παγκοσμίως, με ελάχιστη απόσταση μάλιστα από την τέταρτη.

Τι αλλαγές επέφερε αυτή η συμφωνία στη δομή, στην γκάμα των προϊόντων, αλλά και στη στρατηγική στόχευση της εταιρείας;

Δεδομένου ότι δεν υπήρχε προηγούμενη οργανωμένη παρουσία της UPL στην Ελλάδα, εμείς, ως Arysta Ελλάς, μια εταιρεία που αντιπροσώπευε τη μέχρι πρότινος μητρική Αrysta και είχε στο portfolio της τις τρεις εταιρείες που προαναφέραμε, μετονομαστήκαμε σε UPL Ελλάς. Ενσωματώσαμε, δηλαδή, τα προϊόντα της UPL και πλέον συνεχίζουμε με ένα πολύ μεγαλύτερο χαρτοφυλάκιο.

Πρέπει να πούμε εδώ ότι η UPL έχει μια πολύ μεγάλη εξειδίκευση στο manufacturing και στην παραγωγή. Η Arysta, από την πλευρά της, αν και αυτή είχε στην κατοχή της αρκετά εργοστάσια, είχε αναπτύξει μία εξειδίκευση στο R&D, δηλαδή στην έρευνα και στην ανάπτυξη. Αυτές οι δύο διαφορετικές κατευθύνσεις λειτουργούν συμπληρωματικά και έτσι η νέα εταιρεία UPL Οpen Ag έχει στον πυρήνα της στρατηγικής της την παραγωγή πολύ ποιοτικών προϊόντων με χαμηλό κόστος, συνεχίζοντας παράλληλα την κληρονομιά της Arysta στην έρευνα, στην ανάπτυξη και στην καινοτομία.

Πέραν αυτού, ενσωματώνοντας στην γκάμα μας τα προϊόντα της UPL, έχουμε πλέον ένα πολύ πλούσιο χαρτοφυλάκιο που καλύπτει όλους τους τομείς και μας δίνει τη δυνατότητα να παίξουμε πολύ μεγάλο ρόλο στην αγορά του ευρωπαϊκού Νότου.

Πρόκειται για μία αγορά, η οποία, όπως ξέρουμε, περιλαμβάνει έναν πολύ μεγάλο αριθμό καλλιεργειών, από φρέσκα φρούτα και λαχανικά μέχρι ελαιόλαδο, αμπέλι και, φυσικά, τις λεγόμενες μεγάλες καλλιέργειες (σιτηρά, βαμβάκι κ.λπ.), με εξίσου πολλές όμως ασθένειες και εχθρούς που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Σε αυτήν ακριβώς την ανάγκη μπορούμε να αντεπεξέλθουμε ως UPL Ελλάς με το πολύ ολοκληρωμένο portfolio μας, που περιλαμβάνει ζιζανιοκτόνα, μυκητοκτόνα, εντομοκτόνα, φυτορρυθμιστικές ουσίες, ουσίες επένδυσης σπόρων, καθώς και βιολογικές λύσεις (biosolutions) που χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τα προϊόντα βιοελέγχου (biocontrol), που έχουν δράση στους εχθρούς των καλλιεργειών και στις ασθένειες και τους βιοδιεγέρτες (biostimulants), που απευθύνονται στη θρέψη, αλλά και στη γενική φυσιολογία του φυτού.

Υπάρχουν σχέδια για είσοδο σε κάποιες νέες κατηγορίες προϊόντων ή υπηρεσιών;

Δεν σας κρύβω ότι τα τελευταία δύο-τρία χρόνια έχουμε εμπλακεί πολύ ενεργά στο κομμάτι που έχει να κάνει με τις υπηρεσίες. Έχουμε ξεκινήσει σε παγκόσμιο επίπεδο μια μεγάλη προσπάθεια στο πεδίο της γεωργίας ακριβείας, με την ανάπτυξη μοντέλων καλλιέργειας και την εγκατάσταση (και στην Ελλάδα) μετεωρολογικών σταθμών, προκειμένου να προσφέρουμε ολοκληρωμένες λύσεις όχι μόνο στη φυτοπροστασία, αλλά και στη θρέψη, ακόμα και στην άρδευση.

Επίσης, διαθέτουμε πλέον στην γκάμα μας το ΖΕΒΑ, ένα πολύ πρωτοποριακό προϊόν που βασίζεται στο άμυλο και μπορεί να παρακρατήσει νερό σε ποσότητες 500 φορές τον όγκο του. Είναι ιδανικό για ξηροθερμικές συνθήκες, αλλά και για αρδευόμενες καλλιέργειες, όπου το κόστος της άρδευσης επιβαρύνει αρκετά τον παραγωγό (π.χ. βαμβάκι στη Θεσσαλία).

