Μπροστά σε νέες προκλήσεις: Γεωργία και κορωνοϊός

γράφει ο Χαράλαμπος Κασίμης, Καθηγητής Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην γεν. γραμματέα ΥΠΑΑΤ

Το παρόν κείμενο αποτελεί σύνοψη άρθρου μου που δημοσιεύτηκε από το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ και διερευνά τα αίτια εκδήλωσης νέων ασθενειών, όπως ο COVID-19, με έμφαση σε τρεις κύριες παραμέτρους: Η πρώτη συνδέεται με την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις στο φυσικό οικοσύστημα, η δεύτερη με το ίδιο το μοντέλο της βιομηχανικής γεωργίας και η τρίτη με την κατανάλωση και εμπορία εξωτικών ειδών και την ένταξή τους στη διατροφική αλυσίδα.

Η κλιματική αλλαγή

Όλο και περισσότερο οι ζωονόσοι συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, αλλά και την ανθρώπινη δραστηριότητα και συμπεριφορά, που οδηγεί στην καταστροφή των παρθένων δασών για την εκμετάλλευση της ξυλείας τους και την ανάπτυξη της βιομηχανικής γεωργικής παραγωγής.

Η διατάραξη των οικότοπων των ζώων ενέχει άμεσους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία. Μικροοργανισμοί που μέχρι πρότινος αφορούσαν στα ζώα αυτά χωρίς να είναι λοιμογόνοι λόγω συνεξέλιξης και προσαρμογής, έρχονται πλέον σε επαφή με τον άνθρωπο και το οικοσύστημά του. Ως αποτέλεσμα, δημιουργούνται συνθήκες που είναι ευνοϊκές στην πρόκληση επιδημιών και πανδημιών.

Η βιομηχανική γεωργία

Η αυξανόμενη εμφάνιση ζωοανθρωπονόσων συνδέεται στενά με τον τρόπο που παράγονται τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης και με την εντατικοποίηση της ζωικής παραγωγής, κυρίως μεγάλων αγροτοβιομηχανικών επιχειρήσεων.

Το μοντέλο αυτό φαίνεται ότι μέχρι σήμερα ανταποκρίθηκε στην αυξανόμενη ζήτηση για αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα, αυξάνοντας την παραγωγικότητά του αλλά με υψηλό κόστος για το περιβάλλον, το κλίμα, τη βιοποικιλότητα και ορισμένες φορές και για τη βιοσφάλεια.

Τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη του βιομηχανικού μοντέλου γεωργίας έχει επεκταθεί και σε άλλες ηπείρους πέραν της Ευρώπης και Β. Αμερικής.

Η αποδάσωση και η αρπαγή των εδαφών των ιθαγενών πληθυσμών αυτών των ηπείρων συνδέονται με μία «βίαιη» επιβολή του βιομηχανικού μοντέλου εντατικής παραγωγής επάνω σε ένα, κατά τα άλλα, παρθένο οικοσύστημα.

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Βραζιλίας και των άλλων κρατών γύρω από τον Αμαζόνιο που οδήγησαν σε αποψίλωση δάσους έκτασης 450.0002 χλμ, που αντιστοιχεί στην έκταση μιας χώρας όπως η Σουηδία. Η Βραζιλία εκτρέφει πλέον πάνω από 200 εκατ. βοοειδή, κατέχοντας το 1/4 της παγκόσμιας αγοράς, και είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας κρέατος.

Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων – επιχειρήσεων κοντά σε δάση και απομακρυσμένες περιφερειακές περιοχές, φέρνει παραγωγικά ζώα και ανθρώπους σε διεπαφή με άγριους πληθυσμούς ζώων που φέρουν διάφορα παθογόνα, για τα οποία δεν υπάρχει ανοσία στα ζώα εκτροφής των μονάδων αυτών.

Έτσι, λοιπόν, αυτό το μοντέλο βιομηχανικής παραγωγής αποτελεί μια συνεχώς ανανεούμενη βάση ευπαθών πληθυσμών ενώ παράλληλα οι χώρες αυτές, για να ανταπεξέλθουν στον διεθνή ανταγωνισμό, δεν τηρούν αυστηρούς κανόνες και δεν επενδύουν στις αναγκαίες υποδομές βιοασφάλειας και ευζωίας.

Η κατανάλωση και εμπορία των εξωτικών ειδών

Η τρίτη αιτία της εκδήλωσης νέων ασθενειών όπως το COVID-19 συνδέεται με τα εξωτικά/άγρια είδη τα οποία γίνονται όλο και περισσότερο αντικείμενο κατανάλωσης και εμπορίας και εντάσσονται στη διατροφική αλυσίδα, χωρίς καν να έχει ελεγχθεί η διατροφική ασφάλειά τους.

