OOΣΑ: «Η πράσινη μετάβαση περνάει από τη Γεωργία Άνθρακα»

Η ετήσια έκθεση του Oργανισμού για τις οικονομικές εξελίξεις στην ΕΕ

Στην πρόσφατη ετήσια έκθεσή του για την οικονομική πολιτική και τις εξελίξεις στην οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) αναφέρεται στις προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν (ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός, ενοποίηση της αγοράς κ.ά.). Μια από τις βασικές είναι η επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, αν και οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου (GHG) μειώθηκαν κατά το ένα πέμπτο (20%) την τελευταία δεκαετία, οι μειώσεις των εκπομπών έλαβαν χώρα κυρίως σε τομείς όπως η βιομηχανία ενέργειας, ενώ τομείς που δεν καλύπτονται από το ΣΕΕ (κυρίως η γεωργία και οι μεταφορές) συνέβαλαν ελάχιστα.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, απαιτείται περισσότερη δράση σε όλους τους κλάδους, αλλά ιδιαίτερα σε τομείς εκτός ΣΕΕ, ώστε να επιτευχθεί ο φιλόδοξος στόχος των μηδενικών εκπομπών ρύπων έως το 2050. Αυτό συνεπάγεται τη χρήση ολόκληρης της εργαλειοθήκης πολιτικών μετριασμού των επιπτώσεων των εκπομπών ρύπων, όπως και πρωτοβουλιών που θα δώσουν ώθηση στις πράσινες επενδύσεις και θα κινητροδοτήσουν τους αγρότες έμπρακτα. Μια από τις αναγκαίες πολιτικές είναι η ανάπτυξη της Γεωργίας Άνθρακα.

«Αναγκαία η ανάπτυξη της Γεωργίας Άνθρακα»

Παρά το γεγονός ότι στο στόχαστρο του ΟΟΣΑ βρίσκεται ο πρωτογενής τομέας (όπως υποστηρίζει η έκθεση, η συμβολή του στον στόχο της μείωσης των εκπομπών αερίων ήταν μέχρι σήμερα μικρή σε σύγκριση με άλλους κλάδους), αναδεικνύεται η ανάγκη για τομές στα ζητήματα της τιμολόγησης των εκπομπών άνθρακα, αλλά και στην εν γένει διαχείρισή του.

Σε μια -ίσως μονόπλευρη- κριτική αναφέρεται ότι «η ΚΑΠ δεν ήταν αποτελεσματική στη μείωση των εκπομπών στη γεωργία κατά την περασμένη δεκαετία. Για παράδειγμα, οι Άμεσες Ενισχύσεις στους αγρότες διατηρούν τον αριθμό των ζώων σε υψηλά επίπεδα, παρά τις αρνητικές επιπτώσεις τους στο κλίμα.

Επιπλέον, μέτρα μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και των εκπομπών αερίων είναι εθελοντικά και έχουν χαμηλή δυναμική μείωσης των εκπομπών». Στο σχετικό γράφημα παρουσιάζεται η εξέλιξη σημαντικών τομέων της ανθρώπινης δραστηριότητας ως προς την πρόοδο που έχουν κάνει στο θέμα της μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Στη συνέχεια, ωστόσο, οι συγγραφείς της έκθεσης αναγνωρίζουν ότι οι αγρότες δεν μπορούν να τα κάνουν όλα μόνοι τους και χρειάζονται οικονομική στήριξη και κίνητρα.

Συγκεκριμένα, αναφέρουν ότι «υπάρχει ανάγκη για μεγαλύτερη εναρμόνιση των τιμών του άνθρακα, προτού αυτές αρχίσουν να αυξάνονται σταδιακά. Η άνιση κάλυψη του ΣΕΕ μεταξύ των τομέων και οι διαφορές μεταξύ των εθνικών φορολογικών συστημάτων επιβάλλουν διαφορετικά κίνητρα μείωσης μεταξύ χωρών και δραστηριοτήτων, οδηγώντας σε υψηλότερο κόστος για την επίτευξη των κλιματικών στόχων. Η βιομηχανία εξακολουθεί να λαμβάνει δωρεάν τα περισσότερα δικαιώματα εκπομπών. Η μείωση των εκπομπών σε τομείς εκτός του ΣΕΕ απαιτεί επέκταση της τιμολόγησης του άνθρακα στη γεωργία».

Περαιτέρω ενοποίηση της αγοράς στο πλαίσιο της διπλής μετάβασης

Η ισχυροποίηση της ενιαίας αγοράς της ΕΕ αποτελεί ακόμα έναν βασικό πυλώνα στον οποίο θα πρέπει να επικεντρωθούν οι προσπάθειες της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, σε εναρμονισμό με τους στόχους της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «η μακροοικονομική σταθεροποίηση μπορεί να βοηθηθεί με την περαιτέρω ανάπτυξη της Ενιαίας αγοράς, η οποία θα ανακουφίσει πιέσεις κόστους και τιμών, με την επέκταση της μακροπρόθεσμης παραγωγικής ικανότητας των χωρών της ΕΕ. Το πρόγραμμα “Next Generation EU” θα προσφέρει ορισμένες από τις σημαντικές επενδύσεις που απαιτούνται για να λειτουργήσει η Ενιαία αγορά για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση».

Στη συνέχεια, υποστηρίζεται ότι οι δημόσιες επενδύσεις προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συνοδεύονται από περισσότερες ιδιωτικές, ενώ παράλληλα θα πρέπει να αμβλυνθούν οι χρηματοοικονομικοί περιορισμοί, ιδιαίτερα για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. «Επίσης χρειάζεται να γίνουν περισσότερα για την άρση των επίμονων φραγμών στον τομέα των υπηρεσιών και στην αύξηση της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού. Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρξει εναρμόνιση των εθνικών κανονισμών το ευρωπαϊκό πλαίσιο στον τομέα της κυκλικής οικονομίας» υπογραμμίζουν οι γράφοντες.

Η συνεισφορά του πρωτογενούς τομέα στη μείωση των εκπομπών

Τα αγροτικά νοικοκυριά πιο ευάλωτα από τις αυξήσεις σε τρόφιμα και ενέργεια

Στην έκθεση αφιερώνονται αρκετές σελίδες για τις εξελίξεις της οικονομίας, και την έξαρση του πληθωρισμού στην ΕΕ και τις αυξήσεις των τιμών στην ενέργεια και στα τρόφιμα. Μάλιστα αναφέρεται ότι οι επιπτώσεις των αυξημένων αυτών αγαθών επηρεάζουν άνισα τις διάφορες κατηγορίες πολιτών με τους κατοίκους στα χωριά και τους ηλικιωμένους να νιώθουν πιο βαριές τις επιπτώσεις της κατάστασης.

Συγκεκριμένα αναφέρεται: «Η επίδραση στην αγοραστική δύναμη του μέσου νοικοκυριού οφείλεται κυρίως στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων. Τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος και της υπαίθρου και οι ηλικιωμένοι ήταν γενικά πιο εκτεθειμένοι στο σοκ τιμών από το μέσο νοικοκυριό, αν και οι απώλειες αγοραστικής δύναμης αυτών των ομάδων είναι ετερογενείς μεταξύ των χωρών.

Το να ζεις με χαμηλό εισόδημα συχνά δεν είναι η πιο σημαντική ευπάθεια σε σύγκριση με το να ζεις σε ένα μικρό, απομονωμένο χωριό και να είσαι ηλικιωμένος, που είναι και οι δύο κύριοι παράγοντες ευπάθειας», σημειώνουν οι συγγραφείς.

 

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Υπαιθρος Χώρα»
που κυκλοφόρησε την Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023