Το εν λόγω προϊόν αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα της φιλοσοφίας της εταιρείας μας, για αύξηση της αποτελεσματικότητας στην καλλιέργεια με ταυτόχρονη μεγαλύτερη προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων. Η διάθεσή του έχει ήδη ξεκινήσει στην ελληνική αγορά και θα το παρουσιάσουμε εκτενώς στην Agrotica, όπου περιμένουμε τους συνεργάτες και τους πελάτες μας για να τους αναλύσουμε και τη στρατηγική της UPL Ελλάς.

Τι ακριβώς σημαίνει το Open Αg το οποίο, όπως βλέπουμε, συνοδεύει το όνομα της UPL;

Το OpenAg είναι ένα Ανοικτό Γεωργικό Δίκτυο που έχει ως στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη για όλους, χωρίς σύνορα, χωρίς όρια (no limits no borders). Πρόκειται για ένα καινούργιο concept που έχει να κάνει με ολόκληρη την αλυσίδα αξίας στην αγροδιατροφή. Oι δομικές αλλαγές που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια στον κλάδο, οι νέες τεχνολογίες και η παγκοσμιοποίηση μας υποχρεώνουν ουσιαστικά να επαναπροσεγγίσουμε και να αναθεωρήσουμε την παραδοσιακή, γραμμική διάταξη της αλυσίδας, όπως τη γνωρίζαμε μέχρι σήμερα (από το χωράφι και τον παραγωγό, στον σύμβουλο, τον γεωπόνο, τον έμπορο, τον μεταποιητή μέχρι τον λιανέμπορο και τον τελικό καταναλωτή). Πλέον, υπάρχει τόσο στη διεθνή, αλλά και στην ελληνική αγορά μια αλληλεπίδραση, των κρίκων της αλυσίδας μεταξύ τους, αλλά και με άλλες αλυσίδες αξίας. Το Open Ag, λοιπόν, αποτυπώνει την ανάγκη και, ταυτόχρονα, τη δέσμευση της UPL να είναι ανοιχτή σε αυτή την αλλαγή, να μετεξελιχθεί ως εταιρεία και να παρακολουθήσει αυτήν τη νέα πραγματικότητα. Όχι μονοσήμαντα, αλλά ως μια αμφίδρομη σχέση της εταιρείας με τα δίκτυα και τους καινούργιους πόλους που αναδύονται.

Όλα αυτά δεν μένουν μόνο στη θεωρία. Για παράδειγμα, ένας πόλος που μας ενδιαφέρει πάρα πολύ είναι η διακίνηση και η διασύνδεση όλων των εμπλεκομένων στον χώρο των φρέσκων φρούτων και λαχανικών. Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, η UPL έχει μια αμερικανική θυγατρική, την Decco, τα προϊόντα της οποίας πολύ σύντομα θα δούμε και στην Ελλάδα και τα οποία απευθύνονται σε δύο κανάλια, που σχετίζονται με τις μετασυλλεκτικές εφαρμογές (post harvest) και τις εφαρμογές κοντά στη συγκομιδή (near harvest).

Το πρώτο κανάλι έχει να κάνει με τα συσκευαστήρια φρούτων και λαχανικών και περιλαμβάνει παραδοσιακά και καινούργια προϊόντα, που σχετίζονται με τη συσκευασία και την επεξεργασία των οπωροκηπευτικών και την αύξηση της διατηρησιμότητάς τους.

Το δεύτερο κανάλι, που αφορά το near harvest, περιλαμβάνει προϊόντα, η εφαρμογή των οποίων γίνεται στο χωράφι, με σκοπό τη διατήρηση της ποιότητάς τους, με μηδενική επιβάρυνση στο τελικό προϊόν και το περιβάλλον. Γιατί, όπως προείπα, η αειφορία βρίσκεται στην καρδιά του Open Ag και είναι κάτι που ως UPL το αποδεικνύουμε εμπράκτως. Θεωρούμε ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης στην εν λόγω αγορά, δεδομένου ότι τα φρούτα και τα λαχανικά αντιπροσωπεύουν σχεδόν το μισό της αξίας της ελληνικής αγροτικής παραγωγής.

Για να έρθουν εις πέρας αυτές οι καλλιέργειες και να παραχθεί προϊόν υψηλής ποιότητας και ασφάλειας, ο παραγωγός πρέπει να έχει στη διάθεσή του τα κατάλληλα εργαλεία.

