SARURE: Στήριξη του λιανικού εμπορίου για την αναζωογόνηση και την ανάπτυξη της υπαίθρου

Στη σκιά των αστικών κέντρων οι αγροτικές και ορεινές περιοχές της χώρας

Τις επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου σε αγροτικές, ορεινές και απομακρυσμένες από τα αστικά κέντρα περιοχές βάζει στο επίκεντρο το διακρατικό πρόγραμμα Sarure (Save Rural Retail), το οποίο επιχειρεί να κάνει «ταμείο» στο θέμα της επιβίωσης, της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητάς τους.

Το κρεοπωλείο και το φαρμακείο μιας μικρής κωμόπολης, το μανάβικο ενός οικισμού, το παντοπωλείο-καφενείο του χωριού και μια κατηγορία άλλων επιχειρήσεων που κρατούν ζωντανή την ελληνική ύπαιθρο αναμένεται να υποβοηθηθούν συστηματικά από το έργο αυτό, με απώτερο στόχο τη στήριξη και την επιβίωσή τους. Το πρόγραμμα υλοποιείται από το τμήμα Περιφερειακής και Διασυνοριακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και, όπως τονίζει ο πρόεδρος του τμήματος, καθηγητής της Σχολής Οικονομικών Επιστημών, Ιωάννης Μπακούρος, η πορεία του λιανεμπορίου σε αυτές τις κοινωνίες είναι δραματικά φθίνουσα.

Προβλήματα

Μια σειρά προβλημάτων, με κυριότερο αυτό της φορολόγησης από πλευράς λιανεμπόρων και της μειωμένης αγοραστικής δύναμης από πλευράς καταναλωτών, οδηγούν τα μικρά μαγαζιά σε αφανισμό. Σύμφωνα με τον καθηγητή, οι επαγγελματίες των περιοχών αυτών κρατούν τα μαγαζιά τους ανοιχτά με ηρωισμό, αφού τα μεγάλα καταστήματα που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση των χωριών και των κωμοπόλεων «καταπίνουν» τις όποιες προσπάθειες επιβίωσης.

Αυτό προκύπτει και από τα αποτελέσματα της έρευνας που διενήργησαν σε πάνω από 300 επιχειρήσεις και κατοίκους αγροτικών και ορεινών περιοχών, από τα Σέρβια και τον Βελβεντό, τη Δεσκάτη, τη Σιάτιστα, το Άργος Ορεστικό και τις Πρέσπες, όπου αποτυπώθηκε η σημερινή κατάσταση. Στο ερωτηματολόγιο, οι επαγγελματίες αναφέρονται στο κομμάτι της φορολογίας και στο ότι δεν μπορούν να επιβιώσουν με τη φορολόγηση των επιχειρήσεων και από την άλλη πλευρά οι ιδιώτες ότι δεν έχουν την αγοραστική δύναμη για να στηρίξουν το τοπικό εμπόριο.

«Στη μεγάλη πλειονότητά τους οι αγροτικές και ορεινές περιοχές της χώρας έχουν μείνει εδώ και χρόνια στη σκιά των αστικών κέντρων, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να μειώνεται, να σημειώνεται δημογραφική γήρανση, να υποβαθμίζονται υφιστάμενες υποδομές και, τελικά, να απουσιάζουν υπηρεσίες που θα μπορούσαν να κρατήσουν ένα ελκυστικό επίπεδο διαβίωσης. Με εξαίρεση τις τουριστικές περιοχές, οι επενδύσεις και η απασχόληση μειώθηκαν, οδηγώντας τις τοπικές κοινωνίες σε έναν φαύλο κύκλο, που οδηγεί τελικά στην εγκατάλειψη των περιοχών αυτών», σημειώνει ο κ. Μπακούρος.

