Κρίσιμη η διαχείριση των κονδυλίων για την περιφερειακή ανάπτυξη

✱ Παραμένουν οι ανισότητες μεταξύ Βορρά και Νότου ✱ Περισσότερη Κοινωνική Ευρώπη απαιτεί η ύπαιθρος

Γερασμένος πληθυσμός, ανεργία, ιδιαίτερα περιορισμένη πρόσβαση σε γρήγορες ευρυζωνικές συνδέσεις, μειωμένες υπηρεσίες παροχής περίθαλψης και υγείας σκιαγραφούν, μεταξύ άλλων, την πραγματικότητα στην ελληνική περιφέρεια. Με τους κατοίκους της υπαίθρου να γνωρίζουν από πρώτο χέρι τις συνθήκες της καθημερινότητάς τους, η τελευταία έκθεση της Eurostat έρχεται να επιβεβαιώσει και με στατιστικούς υπολογισμούς την κατάσταση, αποτυπώνοντας παράλληλα την εικόνα και για όλη την ΕΕ.

Η έκθεση έρχεται σε μία κρίσιμη στιγμή ενόψει του νέου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και τις προτεραιότητες που, τελικά, θα θέσουν οι κυβερνήσεις για την αξιοποίηση των κονδυλίων από τα ευρωπαϊκά ταμεία.

Περιφερειακή ανάπτυξη

Η περιφερειακή ανάπτυξη επικεντρώνεται στον δεύτερο τομέα του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου ««Συνοχή, ανθεκτικότητα και αξίες», ο οποίος θα περιλαμβάνει υποτομέα για την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή και υποτομέα για την ανθεκτικότητα και τις αξίες. Σύμφωνα με τη συμφωνία που επετεύχθη τον περασμένο Ιούλιο κατά την έκτακτη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, οι πιστώσεις αναλήψεων υποχρεώσεων για τον τομέα αυτόν, δεν θα υπερβούν το ποσό των 377,768 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 330,235 εκατ. ευρώ θα διατεθούν για τον πρώτο υποτομέα και τα 47,533 εκατ. ευρώ θα διατεθούν στον υποτομέα «Ανθεκτικότητα και αξίες».

Η περιφερειακή πολιτική υλοποιείται μέσω τριών βασικών ταμείων: το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), το Ταμείο Συνοχής (ΤΣ) και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ). Μαζί με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας και Αλιείας (ΕΤΘΑ) αποτελούν τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία (ΕΔΕΤ). Το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης της πολιτικής συνοχής συγκεντρώνεται στις λιγότερο ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες και περιφέρειες, ώστε να τις βοηθήσει να φτάσουν στο επίπεδο των άλλων χωρών και να μειωθούν οι οικονομικές, κοινωνικές και εδαφικές διαφορές, οι οποίες εξακολουθούν να υφίστανται στην ΕΕ.

Η εικόνα σε αριθμούς

Το 2019, μόλις το 20,4% του πληθυσμού της ΕΕ ήταν ηλικίας κάτω των 20 ετών, το 59,4% ήταν σε παραγωγική ηλικία (20-64 ετών) και το υπόλοιπο 20,3% ήταν ηλικίας άνω των 65 ετών. Οι υπερήλικες (άνω των 80 ετών) αντιπροσώπευαν το 5,8% του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ. Το υψηλότερο ποσοστό των νέων κάτω των 20 ετών καταγράφεται σε δύο περιοχές της Γαλλίας (Mayotte και Guyane), ενώ το υψηλότερο ποσοστό υπερηλίκων της ΕΕ στον Νομό Ευρυτανίας (16,1% του συνολικού πληθυσμού).

Όπως αναφέρεται στην έκθεση της Eurostat, η γήρανση του πληθυσμού σε αγροτικές και συχνά απομακρυσμένες περιοχές κυρίως της Νότιας Ευρώπης συνδέεται και με την απόφαση των νεότερων να εγκαταλείψουν την περιοχή στην οποία μεγάλωσαν, για να συνεχίσουν τις σπουδές τους ή να αναζητήσουν μία εναλλακτική, κυρίως στον εργασιακό τομέα. Πρόκειται για μία εικόνα που καταγράφεται σε αραιοκατοικημένες περιοχές στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία.

