Συνέντευξη στην «ΥΧ» – Τ. Χανιώτης, διευθυντής της DG AGRI: «Με οικονομική και περιβαλλοντική αποτελεσματικότητα τα κριτήρια των ενισχύσεων στη νέα ΚΑΠ»

✱ Αυστηρές συστάσεις Κομισιόν για την έλλειψη της παροχής γεωργικών συμβουλών ✱ Κρίσιμες οι εθνικές αποφάσεις για το μέλλον των άμεσων ενισχύσεων και της Εξισωτικής

Συνέντευξη στους Νίκο Λάππα, Γεωργία Μπόχτη

Ανακάτεμα της τράπουλας των άμεσων ενισχύσεων για πιο δίκαιη και αποδοτική μοιρασιά στους παραγωγούς, άμεση ενεργοποίηση του συστήματος παροχής γεωργικών συμβουλών, καθώς και εφαρμογή και διεύρυνση των πρακτικών υπέρ του περιβάλλοντος, είναι μερικές μόνο από τις συστάσεις που κάνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς την Ελλάδα για την κατάρτιση του στρατηγικού της σχεδίου, στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ.

Καταγράφοντας τις διαχρονικές και βασικές αδυναμίες του πρωτογενούς τομέα στη χώρα, η Κομισιόν περιγράφει τα μέτρα που θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του το ΥΠΑΑΤ, καθώς το στρατηγικό σχέδιο θα είναι εκείνο που ουσιαστικά θα καθορίσει την αναπτυξιακή τροχιά του αγροδιατροφικού τομέα τη νέα δεκαετία.

Με αφορμή τη δημοσιοποίηση των συστάσεων προς τα κράτη-μέλη, ο διευθυντής της DG AGRI, Τάσος Χανιώτης, μιλά στην «ΥΧ» εξηγώντας τη σημασία των διαρθρωτικών μέτρων που καλείται να προτείνει και να εφαρμόσει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, ενώ ταυτόχρονα συνδέει τους βασικούς άξονες πάνω στους οποίους η χώρα θα πρέπει να κινηθεί, όσον αφορά τις άμεσες ενισχύσεις και την Εξισωτική Αποζημίωση.

Υπό προϋποθέσεις η Εξισωτική στον Πρώτο Πυλώνα

Έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για το μέλλον της Εξισωτικής Αποζημίωσης και τη δυνατότητα ένταξής της στα οικολογικά συστήματα (eco-schemes) του Πρώτου Πυλώνα. Κατά τη γνώμη σας, είναι εφικτό;

Κατ’ αρχάς, όταν μιλάμε για Εξισωτική, σημαίνει ότι κάτι εξισώνεται. Εάν η εξίσωση αφορά διαφορές στην εισοδηματική ενίσχυση, προφανώς κάτι της λείπει για να οριστεί ως πράσινη. Αν έχει πράσινα χαρακτηριστικά, τότε η διαφοροποίηση των στοιχείων αυτών θα την κάνει εφαρμόσιμη από κάποιους που θα λάβουν κάποια επιπλέον περιβαλλοντικά μέτρα. Η συζήτηση, λοιπόν, πρέπει να εστιάσει στο τι ακριβώς ορίζει αυτήν τη βοήθεια ως εξισωτική. Για παράδειγμα, η παροχή ενίσχυσης ως κίνητρο για να παραμείνει κάποιος σε ορεινό μέρος βασίζεται μόνο σε εισοδηματικό και κοινωνικό κριτήριο.

Όταν μια περιοχή, για παράδειγμα, έχει βοσκοτόπια –τα οποία ξέρουμε πόσο σημαντικά είναι για το περιβάλλον–, μία τέτοια βοήθεια συνδέεται με τη διατήρηση των βοσκότοπων και, άρα, το κράτος-μέλος μπορεί να εντάξει αυτού του είδους την ενίσχυση με κριτήρια και παρεμβάσεις που σχετίζονται με αυτήν τη δράση. Θα πρέπει, δηλαδή, να υπάρχει κάποιο στοιχείο, το οποίο συνδέει τη βοήθεια που δίνεται με εισοδηματικά κριτήρια με μια περιβαλλοντική δράση. Και αυτή ακριβώς είναι η συζήτηση που γίνεται για τα eco-schemes, να συνδυάζουν οικονομικές και περιβαλλοντικές δράσεις σε μια ενιαία λογική, που λέει ότι δεν μπορεί να βάζει κανείς ένα τείχος ανάμεσα στην οικονομική και περιβαλλοντική αποτελεσματικότητα.