Η ΕΕ έχει υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια μια ιδιαίτερα αυστηρή πολιτική σε ό,τι αφορά τις δραστικές ουσίες. Τι αντίκτυπο έχει αυτό στον κλάδο και στην ελληνική γεωργία;

Πράγματι, από 1.200 δραστικές ουσίες που υπήρχαν στο όχι και πολύ μακρινό παρελθόν, σήμερα έχουν μείνει περί τις 200. Δηλαδή, μέσα σε μια δεκαετία απαγορεύτηκε περίπου το 80% των ουσιών. Επιπλέον, τα τελευταία δύο-τρία χρόνια βλέπουμε σωρεία απαγορεύσεων δραστικών ουσιών, οι οποίες είναι απαραίτητες στον Έλληνα και, γενικότερα, στον Νοτιοευρωπαίο αγρότη. Κι αυτό γιατί, στη Ν. Ευρώπη έχουμε μεγάλο πληθος καλλιεργειών, πολλές από τις οποίες είναι οι λεγόμενες υψηλής αξίας (specialty crops), όπως τα κηπευτικά, το αμπέλι, η ελιά και η δενδροκομία.

Για να έρθουν εις πέρας αυτές οι καλλιέργειες και να παραχθεί προϊόν υψηλής ποιότητας και ασφάλειας, ο παραγωγός πρέπει να έχει στη διάθεσή του τα κατάλληλα εργαλεία. Αυτά τα εργαλεία θεωρούμε ότι τα στερείται και, μάλιστα, βάσει διαδικασιών, που δεν βασίζονται πάντα σε επιστημονικά δεδομένα, αλλά πολύ συχνά λαμβάνονται με γνώμονα πολιτικές αποφάσεις. Σύμφωνα με προβλέψεις της ECPA, μεσοπρόθεσμα μπορούν να χαθούν έως και 1 εκατ. θέσεις εργασίας στον ευρωπαϊκό γεωργικό τομέα εξαιτίας αυτής της τακτικής της ΕΕ. Πιστεύω ότι οι αγρότες του Νότου πρέπει να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους αυτό το γεγονός και να υψώσουν τη φωνή τους.

Μήπως, όμως, ο Έλληνας παραγωγός στερείται αυτά τα εργαλεία λόγω και του κόστους τους; Εντέλει, είναι τα φυτοπροστατευτικά και, γενικότερα, τα εφόδια ακριβά στη χώρα μας;

Θεωρώ ότι υπάρχει μια παρανόηση εδώ. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Eurostat, η φυτοπροστασία αντιπροσωπεύει μόλις το 6% του συνολικού κόστους παραγωγής, ένα 8% αφορά τα λιπάσματα κι άλλο τόσο περίπου τους σπόρους. Επιπλέον, αν προσθέσουμε και τις τρεις εισροές μαζί, η Ελλάδα είναι προτελευταία στην ΕΕ στην κατάταξη που αναφέρεται στην ακρίβεια/κόστος. Που σημαίνει πρακτικά ότι ο Έλληνας παραγωγός έχει χαμηλότερο κόστος εισροών σε σχέση με τους Ευρωπαίους συναδέλφους του.

Θέλω, επίσης, να τονίσω ότι το κόστος της φυτοπροστασίας δεν είναι χαμηλό μόνο εξαιτίας των χαμηλών συγκρίσιμων τιμών. Σημαντικό ρόλο παίζουν εδώ και οι κλιματολογικές συνθήκες, αφού οι επεμβάσεις που κάνει ο Έλληνας αγρότης είναι πολύ λιγότερες από αυτές που κάνει ο αντίστοιχος Ευρωπαίος.

Ποιες νέες τάσεις διαβλέπετε στον κλάδο των εφοδίων και τι να περιμένει από την UPL Ελλάς ο Έλληνας παραγωγός;

Ως UPL Ελλάς και, όπως το μότο μας «Οpen Ag» υποδηλώνει, θεωρούμε ότι το μέλλον βρίσκεται στη δημιουργία νέων εργαλείων φυτοπροστασίας και θρέψης, που θα δίνουν έτοιμες και ολοκληρωμένες λύσεις στον παραγωγό. Πρόκειται για εργαλεία που ξεφεύγουν από τη λογική της απλής εφαρμογής ενός φαρμάκου ή μιας ουσίας και έχουν να κάνουν με την ανάπτυξη μοντέλων που βασίζονται στην παρακολούθηση των συνθηκών στο χωράφι και στην καλλιέργεια. Κάτι τέτοιο πράττουμε ήδη με την εμπλοκή μας με την ψηφιακή γεωργία.

