Στο μάτι του κυκλώνα της κλιματικής αλλαγής αμπέλι, ελιά και εσπεριδοειδή στη Μεσόγειο

Οι εμβληματικές καλλιέργειες της λεκάνης της Μεσογείου θα δεχτούν το μεγαλύτερο πλήγμα από την κλιματική αλλαγή και η παραγωγή εσπεριδοειδών, σταφυλιών, ελιάς και ελαιολάδου θα βρεθεί αντιμέτωπη με δραστική μείωση. Αυτό προκύπτει από τη μελέτη που διεξήγαγε η ερευνητική ομάδα οικοφυσιολογίας και βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου Jaume I της Castellon στην Ισπανία, σε συνεργασία με επιστήμονες από την Ελλάδα, τη Γαλλία και το Ην. Βασίλειο.

Σύμφωνα με την ανασκόπηση της μελέτης, που δημοσιεύτηκε στο Frontiers in Plant Science, η περιοχή είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητη στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής –κυρίως στις μεταβολές στα πρότυπα βροχοπτώσεων– και των ακραία υψηλών θερμοκρασιών. Η συνύπαρξη των δύο αυτών δυσμενών περιβαλλοντικών συνθηκών είναι βέβαιο πως θα είναι επιζήμια για τις επιδόσεις των καλλιεργειών και στην παραγωγικότητα, με ιδιαίτερη, μάλιστα, έμφαση στις δενδρώδεις καλλιέργειες, όπως εσπεριδοειδή, ελαιόδεντρα και αμπέλια, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της παραδοσιακής μεσογειακής γεωργίας.

Παρά το γεγονός ότι οι αλλαγές στα κλιματικά πρότυπα διαφέρουν ανάμεσα στις διάφορες περιοχές του πλανήτη, οι αυξανόμενες αποδείξεις καταδεικνύουν ότι η περιοχή της Μεσογείου θα είναι μια από τις πλέον ευαίσθητες στην κλιματική αλλαγή, οι βασικές επιπτώσεις της οποίας θα είναι μείωση των βροχοπτώσεων και η δραστική αύξηση της θερμοκρασίας.

Αυτές οι δυσμενείς συνθήκες θα επηρεάσουν την παραγωγικότητα, έχοντας επιδράσει συνολικά στη συμπεριφορά των φυτών, αλλά επηρεάζοντας επίσης τη φαινολογία (σ.σ.: το χρονοδιάγραμμα των γεγονότων του κύκλου ζωής όλων των ζωντανών οργανισμών), η οποία είναι ιδιαιτέρως σχετική με τις πολυετείς καλλιέργειες. Από αυτή την άποψη, η αλλαγή στα κλιματικά πρότυπα, που οδηγεί σε μια διευρυμένη περίοδο ανάπτυξης χωρίς περιόδους ύπνωσης (ψυχρής περιόδου), θα μπορούσε να μειώσει δραματικά την παραγωγικότητα και/ή την ποιότητα της παραγωγής.

Παρόλα αυτά, σημειώνεται, δεν συνιστούν απειλή όλες οι αλλαγές στις περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως για παράδειγμα η αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα και η επέκταση της περιόδου ανάπτυξης μπορούν να βελτιώσουν τις αποδόσεις ορισμένων ειδών.

Επιπτώσεις που είναι ήδη εμφανείς

Η παραγωγικότητα στη Νότια Ευρώπη έχει ήδη περιοριστεί, πρωτίστως λόγω της έλλειψης νερού και της αύξησης της θερμοκρασίας, αναφέρεται με έμφαση. Χαρακτηριστικά υπογραμμίζεται πως: «λαμβάνοντας ως παράδειγμα τον καύσωνα του 2003, με τις αυξημένες θερμοκρασίες κατά 3ο-5ο C και την ετήσια μείωση των βροχοπτώσεων των 300 mm, που οδήγησαν σε μια μείωση της συνολικής αγροτικής παραγωγής στην Ευρώπη πάνω από 30%, είναι πιθανόν κλιματικές συνθήκες παρόμοιες με αυτές του 2003 να απαντώνται πολύ πιο συχνά στο μέλλον». Η ποιότητα των προϊόντων είναι μια εξίσου σημαντική πλευρά. Στην περίπτωση των εσπεριδοειδών οι υψηλές θερμοκρασίες μπορεί να έχουν συνέπειες στην ισορροπία μεταξύ σακχάρων και οξέων, επιδρώντας στα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία της οξύτητας.

Φαινόμενο ντόμινο

Επισημαίνεται, άλλωστε, πως πέρα από τη μείωση της παραγωγικότητας και την επίδοση των φυτών, οι διαφοροποιήσεις στην ποιότητα των φρούτων θα επηρεάσει το αγροτικό εισόδημα και την ανταγωνιστικότητα. Οι περίοδοι συγκομιδής συγκεκριμένων ποικιλιών φρούτων, π.χ. των εσπεριδοειδών, καθιερώθηκαν σε άμεση σχέση με την βέλτιστη ωρίμανση και προς αυτήν την κατεύθυνση εστιάζουν τις προσπάθειές τους οι αγρότες και τα δίκτυα διανομής. Αυτό είναι πιθανόν να αλλάξει άρδην από τις συνθήκες της κλιματικής αλλαγής.

Υπό αυτήν την έννοια, η αλλαγή στα κλιματικά πρότυπα, που ορίζονται από τις εναλλαγές μεταξύ ψυχρών και θερμών περιόδων, έχει ήδη σημαντική επίπτωση στην ανθοφορία και στην ωρίμανση πολλών πολυετών ειδών. Σε ορισμένες περιπτώσεις συμβαίνουν δύο ή τρεις εβδομάδες νωρίτερα απ’ ό,τι σε προηγούμενες καλλιεργητικές περιόδους.

Ακόμη, οι αλλαγές στις περιόδους κατά τις οποίες τα φυτά φυτρώνουν ή ανθίζουν μπορεί να έχει άμεση επίπτωση στους επικονιαστές, δεδομένου ότι ο συγχρονισμός που υπάρχει μεταξύ της ανθοφορίας και της εκκόλαψης αυτών των εντόμων μπορεί να χαθεί και συνεπώς να μειωθεί η παραγωγή.

Όπως υπογραμμίζεται, «τα αμπέλια, τα ελαιόδεντρα και τα εσπεριδοειδή, στα οποία εστιάζει η ανασκόπηση της μελέτης, παρά το γεγονός ότι έχουν διαφορετική βοτανική προέλευση, έχουν επηρεάσει για αιώνες την περιοχή της Μεσογείου σε οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο.

Αυτές οι εμβληματικές καλλιέργειες αντιμετωπίζουν την πρόκληση του να παραμείνουν παραγωγικές αποδίδοντας την υψηλότερη ποιότητα στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί εφαρμόζοντας δύο στρατηγικές: η πρώτη στοχεύει στη βελτιστοποίηση των φυσικών πόρων και η δεύτερη στην προώθηση καινοτόμου φυτικού υλικού προσαρμοσμένου στις δυσμενείς συνθήκες».