Αυτά πρέπει να πηγαίνουν μαζί. Άρα, πρώτα πρέπει να ξεκαθαρίσει το κράτος-μέλος αυτά τα κριτήρια, για να γίνει και η σχετική συζήτηση. Τότε θα δούμε εάν τηρούνται αυτοί οι κανόνες ή όχι. Έτσι και αλλιώς, μέχρι τότε θα ξέρουμε, με την ολοκλήρωση του τριλόγου, με ποιον ακριβώς τρόπο θα ενταχθούν αυτά τα στοιχεία στη νομοθεσία.

Μία από τις βασικές συστάσεις της Κομισιόν αφορά την αναδιανομή των ενισχύσεων στην Ελλάδα. Ποια είναι η γνώμη σας, γνωρίζοντας την ελληνική πραγματικότητα;

Κατά τη γνώμη μου, αυτή η συζήτηση άργησε να γίνει στην Ελλάδα. Πριν από περίπου 20 χρόνια, η πρόταση για την αποσύνδεση των ενισχύσεων έγινε στη λογική ότι θα υπάρξει μία μεταβατική περίοδος, διότι δεν θέλαμε να υπάρξει μία πολύ αρνητική επίπτωση στην αξία της γης, αλλά σταδιακά να μεταβούμε σε ένα σύστημα, το οποίο θα στηρίζεται σε πιο αντικειμενικά κριτήρια.

Τα κριτήρια αυτά εξαρτώνται πάντα από τις προτεραιότητες του κράτους-μέλους. Η ΕΕ έχει κάνει κατ’ επανάληψη αναλύσεις, που δείχνουν ότι αυτού του είδους τα κριτήρια είναι είτε περιφερειακά, με βάση αγρονομικά χαρακτηριστικά, είτε οικονομικά, είτε κοινωνικά, είτε συνδυασμός των τριών παραπάνω. Όμως, το κράτος-μέλος είναι εκείνο που αποφασίζει. Η Ελλάδα επέλεξε κριτήρια σε σχέση με τον τομέα της παραγωγής. Το θέμα, βέβαια, είναι τι θα γίνει από εδώ και πέρα, αν θα γίνει η αναδιανομή και ποια θα είναι τα καινούργια κριτήρια που θα κυριαρχήσουν. Και αυτό μόνο η Ελλάδα μπορεί να το ξέρει. Δηλαδή, εάν θέλει να οδηγηθεί σε μια εξίσωση των δικαιωμάτων, πρέπει να ξέρει και με ποιον τρόπο θα γίνει. Αυτήν τη στιγμή, μόνο ένα κράτος-μέλος έχει προχωρήσει σε πλήρη εξίσωση, η Γερμανία.

Ακούγεται, πάντως, όλο και πιο έντονα ότι η νέα ΚΑΠ θα βρει την Ελλάδα με πλήρη εσωτερική σύγκλιση.

Το θέμα της σύγκλισης πρέπει να είναι εθνική απόφαση. Και όταν μιλάμε για σύγκλιση, πρέπει να δούμε με ποια κριτήρια θα γίνει. Διότι, εάν γίνει σύγκλιση των ιστορικών δικαιωμάτων, αλλά αυξηθεί το ποσοστό των Συνδεδεμένων ή κατανεμηθούν με διαφορετικό τρόπο οι πράσινες ενισχύσεις, τότε προφανώς δεν πρόκειται να γίνει εξίσωση των δικαιωμάτων που θα παίρνουν οι παραγωγοί.

Θα έχει κάποιο στοιχείο διαφοροποίησης. Το βασικό είναι αυτού του είδους η διαφοροποίηση πού θα στηρίζεται; Ποια θα είναι τα βασικά κριτήρια; Θα είναι, κυρίως, περιβαλλοντικά ή κοινωνικά; Επίσης, αυτή η εξίσωση θα γίνει με τον ίδιο τρόπο σε όλη τη χώρα ή θα υπάρξουν επιπλέον χαρακτηριστικά σε συγκεκριμένες περιοχές, που θα διαφοροποιήσουν αυτήν τη γενική κατεύθυνση; Είναι σημαντικό η Ελλάδα να απαντήσει πού θέλει να βρίσκεται ο πρωτογενής τομέας το 2030, ακόμη και το 2040, και τι σύνθεση θέλει να έχει.

