Μελέτη ΔιαΝΕΟσις: Πώς μπορεί να συνδεθεί ο αγροδιατροφικός τομέας με τον τουρισμό
Η σύνδεση πρωτογενούς τομέα με τον τουρισμό αποτελεί απαραίτητο συστατικό των εξαγγελιών κάθε νέου υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία και ανεξαρτήτως κυβέρνησης, χωρίς ωστόσο ποτέ αυτή να επιτυγχάνεται.
Μελέτη της ΔιαΝΕΟσις, με τίτλο «Τουρισμός και αγροδιατροφή στην Ελλάδα: Μια μεγάλη αναξιοποίητη ευκαιρία (συγγραφείς Μαριάννα Σκυλακάκη και Θεόδωρος Μπένος), η οποία δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα, εξετάζει τους λόγους για τους οποίους δεν έχει ευδοκιμήσει η διασύνδεση του κλάδου της αγροδιατροφής στην Ελλάδα και τι μπορεί να γίνει σχετικά.
Όπως αναφέρει, ένα από τα βασικά προβλήματα είναι ότι το ελληνικό τουριστικό προϊόν παραμένει μονοδιάστατο με έντονη τη χρονική και χωρική συγκέντρωση της τουριστικής δραστηριότητας. Παράλληλα, ενώ ο τουρισμός συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη και στη δημιουργία θέσεων εργασίας, το αποτύπωμά του έχει αρχίσει να προκαλεί ανησυχία, καθώς διαταράσσεται η περιβαλλοντική και κοινωνική ισορροπία των τόπων που αποτελούν τουριστικούς προορισμούς.
Οι 20 πιο δημοφιλείς χώρες για το 2019 ως προς τις αφίξεις, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία για τις κρουαζιέρες, απορροφούν σχεδόν το 60% των παγκόσμιων αφίξεων και εισπράξεων. Η χώρα μας βρίσκεται στη 13η θέση, αποσπώντας κάτι παραπάνω από το 2% των αφίξεων και κάτι περισσότερο από το 1% των τουριστικών εισπράξεων, ωστόσο η δαπάνη ανά επισκέπτη είναι σημαντικά χαμηλότερη σε σχέση με άλλες χώρες της Δύσης. Η συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία το 2019 αντιστοιχούσε στο 12,6% του ΑΕΠ. Παράλληλα, το 2021, ο πρωτογενής τομέας, μαζί με τους τομείς δασοκομίας και αλιείας, δημιούργησε Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) που αντιστοιχούσε στο 4,4% της συνολικής ΑΠΑ της Ελλάδας.
Εγγύηση ποιότητας
Η αξία της συνολικής γεωργικής παραγωγής στην Ελλάδα αντιστοιχεί περίπου στο 2,8% της συνολικής γεωργικής παραγωγής της ΕΕ. Πάνω από 50% της αξίας της ελληνικής γεωργικής παραγωγής προέρχεται από φρούτα, λαχανικά και ελαιόλαδο. Η Ελλάδα έχει πολλά προϊόντα τα οποία στη συνείδηση των καταναλωτών είναι καταχωρημένα ως προϊόντα ποιότητας, ενώ πολλά έχουν κατοχυρωθεί και ως σήματα στην ΕΕ. Μέχρι τα μέσα Μαρτίου του 2023, η χώρα μας κατείχε 115 ονομασίες εδώδιμων αγαθών (το 6,8% του συνόλου της ΕΕ), 147 ονομασίες οίνων (το 9% του συνόλου) και 15 ονομασίες οινοπνευματωδών (το 5,8% του συνόλου).
Παράλληλα, τα ελληνικά προϊόντα είναι γνωστά και στο εξωτερικό, γεγονός που αυξάνει την «αξία» τους για τους τουρίστες που επισκέπτονται την Ελλάδα. Το 2020, η αξία των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων της Ελλάδας ξεπέρασε τα 6,5 δισ. ευρώ.
Ο αγροτοδιατροφικός κλάδος έχει σημαντικές ευκαιρίες-διόδους διασύνδεσης με τον τουρισμό. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης:
✱ Το 30% των δαπανών του εγχώριου τουρισμού πηγαίνει στην εστίαση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των δαπανών του εισερχόμενου τουρισμού φτάνει στο 18%.