Όσο για τις γεννήσεις, το 2018 καταγράφηκαν 4,25 εκατ. στην ΕΕ των 27, που στατιστικά αντιστοιχεί σε 9,5 γεννήσεις ανά 1.000 άτομα. Τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν σε διάφορες περιοχές της Ιταλίας και της Ισπανίας (εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων τους). Περίπου 1 στις 20 γεννήσεις στην ΕΕ ήταν από γυναίκες άνω των 40 ετών, κυρίως σε Ιρλανδία, Ισπανία και Ιταλία, αν και μεγάλο είναι το ποσοστό και σε Ελλάδα, Ουγγαρία και Πορτογαλία.

Τα υψηλότερα ποσοστά μεταβολής του πληθυσμού καταγράφονται στα ελληνικά νησιά λόγω της προσφυγικής κρίσης (Λέσβος, Λήμνος, Ικαρία, Σάμος).

Υγεία – Εκπαίδευση

Ένας στους 50 ενήλικες που ζει σε αγροτική περιοχή της ΕΕ δηλώνει ότι δεν έχει εκπληρωθεί η ανάγκη του για κάποια ιατρική εξέταση. Τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στην Εσθονία, στην Ελλάδα και στη Λετονία.

Το 2019, περισσότερα από τα 2/5 (40,3%) του πληθυσμού ΕΕ, ηλικίας 30-34 ετών, ήταν απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ωστόσο, σύμφωνα με την έκθεση, μια πιο λεπτομερής περιφερειακή ανάλυση αποκαλύπτει σημαντικές ανισότητες, τόσο εντός όσο και μεταξύ των επιμέρους κρατών-μελών της ΕΕ. Κι αυτό γιατί, σε πολλές αγροτικές ή αραιοκατοικημένες περιοχές καταγράφεται χαμηλό επίπεδο προσφοράς ευκαιριών απασχόλησης και υψηλής ειδίκευσης. Για παράδειγμα, το ποσοστό των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση ήταν σχετικά υψηλό στο μεγαλύτερο μέρος της Νότιας Ευρώπης, αλλά και στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία.

Απασχόληση

Συνολικά, 47 περιφέρειες της ΕΕ –κυρίως στη Νότια Ευρώπη– κατέγραψαν το 2019 διψήφια ποσοστά ανεργίας. Αυτές αφορούν όλη την Ελλάδα, τις περισσότερες στην Ισπανία και περίπου το 1/3 των περιφερειών στην Ιταλία. Περισσότερα από ένα στα πέντε μέλη του εργατικού δυναμικού, ηλικίας 15-24 ετών, ήταν άνεργο σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας και της Ισπανίας, καθώς και σε όλες τις περιοχές στη Νότια Ιταλία. Στην Ελλάδα, το υψηλότερο ποσοστό καταγράφηκε στη Δυτική Μακεδονία.

Επίσης, τα υψηλότερα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας καταγράφηκαν στη Μαγιότ στη Γαλλία (84,4%), στο Σεβεροζαπάντεν στη Βουλγαρία (83,1%) και σε Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησο και Αττική στην Ελλάδα(75,2-75,4%).

Το 2018, υπήρχαν δέκα περιφέρειες όπου περισσότερο από το 40% του πληθυσμού κινδύνευε από τη φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό: Βουλγαρία, Ρουμανία, Ελλάδα, Ισπανία και Ιταλία. Μάλιστα, πάνω από το 1/5 του πληθυσμού επηρεάστηκε από υλικές και κοινωνικές στερήσεις.

Σύμφωνα με την έκθεση, πέρσι οι ενήλικες που ζούσαν σε πόλεις στην ΕΕ είχαν περισσότερες πιθανότητες να χρησιμοποιήσουν το διαδίκτυο σε καθημερινή βάση (81%) από τους συνομηλίκους σε προάστια (77%) ή σε αγροτικές περιοχές (70%). Αν και το χάσμα στην καθημερινή χρήση διαδικτύου μεταξύ ενηλίκων που ζουν σε πόλεις και αγροτικές περιοχές ήταν σχετικά μικρό στα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ, εντούτοις δεν ισχύει το ίδιο για άλλα τα κράτη-μέλη. Για παράδειγμα, οι ενήλικες που ζούσαν το 2019 στις αγροτικές περιοχές της Ελλάδας και της Βουλγαρίας είχαν 25 και 23 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερες πιθανότητες να κάνουν καθημερινή χρήση του διαδικτύου σε σύγκριση με όσους ζούσαν σε πόλεις.