Η ύπαρξη ανθυγιεινών και χωρίς κανονισμούς αγορών άγριων ειδών, όπως αυτή της Wuhan στην Κίνα, δημιούργησαν το ιδανικό περιβάλλον για τη μετάδοση του ιού στον άνθρωπο. Στην Κίνα, μάλιστα, όπου υπάρχει μια πολιτισμική παράδοση κατανάλωσης και εμπορίας άγριων ειδών ζώων, η πιθανότητα εκδήλωσης ενός συμβάντος επαφής του ιού με ένα νέο ξενιστή, τον άνθρωπο, έγινε πραγματικότητα.

Οι νέες προκλήσεις

H κλιματική και η πρόσφατη υγειονομική κρίση ανέδειξαν νέες προτεραιότητες. Όλοι συνομολογούν ότι βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι μεγάλων μετασχηματισμών σε ό,τι αφορά τόσο την παραγωγή, όσο και τη διανομή και κατανάλωση των αγροτικών προϊόντων και τροφίμων.Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει τις εν λόγω προκλήσεις με την πρόταση της «στρατηγικής από το χωράφι στο πιάτο», στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας για κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050 και προσαρμόζει σε αυτήν τη νέα ΚΑΠ. Στοχεύει, όπως σημειώνει, σε ένα δίκαιο, υγιεινό και περιβαλλοντικά φιλικό σύστημα κατά μήκος όλης της αλυσίδας αξίας της γεωργικής παραγωγής.

Απέναντι σε αυτή την πρόταση πολιτικής, ο αγροτικός κόσμος καλείται από τη μία πλευρά «να κάνει περισσότερα με λιγότερα», λόγω της μείωσης των πόρων της ΚΑΠ, και από την άλλη να αντιμετωπίσει τον διεθνή ανταγωνισμό χωρών που λειτουργούν με χαλαρότερους κανόνες προστασίας του περιβάλλοντος, ασφάλειας τροφίμων και ευζωίας. Πρόκειται για μια δύσκολη εξίσωση, την οποία θα κληθούμε και εμείς να διαχειριστούμε σύντομα.

Έχουμε μια μοναδική ευκαιρία να συζητήσουμε σοβαρά για τον στρατηγικό προσανατολισμό της ελληνικής γεωργίας τα επόμενα χρόνια.

Με δεδομένα τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής γεωργίας και την υψηλή γεωγραφική παραλλακτικότητα των καλλιεργειών, ο στρατηγικός μας προσανατολισμός θα πρέπει να στοχεύει αφενός στη βελτίωση, από άποψη αποδοτικότητας, του μοντέλου μαζικής παραγωγής ομοειδών προϊόντων που χαρακτηρίζεται από χαμηλές τιμές αλλά και ισχυρό διεθνή ανταγωνισμό, και αφετέρου στη σταδιακή μετατόπιση προς το μοντέλο της διαφοροποιημένης παραγωγής προϊόντων ποιότητας και ταυτότητας, γεωγραφικών ενδείξεων και οργανικής γεωργίας, ασφάλειας και πιστοποίησης, στα οποία εντοπίζεται και το συγκριτικό πλεονέκτημα της ελληνικής γεωργίας.

Στο πλαίσιο αυτό, άμεσες και αναγκαίες παρεμβάσεις κρίνονται οι εξής:

1. Ένα ολοκληρωμένο σχέδιο παρεμβάσεων για μια γενναία δημογραφική ανανέωση του αγροτικού πληθυσμού.

2. Ένα εθνικό σχέδιο επαναφοράς της τοπικής παραγωγής με σύντομες αλυσίδες αξίας, με μικρό περιβαλλοντικό αποτύπωμα και διακλαδικές συνδέσεις.

3. Ένα εθνικό λειτουργικό σύστημα διαχείρισης της γνώσης, κατάρτισης, έρευνας, καινοτομίας, ψηφιοποίησης της γεωργίας, νέων τεχνολογιών και γεωργικής συμβουλευτικής.

4. Η εκπόνηση, προσαρμογή και εφαρμογή εθνικών, ευρωπαϊκών και διεθνών συστημάτων ποιότητας για τη διασφάλιση και προαγωγή της ποιότητας και ασφάλειας των αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, με προστασία της προέλευσης και της ταυτότητάς τους.

Μια τέτοια πρόταση μπορεί να υπηρετήσει καλύτερα βασικές αξίες της αγροτικής ανάπτυξης όπως τη διασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, την προστασία του περιβάλλοντος, του κλίματος και του τοπίου, καθώς και την κοινωνική συνοχή της υπαίθρου.