✱ Το 73,3% των προμηθειών των ξενοδοχείων αφορά τρόφιμα και ποτά.
✱ Το 60% περίπου των Ελλήνων ξενοδόχων προτιμά να προμηθεύεται για τις επιχειρήσεις τους εγχώρια αγροδιατροφικά προϊόντα.
✱ Το 30,4% των προμηθειών των ξενοδοχείων σε τρόφιμα/ποτά προέρχεται απευθείας από τους εγχώριους παραγωγούς.
Ωστόσο, στην πράξη, αναδεικνύονται πολλά προβλήματα που εμποδίζουν τους δύο τομείς να συνεργαστούν σε βάθος χρόνου και αποδοτικά. Οι τουριστικές μονάδες πιστεύουν ότι η συνεργασία με τους φορείς αγροτοδιατροφής δεν είναι αποδοτική και αποτελεσματική σε σχέση με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις τους. Αναφέρουν συγκεκριμένα εμπόδια κάλυψης της γκάμας των προϊόντων που χρειάζονται, έλλειψη τυποποίησης και σταθερής προμήθειας των αναγκαίων ποσοτήτων.
Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με μελέτη της PwC (2018), αν και το 73,3% των προμηθειών των ξενοδοχείων αφορά τρόφιμα και ποτά, οι ξενοδόχοι προτιμούν τα εγχώρια προϊόντα κατά περίπου 60%, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των προμηθειών πραγματοποιείται από ενδιαμέσους. Όμως, σε έναν από τους πιο δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς της χώρας, τη Σαντορίνη, η οποία μάλιστα διαθέτει ιδιαίτερο «καλάθι» αγροδιατροφικών προϊόντων, η διασύνδεση με το τοπικό σύμπλεγμα αγροδιατροφής είναι δυσχερής. Ο εφοδιασμός των προϊόντων από τοπικούς παραγωγούς λειτουργεί μόνο επικουρικά σε σχέση με τον εφοδιασμό από συμβατικά κανάλια (π.χ. από χονδρεμπόρους του νησιού και από την κεντρική αγορά της Αθήνας).
Ένα παράδειγμα επιτόπιας έρευνας
Για την πραγματοποίηση ποσοτικής έρευνας επιλέχθηκε ο Νομός Ηλείας. Στην έρευνα πήραν μέρος 96 τουριστικές μονάδες και 32 φορείς αγροτοδιατροφής. Σε ό,τι αφορά τη διασύνδεση των τουριστικών μονάδων με τον κλάδο της αγροδιατροφής, σε γενικές γραμμές, τα ποσοστά για τα εγχώρια τρόφιμα, τόσο για τα νωπά, όσο και για τα επεξεργασμένα, κινούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα. Ωστόσο, σίγουρα δεν είναι τα επιθυμητά. Εκεί όμως που φαίνεται ότι υπάρχει μεγάλο έλλειμμα είναι στα ποτά ή στις περιπτώσεις που οι προμήθειες γίνονται απευθείας από τους παραγωγούς. Χαρακτηριστικά, μόνο το 8% των προϊόντων που προμηθεύονται οι τουριστικές μονάδες φτάνει απευθείας από παραγωγούς.
Σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα διασύνδεσης για τους φορείς της αγροδιατροφής, από τους 32 φορείς, 7 προμηθεύουν απευθείας τουριστικές μονάδες και 12 προμηθεύουν εστιατόρια. «Εντύπωση προκαλεί πάντως το γεγονός», επισημαίνεται στη μελέτη, «ότι κανένας από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς -οι οποίοι συγκεντρώνουν ποσότητες από προϊόντα- δεν συνεργάζεται απευθείας με τουριστικές μονάδες ή εστιατόρια». Φαίνεται, όμως, ότι τα μικρότερα σχήματα έχουν αναπτύξει τέτοιες απευθείας σχέσεις. Τέλος, όσοι συνεργάζονται απευθείας με καταλύματα, κατά μέσο όρο διοχετεύουν σχεδόν 31% της παραγωγής τους σε αυτά, ενώ όσοι προμηθεύουν απευθείας εστιατόρια δίνουν κατά μέσο όρο περίπου 28% της παραγωγής τους σε αυτά.
