Ποιες πρακτικές αυξάνουν τον κίνδυνο θανάτου των μελισσών

Τη μεγαλύτερη συστηματική συλλογή στοιχείων για τη θνησιμότητα ήμερων και άγριων μελισσών πραγματοποίησε η Ευρωπαϊκή Αρχή

Η θνησιμότητα των ενήλικων μελισσών από φυσικά αίτια, αλλά και ως αποτέλεσμα των πρακτικών που εφαρμόζονται στη μελισσοκομία, ήταν το αντικείμενο της μελέτης που πραγματοποίησε η EFSA, στο πλαίσιο της γενικότερης αναθεώρησης του εγγράφου καθοδήγησής της σχετικά με την επικινδυνότητα των φυτοπροστατευτικών προϊόντων στις μέλισσες. Για το τελευταίο, η Κομισιόν είχε ζητήσει τον Μάρτιο του 2019, από την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων, την αναθεώρηση του σχετικού οδηγού.

Η μελέτη, με τίτλο «Ανασκόπηση και περίληψη των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη θνησιμότητα των μελισσών», δημοσιεύτηκε στις 28 Ιουλίου και στόχος της EFSA είναι η ενίσχυση της γνώσης μέσω της υιοθέτησης μίας πιο συστηματικής προσέγγισης από αυτήν που υπήρχε προηγουμένως και η διεύρυνση του πεδίου ανάλυσης πέρα από τη θνησιμότητα των συλλεκτριών.

Παρά τους πολλούς εγγενείς περιορισμούς των δεδομένων, η μελέτη προσφέρει τη μεγαλύτερη συστηματική συλλογή δεδομένων στο συγκεκριμένο αντικείμενο, υποστηρίζει στα συμπεράσματά της η EFSA, καθώς παρέχει το πιο στέρεο έδαφος απεικόνισης του ρυθμού θνησιμότητας των μελισσών και για τις τρεις βασικές κατηγορίες τους, στοιχεία που αναμένεται να ενημερωθούν στην αναθεώρηση. Συστηματική ανασκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, αλλά και έρευνα σε μελισσοκόμους από διάφορες χώρες της ΕΕ, αποτέλεσαν τις κύριες πηγές πληροφοριών.

Ακόμη, σχηματίστηκαν οκτώ διαφορετικές ερωτήσεις αξιολόγησης κινδύνων, ώστε να καλύψουν όχι μόνο τις διάφορες κατηγορίες μελισσών, αλλά και τη διαφορά μεταξύ των ενεργών και μη ενεργών περιόδων τους, καθώς και των επιπτώσεων που έχουν οι πρακτικές εκτροφής που εφαρμόζονται. Παράλληλα, η ομάδα εργασίας της EFSA προτείνει επίσης τέσσερις πιθανές προσεγγίσεις για τον καθορισμό των ειδικών στόχων προστασίας (SPGs), με τους διαχειριστές κινδύνου να πρέπει να καταλήξουν στην επικρατέστερη, που θα χρησιμοποιηθεί στην αναθεώρηση.

Υψηλότερο ρυθμό ημερήσιας θνησιμότητας κατέγραψαν οι εκτρεφόμενες συλλέκτριες

Διαφορές στα επίπεδα θνησιμότητας εντόπισε η μελέτη, μεταξύ της θέσης και των ρόλων που κατέχουν οι μέλισσες στην αποικία, σημειώνοντας ότι στην περίπτωση των εκτρεφόμενων τα δεδομένα επαρκούν για ασφαλή συμπεράσματα, εν αντιθέσει με τα λιγότερα και περισσότερο «σκόρπια» δεδομένα που παρέχονται για τους άγριους πληθυσμούς. Περιορισμένες επιπτώσεις στη θνησιμότητα των μελισσών φαίνεται ότι έχουν οι μελισσοκομικές πρακτικές, αν και δεν είναι αμέτοχες, αναφέρουν οι μελετητές.

Τον υψηλότερο ρυθμό ημερήσιας θνησιμότητας, με μέσες τιμές μεταξύ 10%-12% και τιμές που πάντοτε υπερέβαιναν το 5%, διαπίστωσαν οι μελετητές στις μέλισσες συλλέκτριες, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά συντηρητικό τον ρυθμό θνησιμότητας της τάξεως του 5,3% στο έγγραφο της EFSA του 2013. «Μόλις ένα από τα 191 δείγματα έδειξε μικρότερη τιμή», αναδεικνύει η μελέτη. To μικρότερο σύνολο δεδομένων εμφάνισαν οι μέλισσες σε κυψέλη, με ημερήσιο ρυθμό θνησιμότητας 3,7%-6,3%.