Είτε κάποιος βρίσκεται στη βιολογική γεωργία είτε στη συμβατική, εάν δεν χρησιμοποιήσει την ψηφιακή οικονομία, έχει χάσει

Θεωρείτε ότι έχει γίνει κατανοητό ότι πρέπει να συνδυαστεί το οικονομικό αποτέλεσμα με το περιβαλλοντικό;

Κατ’ εμέ, υπάρχει σύγχυση, κυρίως γιατί δεν έχει γίνει ακόμη ακριβώς κατανοητό ότι σήμερα μια σειρά από νέες τεχνολογίες μάς δίνουν τη δυνατότητα να ενισχύσουμε την περιβαλλοντική και την οικονομική αποτελεσματικότητα. Υπάρχει η άποψη ότι μια σειρά από τεχνολογίες ευνοούν μόνο μία κατηγορία πρακτικών.

Στο συνέδριο της περασμένης εβδομάδας, ένα από τα συμπεράσματα είναι ότι οι δορυφορικές λήψεις, που υπάρχουν αυτήν τη στιγμή, η χρήση της ψηφιακής οικονομίας και η μετάδοση των δεδομένων είναι ουδέτερες, όσον αφορά την πρακτική. Είτε κάποιος βρίσκεται στη βιολογική γεωργία είτε στη συμβατική, εάν δεν χρησιμοποιήσει την ψηφιακή οικονομία, έχει χάσει.

Και αυτή είναι η απάντηση, ότι η μετάβαση σε μια νέα γεωργία θα χρησιμοποιήσει όλες τις διαθέσιμες τεχνολογίες και θα τις χρησιμοποιήσει εκεί που η Α, η Β, ή η Γ πρακτική είναι πιο εφαρμόσιμη, είτε διότι οι εδαφολογικές πραγματικότητες είναι τέτοιες που πριμοδοτούν την Α σε σχέση με τη Β ή τη Γ μέθοδο παραγωγής, είτε γιατί ο παραγωγός θα έχει γνώση και εμπιστοσύνη στις ικανότητές του, είτε γιατί η ζήτηση θα πριμοδοτήσει περισσότερο τη βιολογική σε σχέση με τη συμβατική ή το αντίστροφο.

Γεωργικοί Σύμβουλοι

Τα στρατηγικά σχέδια θα πρέπει να ενσωματώσουν και τους στόχους της ειδικής στρατηγικής «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο», στην οποία προβλέπονται ποσοτικοί δείκτες που έχουν συζητηθεί εκτενώς.

Η συζήτηση εάν θα μπει ή όχι δεσμευτικά ένας στόχος 25% σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την έκταση της βιολογικής γεωργίας, δεν έχει νόημα. Ο στόχος της Επιτροπής είναι μακροπρόθεσμος και αφορά το ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι φανερό ότι το σημείο εκκίνησης ανά χώρα είναι διαφορετικό. Το βασικό είναι, εάν τα κράτη-μέλη έχουν τη διάθεση να ενισχύσουν τη βιολογική γεωργία. Νομίζω πως όλα συμφωνούν. Υπάρχουν, όμως, τα κατάλληλα μέσα και τι νομίζουν ότι μπορούν να πετύχουν; Γιατί η ανάπτυξη του βιολογικού τομέα δεν εξαρτάται μόνο από την προσφορά, για την οποία η ΚΑΠ έχει τα μέσα να ενισχύσει, αλλά και από τη ζήτηση. Και το έχουμε πει πολλές φορές, εάν δεν αλλάξει η συμπεριφορά των καταναλωτών, αυτός ο στόχος κινδυνεύει να μην πετύχει στον βαθμό που θέλουμε.

Αυτό που λέμε είναι ότι η βιολογική γεωργία είναι ένας από τους διάφορους τρόπους, με τον οποίο βελτιώνονται οι γεωργικές πρακτικές. Σε πολλούς τομείς είναι ελπιδοφόρος, σε άλλους όμως πρέπει να δώσουμε έμφαση σε άλλες γεωργικές πρακτικές. Κατά συνέπεια, ο τρόπος με τον οποίο θα κριθεί η επιτυχία ενός στρατηγικού σχεδίου δεν είναι να κοιτάζει απομονωμένα και από απόσταση κάθε επιμέρους στόχο, αλλά να τους βλέπει συνδυαστικά.

Επιμένουμε, όμως, στο ερώτημα, καθώς οι στόχοι για τη μείωση της χρήσης λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων έχουν προκαλέσει μεγάλο προβληματισμό. Μάλιστα, η Επιτροπή έχει δεσμευτεί ότι θα παρουσιάσει μια εργαλειοθήκη που θα βοηθήσει τον παραγωγό.