Κατανομή της παραγωγής της Ελλάδας
Ένα από τα σημαντικά προβλήματα που καταγράφονται είναι ότι πολλά προϊόντα παράγονται σε συγκεκριμένες περιφέρειες, οι οποίες δεν είναι ανεπτυγμένες τουριστικά και το αντίθετο. Παράλληλα, δεν έχει δημιουργηθεί ένα σταθερό δίκτυο διακίνησης και προμηθειών που να συνδέει τους τόπους παραγωγής με τους τουριστικούς προορισμούς.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (2022β) για το 2019, στη Βοιωτία παράγεται σχεδόν το 60% της εθνικής παραγωγής καρότων και ξερών κρεμμυδιών, στον Έβρο παράγεται το 35% των σκόρδων, στη Ροδόπη παράγεται το 28% της εθνικής παραγωγής σε μπάμιες, ενώ στη Λάρισα βρίσκεται το 47% της καλλιεργούμενης γης σε αχλάδια και παράγεται το 47% της φάβας από λαθούρι. Υπάρχουν, βέβαια, και άλλα παραδείγματα που είναι σχετικά γνωστά, όπως ότι στο Λασίθι παράγεται το 50% της εθνικής παραγωγής σε ντομάτες θερμοκηπίου (30% του συνόλου) και το 70% σε πιπεριές θερμοκηπίου (40% του συνόλου), ότι στους νομούς Καστοριάς και Φλώρινας αθροιστικά παράγεται το 35% των φασολιών ή ότι στους νομούς Μεσσηνίας και Λακωνίας αθροιστικά υπάρχει το 20% των ελαιώνων.
Ζωική παραγωγή
Στη ζωική παραγωγή είναι γνωστή η βαρύτητα που έχουν οι περιφέρειες Θεσσαλίας και Κεντρικής Μακεδονίας. Στα βοοειδή, η Βόρεια Ελλάδα έχει συντριπτική υπεροχή, στα χοιροειδή αξιόλογα μερίδια διατηρούν αρκετές περιοχές, αλλά ξεχωρίζουν η Θεσσαλία, η Ήπειρος και η Δυτική Ελλάδα, στα προβατοειδή τα ηνία έχει η Κρήτη, στις αίγες υπάρχει μια σχετική ισορροπία, ενώ στα πουλερικά ξεχωρίζει με διαφορά η Ήπειρος, αν και σημαντική παρουσία έχουν η Στερεά Ελλάδα και η Κεντρική Μακεδονία.
Αλιεία
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (2021) για τη θαλάσσια αλιεία, η ποσότητα των αλιευμάτων ανήλθε σε 81.920 τόνους το 2019 και η αξία σε 273,4 εκατ ευρώ. Αν και η αντιστοίχιση με τις περιφέρειες δεν μπορεί να είναι απολύτως ακριβής, αξίζει να σημειωθεί πως η μεγαλύτερη ποσότητα αλιευμάτων προέρχεται από τη Βόρεια Ελλάδα. Για το 2019, το 30% των αλιευμάτων προήλθε από τους κόλπους του Στρυμωνικού και της Καβάλας, τις ακτές της Θάσου και το Θρακικό Πέλαγος, δηλαδή από θαλάσσιες περιοχές που αναφέρονται (κυρίως) στην Περιφέρεια της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
Επίσης, το 24,4% των αλιευμάτων προήλθε από τον Θερμαϊκό Κόλπο και κόλπους της Χαλκιδικής, δηλαδή από θαλάσσιες περιοχές που αναφέρονται στην Περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας. Για τις υδατοκαλλιέργειες, το 2019, η ποσότητα των αλιευμάτων ανήλθε σε 128.783,7 τόνους και η αξία σε 508,1 εκατ ευρώ (ΕΛΣΤΑΤ, 2022).
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται έκδηλο ότι η κύρια παραγωγή της χώρας στα προϊόντα που απορροφά ο τουρισμός πραγματοποιείται στην Κεντρική Μακεδονία, στη Θεσσαλία, στη Στερεά Ελλάδα και στην Αττική, ενώ ο κύριος όγκος των ξενοδοχείων βρίσκεται στη νότια και τη νοτιοανατολική Ελλάδα.