Αντίθετα, τα περισσότερα δεδομένα αναφέρονται γενικά στις μέλισσες εργάτριες, ανεξαρτήτως ρόλου και φάσεων, με τα επίπεδα ημερήσιας θνησιμότητας να είναι χαμηλότερα από αυτά των συλλεκτριών και τις τιμές στο 3,5%-4%, παρά τα διαφορετικά στοιχεία που προέκυψαν από τις διαφορετικές συνθήκες των πειραμάτων. Επιπλέον, ένα ξεκάθαρο μοτίβο αυξανόμενου ρυθμού θνησιμότητας από την άνοιξη στο καλοκαίρι κατέγραφαν μικρότερες μελέτες, που εκπονήθηκαν στην κεντρική Ευρώπη. Επίπεδα αντίστοιχα με αυτά των συλλεκτριών κατέγραψαν και οι κηφήνες κατά τους καλοκαιρινούς μήνες (7%-10%), που ωστόσο μειώθηκαν την άνοιξη και το φθινόπωρο.

Σε ό,τι αφορά τη θνησιμότητα που καταγράφηκε κατά τους «ανενεργούς» χειμερινούς μήνες, τα αποτελέσματα ήταν ποικίλα. Σύμφωνα με περιορισμένο αριθμό μελετών, η ημερήσια θνησιμότητα ήταν αισθητά χαμηλότερη από αυτήν της ενεργής περιόδου, κάτω δηλαδή του 1%, με μέσες τιμές περίπου 0,35%.

Παρά τις λίγες περιπτώσεις όπου εντοπίστηκαν αυξήσεις της ημερήσιας θνησιμότητας, περιορισμένα παραδείγματα επίπτωσης στην ημερήσια θνησιμότητα των ενήλικων μελισσών εμφάνισαν η εφαρμογή σκευασμάτων για την αντιμετώπιση της βαρρόα καθώς και η πρακτική μεταφοράς των κυψελών, όπου οι επιπτώσεις από αυτή την ενέργεια περιορίζονται σημαντικά στον χρόνο (συνήθως την επόμενη μέρα της μεταφοράς).

Τα ευρήματα αυτά συμβαδίζουν ως έναν βαθμό με την έρευνα, από την οποία το κύριο αποτέλεσμα που προκύπτει ως προς τη θνησιμότητα, σε σχέση με τις κοινές μελισσοκομικές πρακτικές, είναι ένας ρυθμός κάτω του 1%, ενώ μόνο δύο πρακτικές έδειξαν υψηλότερο κίνδυνο, το «άνοιγμα της κυψέλης» και το «κάπνισμα του μελισσιού».

Στο 44,6% ο μέσος όρος επιτυχούς διαχείμασης στις βασίλισσες βομβίνους

Τα δεδομένα για τους βομβίνους και για τους πληθυσμούς μοναχικών μελισσών ήταν αισθητά μικρότερα από αυτά των εκτρεφόμενων, ενώ οι διάσπαρτες πληροφορίες για έναν αριθμό ειδών δεν επιτρέπουν παρά τον καθορισμό ενός εύλογου εύρους του ρυθμού ημερήσιας θνησιμότητας, καθώς και κάποιες ενδείξεις για τις διαφορές μεταξύ των ειδών σε ό,τι αφορά τους πρώτους.

Ο μικρότερος ρυθμός ημερήσιας θνησιμότητας καταγράφηκε στον Bombus terrestris, περίπου 2%, όταν άλλα είδη, όπως οι B. pascuorum, B. lucorum και B. Lapidarius, κατέγραψαν ρυθμό της τάξεως του 6%. «Ο ημερήσιος ρυθμός θνησιμότητας του 4,4% της μελέτης του 2013 της EFSA δεν φαίνεται συντηρητικός στα B. terrestris, ωστόσο η τιμή αυτή δεν ανταποκρίνεται τόσο σε άλλα είδη», διαπιστώνει η έκθεση.

Ο υπολογισμός του αντίστοιχου ρυθμού στις βασίλισσες βομβίνους δεν ήταν εφικτός με τις παρούσες ενδείξεις, ενώ με βάση μία αναφορά στη θνησιμότητά τους κατά την ενεργή περίοδο, για είδη όπως τα Β. hortorum ή B. Ruderatus, ήταν 27% και 35% αντίστοιχα. Με βάση μία επίσης αναφορά στην ανενεργό περίοδο των βασιλισσών βομβίνων, ο μέσος όρος επιτυχούς διαχείμασης ήταν 44,6%, με τη θνησιμότητα, δηλαδή, να ανέρχεται στο 55,4%.

Σε ό,τι αφορά τις μοναχικές, ο ημερήσιος ρυθμός θνησιμότητας του 5% που αναφέρεται στη μελέτη του 2013 φαίνεται ότι συμβαδίζει με την τάση που καταγράφει και η τρέχουσα. Αντίστοιχα στους πληθυσμούς ενήλικων μοναχικών μελισσών που διαχειμάζουν, οι πληροφορίες, που προέρχονται από τρεις μόνο μελέτες, έδειξαν 29% θνησιμότητα για τον Lasioglossum fratellum (βασισμένη σε περιορισμένο αριθμό μελισσών) και μεταξύ 13,6% και 34,7% για την Osmia cornuta, τη μέλισσα των ευρωπαϊκών οπωρώνων.