Θεσσαλία: Εργασίες για την απομάκρυνση ιζημάτων λάσπης στους αγρούς

Έρευνα του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών (ΙΒΚΦ) του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ στη Θεσσαλία

Τα πρώτα συμπεράσματα από τις αυτοψίες που πραγματοποίησαν στη Θεσσαλία τρία συνεργεία δειγματοληψιών του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών (ΙΒΚΦ) του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ παρουσιάζουν οι ερευνητές Δρ Χρήστος Νούλας (Γονιμότητα Εδαφών) και Δρ Ελευθέριος Ευαγγέλου (Ποιότητα Εδάφους). Πιο συγκεκριμένα, τα συνεργεία εκτελούσαν καθημερινά διαδρομές προκειμένου να καλυφθεί το σύνολο των περιοχών που επλήγησαν, συλλέγοντας 300 σύνθετα δείγματα ιζημάτων και εδάφους από περιοχές που επλήγησαν από τα πλημμυρικά φαινόμενα.

Την περίοδο αυτή, έχει ολοκληρωθεί η πρώτη φάση της έρευνας, η οποία αφορά κυρίως την ανάλυση των δειγμάτων των ιζημάτων λάσπης που έχουν εναποτεθεί πάνω στους αγρούς. Έχουν μετρηθεί στο εργαστήριο και έχουν υπολογιστεί 27 φυσικοχημικές ιδιότητες που αφορούν τη δομή των ιζημάτων.

Συμπεράσματα

Η βασική διαπίστωση από τις αυτοψίες που πραγματοποιήθηκαν αφορά το μεγάλο εύρος στην ένταση των επιπτώσεων της κακοκαιρίας, που συνοψίζεται σε τρεις βασικές κατηγορίες: Εναπόθεση φερτών υλικών (ιλύς, πέτρες κ.λπ.) σε παραγωγικές εκτάσεις, διάβρωση και μεταβολή της φυσικής κατάστασης (π.χ. αερισμός, σταθερότητα των συσσωματωμάτων) των γεωργικών εδαφών, ιδιαίτερα σε επικλινή και ήδη υποβαθμισμένα εδάφη, και συσσώρευση και παραμονή υδάτων στους αγρούς για μέρες, με επίδραση στη χημεία, στο βιολογικό δυναμικό και εντέλει στη γονιμότητα των εδαφών.

Οι επιπτώσεις στα εδάφη των αγρών σε σχέση με καθεμιά από τις παραπάνω κατηγορίες είναι διαφορετικές, ανάλογα με την τοπογραφία του αγρού και την εξέλιξη των πλημμυρικών φαινομένων. Συνεπώς, ο κάθε αγρός θα πρέπει να εξεταστεί ξεχωριστά, προκειμένου ο εκάστοτε παραγωγός να γνωρίζει τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί για τη βέλτιστη διαχείριση του εδάφους του αγρού του.

Για την επίδραση της διάβρωσης, για παράδειγμα, υπάρχουν περιπτώσεις αγρών, όπου δημιουργήθηκαν μικρού βάθους «αυλάκια» (αυλακωτή διάβρωση), τα οποία, με την κατεργασία του εδάφους (κατά τις ισοϋψείς), αναμένεται να αποκατασταθούν, ενώ, αντίθετα, υπάρχουν περιπτώσεις που το σύνολο του γόνιμου εδάφους του αγρού έχει χαθεί ή έχουν δημιουργηθεί «χαράδρες» βάθους αρκετών μέτρων, καταστάσεις οι οποίες είναι πολύ δύσκολο να αποκατασταθούν.

Συμβουλές προς τους παραγωγούς

Συμβουλεύοντας τους παραγωγούς, οι δύο ερευνητές, κ.κ. Νούλας και Ευαγγέλου, αναφέρουν ότι «κατά την ενσωμάτωση του ιζήματος, οι παραγωγοί θα πρέπει να καταβάλουν προσπάθεια να θρυμματίσουν όσο πιο πολύ μπορούν το υλικό, για την καλύτερη ανάμειξή του με το έδαφος. Όταν, όμως, το ύψος του ιζήματος αυξάνει πάνω από 20 εκ., αναμένεται σημαντική επίδραση με την ενσωμάτωση στην ποιότητα του εδάφους και θα πρέπει κατά περίπτωση να αναζητηθούν τρόποι αποκατάστασης των εδαφών αυτών».

Όπως εξηγούν, «ένα πρώτο μέτρο που θα πρέπει να εξεταστεί, για παράδειγμα, είναι η δυνατότητα μείωσης του ύψους ιζήματος, αν ισοπεδωθεί το υλικό σε όλη την έκταση του αγρού. Τα εδάφη θα πρέπει να έχουν στεγνώσει επαρκώς και να έχουν στραγγίσει, προκειμένου να καλλιεργηθούν χωρίς προβλήματα.

Έχει παρατηρηθεί ένα φαινόμενο κατά το οποίο, ενώ το επιφανειακό ίζημα δείχνει εντελώς στεγνό, το υποκείμενο έδαφος να κρατά πολλή υγρασία. Συνεπώς, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην υγρασία του εδάφους κάτω από το ίζημα, προκειμένου να γίνει οποιαδήποτε ενέργεια κατεργασίας, ώστε να αποφευχθεί η συμπίεση του εδάφους που θα δημιουργήσει προβλήματα μειωμένης παραγωγής στις επερχόμενες καλλιεργητικές περιόδους».

Για τα εδάφη που έχουν παραμείνει κατακλυζόμενα με νερό για αρκετές ημέρες, οι ερευνητές τονίζουν πως «είναι σίγουρο ότι θα πρέπει να αλλάξει η “παραδοσιακή” λιπαντική αγωγή που ακολουθούν πολλοί παραγωγοί, εφαρμόζοντας συγκεκριμένες ποσότητες λιπασμάτων σε κάθε αγρό, και να αναθεωρηθεί, ύστερα από πρόταση λίπανσης από ειδικούς, κι έπειτα από σωστή δειγματοληψία και ανάλυση του εδάφους για κάθε καλλιέργεια».