Επίσης, πιστεύω ότι πολύ σημαντικός παράγοντας είναι τα νέα προϊόντα και υπηρεσίες που διαθέτουν οι εταιρείες να είναι cost effective. Ως εταιρεία έχουμε πολύ μεγάλη ευαισθησία σε αυτόν τον τομέα και μπορούμε να προσφέρουμε υψηλής ποιότητας προϊόντα σε ιδιαίτερα χαμηλό κόστος. Παράλληλα, έχοντας παρουσία σε 140 χώρες, έχουμε τη δυνατότητα, και το κάνουμε ήδη με πολλούς συνεργάτες και πελάτες μας που ασχολούνται με το εμπόριο φρουτολαχανικών, να συμβάλουμε και στην αλληλεπίδραση του παραγωγού με τους συναδέλφους του, αλλά και με τα δίκτυα διάθεσης στο εξωτερικό.

Αυτό που μας χαρακτηρίζει ως UPL είναι η πελατοκεντρική προσέγγιση και η ταχύτητα προσαρμογής στις νέες εξελίξεις. Μέσα από τις στρατηγικές συνεργασίες που συνάπτουμε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, προωθούμε τις αξίες της εταιρείας που μπορούν να συνοψιστούν στο τρίπτυχο «τίποτα δεν είναι αδύνατο» – «ο άνθρωπος στο επίκεντρο» – «όφελος για όλους», γιατί από εκεί ακριβώς προκύπτει και το δικό μας όφελος.

Απαραίτητη η στροφή στις niche αγορές

Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική γεωργία σε αυτό το νέο και διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον που ήδη περιγράψατε;

Ως χώρα ανήκουμε στη λεγόμενη Νότια Ζώνη της Ευρώπης (μαζί με την Κύπρο, την Ιταλία, την Γαλλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία). Η γεωργία του Νότου είναι αυτή που παράγει το μεγαλύτερο κομμάτι των φρέσκων φρούτων και λαχανικών και τροφοδοτεί τις αγορές της υπόλοιπης Ευρώπης. Η Ελλάδα έχει ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες του Νότου: Διαθέτει ένα πολύ ποιοτικό αγροτικό προϊόν, με γεύση τόσο διακριτή που ξεχωρίζει εύκολα ακόμα και σε μεγάλες αγορές που τροφοδοτούνται από πολλές διαφορετικές χώρες.

Επιπλέον, έχει το πλεονέκτημα της ασφάλειας, καθώς, λόγω των κλιματικών συνθηκών, δεν απαιτούνται πολλές επεμβάσεις με φυτοπροστατευτικά. Επομένως, το τελικό προϊόν είναι και πολύ ποιοτικό και ασφαλές για τον χρήστη. Το αρνητικό είναι ότι, λόγω και του κατακερματισμένου κλήρου (χρόνιο και δομικό πρόβλημα), δεν έχουμε σταθερή παραγόμενη ποσότητα, ούτε και μεγάλους όγκους, κάτι που μας εμποδίζει να έχουμε ισχυρά μερίδια στις αγορές της Δυτικής Ευρώπης, τη στιγμή που σε κομβικά προϊόντα, όπως το ελαιόλαδο, αλλά και αρκετά φρούτα, όπως το ακτινίδιο, το μεγαλύτερο ποσοστό της διακίνησης αφορά bulk (χύμα) μορφή. Δυστυχώς, επίσης, οι συνεταιρισμοί, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχουν διαλυθεί (μόλις το 15% της εγχώριας παραγωγής προέρχεται από αυτούς όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι πάνω από 40%), ενώ και οι ομάδες παραγωγών που έχουν δημιουργηθεί έως τώρα, αν και ευπρόσδεκτες, δεν έχουν καταφέρει να κάνουν μια μεγάλη παρέμβαση.

Γι’ αυτό πιστεύω ότι, προκειμένου να αξιοποιήσουμε το προβάδισμα που έχουμε σε ποιότητα και ασφάλεια, πρέπει σε πρώτη φάση να στραφούμε στις niche αγορές, οι οποίες έχουν και τη μεγαλύτερη υπεραξία. Αυτό θα μας βοηθήσει να ανακτήσουμε μερίδια, ώστε να αυξηθεί και το ποσοστό των γεωργικών προϊόντων στο σύνολο των εξαγωγών το οποίο σήμερα δεν ξεπερνά το 20%.