Αυτή η εργαλειοθήκη θα συγκεντρώνει όλα τα διαθέσιμα μέσα, ώστε να γίνει αντιληπτό ότι υπάρχει ήδη μία σειρά από πρακτικές που αφορούν είτε τη βιολογική γεωργία, είτε την αγροοικολογία, είτε τη γεωργία ακριβείας, είτε καλύτερους μηχανισμούς χρήσης των υπολειμμάτων της κτηνοτροφικής παραγωγής για βιοενέργεια. Όλα αυτά θα συγκεντρωθούν ως διευκρίνιση των προτάσεων που έχουμε καταθέσει για το μέλλον της ΚΑΠ. Για παράδειγμα, τα οικολογικά συστήματα υπάρχουν ως δυνατότητα χωρίς να έχουμε προσδιορίσει ποια είναι. Να ξεκαθαρίσουμε πως εάν τα κράτη-μέλη στην πορεία της διαδικασίας προτείνουν τρόπους πιο καινοτόμους για να επιτύχουν τους στόχους, αυτό θα αποτελέσει τη βάση της συζήτησης που πρέπει να κάνουμε. Και όταν μιλάει κάποιος για μείωση της χρήσης των λιπασμάτων, είναι ουσιαστικά ένας έμμεσος τρόπος για να πετύχει τη βελτίωση της οργανικής σύνθεσης του εδάφους. Το πώς και πού ακριβώς θα γίνει, θα πρέπει να καθοριστεί από τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη-μέλη, σε συνεργασία με την Κομισιόν, θα μελετήσουν πού έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα και τι διαθέσιμα μέσα υπάρχουν. Το πιο σημαντικό είναι ότι όλα αυτά δεν μπορούν προφανώς να δουλέψουν, εάν δεν βελτιωθούν σημαντικά τα συστήματα παροχής συμβουλών στους παραγωγούς.

Είναι ένα θέμα που επισημαίνεται πολλές φορές στις συστάσεις της Κομισιόν.

Κομισιόν: Τα 17 “πρέπει” της Ελλάδας για τη νέα ΚΑΠ

Το γεγονός ότι έχουμε προσδιορίσει ως μία από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της Ελλάδας την έλλειψη παροχής γεωργικών συμβουλών στους παραγωγούς δείχνει ότι είναι μία από τις βασικές προτεραιότητες που ελπίζουμε να δούμε ότι θα θέσει η Ελλάδα. Και είναι ξεκάθαρες οι συστάσεις της Επιτροπής. Διότι η Κομισιόν δεν είναι ο «μπαμπούλας» που κυνηγάει το κάθε κράτος-μέλος για τις αβλεψίες της. Εμείς, από την πλευρά μας, μπορούμε να παρουσιάσουμε τα καλύτερα παραδείγματα που εφαρμόζονται σε κάποια κράτη-μέλη για να δείξουμε τι ακριβώς μπορεί να γίνει.

Και εδώ αξίζει να σημειωθεί και μία δράση που προτείνεται στην ειδική στρατηγική «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο», ο τρόπος με τον οποίο θέλουμε να μετατραπεί αυτό το σύστημα συλλογής στοιχείων από τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις σε ένα σύστημα με διευρυμένες τις βάσεις δεδομένων, με πρόσθεση ενός μικρού, αλλά πολύ συγκεκριμένου αριθμού περιβαλλοντικών δεικτών, για να το συνδέσουμε με την παροχή συμβουλών στους παραγωγούς, αλλά και για ερευνητικούς σκοπούς.

Διότι είδαμε στο προηγούμενο πιλοτικό πρόγραμμα που έτρεξε, στο οποίο συμμετείχε και η Ελλάδα, ότι οι παραγωγοί ήταν πολύ ανοιχτοί να δίνουν αυτά τα δεδομένα, υπό την προϋπόθεση ότι θα πάρουν κάτι πίσω. Και αυτό που θέλουν είναι συγκεκριμένες συμβουλές για να μάθουν ποιες νέες πρακτικές πρέπει να ακολουθήσουν και αφορούν οικονομικές και περιβαλλοντικές εφαρμογές. Αυτή η συζήτηση γίνεται τουλάχιστον μία 10ετία.

Ο κίνδυνος που υπάρχει είναι να μεγαλώσει το χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που εφαρμόζουν τις πιο σύγχρονες πρακτικές, που είναι όχι μόνο πιο φιλικές προς το περιβάλλον, αλλά και οικονομικά πιο προσοδοφόρες, και στους παραγωγούς που δεν θα τις εφαρμόζουν. Γι’ αυτό ακριβώς ο ρόλος του συστήματος παροχής συμβουλών είναι να μειώνει αυτά τα κενά που υπάρχουν στη γνώση που χρειάζονται οι παραγωγοί. Και αυτό είναι ευθύνη των κρατών-μελών.