Η διασύνδεση των δύο κλάδων παρουσιάζει εικόνα εξάρτησης από τα δίκτυα διανομής, κυρίως λόγω της χωρικής ανισοκατανομής της παραγωγής και της κατανάλωσης, με τις μεταφορικές υποδομές και τη βιομηχανία τροφίμων να βρίσκονται κατά βάση στον άξονα του «ΠΑΘΕ».
Συμπεράσματα✱ Το 73,3% των προμηθειών των ξενοδοχείων αφορά τρόφιμα και ποτά, αλλά μόνο το 30,4% των προμηθειών γίνεται απευθείας από τους παραγωγούς. ✱ Οι ξενοδόχοι προτιμούν τα εγχώρια προϊόντα, αλλά δεν τα επιλέγουν σε τόσο μεγάλο βαθμό, κυρίως λόγω αδυναμίας κάλυψης της απαιτούμενης γκάμας, λόγω μη κάλυψης της ζήτησης και στη χαμηλότερη ποιότητα προϊόντων, εξαιτίας του υψηλότερου κόστους σε σχέση με τα εισαγόμενα, αλλά και διότι η συνεργασία με τους προμηθευτές είναι συχνά αναποτελεσματική. ✱ Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης στους μηχανισμούς διακλαδικής επικοινωνίας. ✱ Ο πρωτογενής τομέας έχει σημαντική δυναμική, κυρίως ως προς τα φρούτα και τα νωπά λαχανικά, αλλά αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες του τουριστικού κλάδου, ειδικά ως προς την ποσότητα και την τυποποίηση πολλών προϊόντων. ✱ Ο τομέας της βιομηχανίας τροφίμων, ενώ χρησιμοποιεί εγχώριες πρώτες ύλες και έχει διείσδυση στον τουριστικό κλάδο, δεν καλύπτει σε ικανοποιητικό βαθμό τις ανάγκες του τελευταίου ως προς την γκάμα, την ποσότητα και την πιστοποίηση αρκετών προϊόντων. |
Λύσεις που προτείνει η μελέτη
1. Κεντρικά:
✱ Στρατηγικό εθνικό σχέδιο για την επίτευξη διασύνδεσης μεταξύ των δύο κλάδων και την προώθηση του συνδυαστικού εθνικού brand αγροδιατροφής -τουρισμού.
✱ Ψηφιακό δίκτυο πληροφόρησης και διασύνδεσης αγροδιατροφής και τουρισμού.
✱ Στρατηγικό σχέδιο για τα προγράμματα ποιότητας και πιστοποίησης των αγροδιατροφικών προϊόντων.
✱ Δράσεις ενημέρωσης και κατάρτισης για αντιμετώπιση άλυτων ζητημάτων διασύνδεσης.
2. Περιφερειακά:
✱ Ενδυνάμωση Αγροδιατροφικών Συμπράξεων ώστε να αναλάβουν πρωτοβουλίες για γεφύρωση του χάσματος (εκπαιδευτικά προγράμματα, συμβουλευτική υποστήριξη, προγράμματα πιστοποίησης της εντοπιότητας προϊόντων).
✱ Ανάπτυξη οργανωμένων προγραμμάτων διαμεσολάβησης.
✱Δημιουργία ειδικά προσαρμοσμένων πακέτων «all-inclusive» που να περιλαμβάνουν συγκεκριμένα ποσοστά κατανάλωσης τοπικών προϊόντων.
✱ Ανάπτυξη άλλων μορφών θεματικού τουρισμού (π.χ. πολιτιστικού, θρησκευτικού), στο πλαίσιο των οποίων να θεσμοθετούνται δικτυώσεις και τοπικά σύμφωνα ποιότητας που να έχουν στον πυρήνα τους τη γαστρονομία.
3. Τοπικά:
✱ Πρόγραμμα δημιουργίας πωλητηρίων και προθηκών σε ξενοδοχεία και εστιατόρια, με συνεργασία των Επιμελητηρίων και των Δήμων.
✱ Ενίσχυση των γαστρονομικών εμπειριών και σύνδεσή τους με τη νεανική επιχειρηματικότητα και με περιοχές με φυσικά μειονεκτήματα (π.χ. ορεινές περιοχές).