Επιπλέον, υπογραμμίζει ότι για την αναστροφή αυτής της πορείας ο ρόλος των μικρών επιχειρήσεων είναι κρίσιμος γιατί αφενός μεν κρατούν τον πληθυσμό στην ύπαιθρο και παράλληλα αποτελούν και κίνητρο επιστροφής νέων ανθρώπων που ανοίγουν μια επιχείρηση στον αγροτικό τομέα, στην κτηνοτροφία, στη μεταποίηση ή στον τουρισμό ή ακόμη και συνταξιούχων που επιστρέφουν στα πατρογονικά εδάφη, ή των ξένων που επενδύουν και εγκαθίστανται μόνιμα σε κάποια αγροτική ή ορεινή περιοχή.

Έτσι, το Sarure στοχεύει στις μικρές κωμοπόλεις και στα κεφαλοχώρια, όπου μέσα από την ακριβή ιχνηλάτηση των προβλημάτων, των αδυναμιών, των αγκυλώσεων, αλλά και των πλεονεκτημάτων που προσφέρει το λιανικό εμπόριο να μπορέσει να καταγράψει και να γνωστοποιήσει τις εξειδικευμένες ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον τομέα του λιανικού εμπορίου και να ενισχύσει τη διασύνδεση των υποβαλλόμενων προτάσεων βελτίωσης της κατάστασής τους με τα κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία.

«Προσπαθούμε να δούμε τι πρέπει να γίνει, ώστε να μπορέσει το λιανικό εμπόριο να ζήσει, γιατί εάν επιζήσει το εμπόριο σε αυτές τις μικρές κοινωνίες σημαίνει ότι και αρκετοί άνθρωποι σε περιοχές του Αμυνταίου, του Άργους του Ορεστικού, της Νεάπολης, του Τσοτυλίου, της Δεσκάτης, των Πρεσπών κ.λπ. μπορούν να επιβιώσουν», αναφέρει ο καθηγητής.

Καλές πρακτικές

Αυτό το διάστημα, μέσω του προγράμματος, αναζητούνται οι καλές πρακτικές που θα μπορούσαν να μεταφερθούν, να προσαρμοστούν ή να εφαρμοστούν στην ελληνική πραγματικότητα και να υιοθετηθούν είτε από τις επιχειρήσεις είτε από την περιφέρεια και τους δήμους. «Αυτά που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες δεν σημαίνει ότι αυτούσια μπορούμε να τα μεταφέρουμε εδώ. Οι Σουηδοί π.χ. δίνουν βαρύτητα στη χρηματοδότηση καταστημάτων, περίπου σαν τα δικά μας παντοπωλεία-καφενεία.

Αυτήν την πρακτική, όμως, δεν τη χρειαζόμαστε εμείς, γιατί στη Σουηδία είναι άλλα τα χαρακτηριστικά των τοπικών κοινωνιών. Στη Γερμανία, επίσης, προσπαθούν να δημιουργήσουν μικρής κλίμακας ομάδες επαγγελματιών, οι οποίες, μέσα από έναν τύπο λαϊκών αγορών, θα προωθούν τα δικά τους τοπικά προϊόντα, προωθώντας ταυτόχρονα και τον τουρισμό» επισημαίνει ο κ. Μπακούρος.

Σε ό,τι αφορά την πρακτική που θα μπορούσε να εφαρμοστεί στις δικές μας τοπικές κοινωνίες, ο καθηγητής τονίζει ότι έχει τη φιλοσοφία των open mall, όπου τα μικρά καταστήματα της περιοχής αποκτούν μια ενιαία ταυτότητα. «Μέχρι στιγμής, έχουμε δει ποια είναι η κατάσταση στη δική μας περιοχή, έχουμε κάνει συναντήσεις και προγραμματίζονται και άλλες, ώστε να συνομιλήσουμε με τους επαγγελματίες και να πάρουμε και τη δική τους ανάδραση και να προτείνουμε σε επίπεδο περιφέρειας ή δήμων τι πολιτικές θα μπορούσαν να εφαρμόσουν, ώστε να αυξηθεί η προστιθέμενη αξία τους για τις επιχειρήσεις και την κοινωνία».