Το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της διατροφής στην Ελλάδα

Το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της διατροφής στην Ελλάδα

Πολλές φορές γίνεται λόγος για τις ανθρώπινες δραστηριότητες που επιδρούν αρνητικά στο περιβάλλον και στην κλιματική αλλαγή. Μέσα σε αυτές τις δραστηριότητες, συμπεριλαμβάνονται και οι διατροφικές επιλογές του καθενός μας, καθώς και τα διατροφικά πρότυπα που ακολουθούμε. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, πραγματοποιήθηκε έρευνα για τον υπολογισμό του αποτυπώματος άνθρακα της διατροφής των Ελλήνων, αλλά και την εξέταση δύο εναλλακτικών σεναρίων αλλαγής των διατροφικών συνηθειών, με στόχο τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος.

Η έρευνα καταγράφει το ανθρακικό αποτύπωμα τροφίμων που περιλαμβάνονται στην ελληνική διατροφή, αλλά και την αλλαγή που μπορεί να επιφέρει η αντικατάσταση αυτών με άλλα προϊόντα. Σύμφωνα με έρευνες, το 27% των περιβαλλοντικών επιπτώσεων στην Ευρώπη οφείλεται στην κατανάλωση τροφίμων, ενώ η επίδραση της κατανάλωσης τροφίμων που συνδέεται με την εκπομπή των αερίων του θερμοκηπίου πρόκειται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια εξαιτίας της αύξησης του πληθυσμού και, κατά συνέπεια, της παγκόσμιας αύξησης της κατανάλωσης κρέατος. Για τον λόγο αυτόν, η αλλαγή του διατροφικού προτύπου έχει προταθεί και έχει εξεταστεί ως μέρος της λύσης στην κλιματική αλλαγή.

Ακτινογραφία

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και τον Κωνσταντίνο Αμπελιώτη, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, τη Βασιλική Κωσταρέλλη, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου και τον Κωνσταντίνο Αναγνωστόπουλο, απόφοιτο του ΠΜΣ «Βιώσιμη ανάπτυξη» του Τμήματος Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου. Η έρευνα παρουσιάζει τον υπολογισμό του ανθρακικού αποτυπώματος της δίαιτας των Ελλήνων κατά το έτος 2011 και εξετάζει το κατά πόσο μπορεί η διαφοροποίηση στη δίαιτα ενός πληθυσμού να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα ως προς τον περιορισμό του ανθρακικού αποτυπώματος, που σχετίζεται με τη διατροφή. Ο Κωνσταντίνος Αμπελιώτης αναφέρει στην «ΥΧ»: «Τα τρόφιμα, στη διάρκεια του κύκλου της ζωής τους, προκαλούν σημαντικές περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις.

Ο κύκλος ζωής των τροφίμων περιλαμβάνει την παραγωγή, την επεξεργασία, τη συσκευασία, τη μεταφορά, τη συντήρηση, το μαγείρεμα, την κατανάλωση και την τελική διάθεση των αποβλήτων των τροφίμων. Σε κάθε ένα από τα παραπάνω στάδια απαιτείται η παροχή πρώτων υλών, ενέργειας και νερού». Όπως τονίζει, εδώ και μία δεκαετία, γίνεται μία προσπάθεια ενδελεχούς αποτίμησης του ανθρακικού αποτυπώματος των τροφίμων σ’ ολόκληρο τον κύκλο της ζωής τους, καθώς η κλιματική μεταβολή και οι πιέσεις που προκαλεί στα οικοσυστήματα του πλανήτη βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.

Επιβάρυνση
Το ανθρακικό αποτύπωμα

Στα προαναφερθέντα στάδια ζωής των τροφίμων προκύπτουν μεγάλες αποκλίσεις στο υπολογιζόμενο ανθρακικό αποτύπωμά τους, που ορίζεται ως η συνολική επιβάρυνση που προκαλεί κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα ή προϊόν στις εκπομπές ισοδυνάμων διοξειδίου του άνθρακα. Το αποτύπωμα περιλαμβάνει και τα έξι αέρια του θερμοκηπίου, όπως αυτά κατονομάστηκαν από το Πρωτόκολλο του Κιότο: Διοξείδιο του άνθρακα (CO2), Μεθάνιο (CH4), Μονοξείδιο του Αζώτου (N2O), Υδροφθοράνθρακες (HFCs), Υπερφθοράνθρακες (PFCs) και Εξαφθοριούχο θείο (SF6). Όπως εξηγεί ο Κ. Αμπελιώτης, με απλά λόγια, μια συγκεκριμένη δίαιτα, ως προς την ενεργειακή της πρόσληψη ή τα θρεπτικά της συστατικά, μπορεί να συντεθεί από μια ποικιλία τροφίμων, τα οποία οδηγούν σε παρόμοιο διαιτητικό αποτέλεσμα, αλλά πολύ διαφορετικό ως προς το ανθρακικό αποτύπωμά της.

Δεδομένα
Μέθοδος υπολογισμού

Οι ερευνητές, αρχικά, κατέγραψαν το ανθρακικό αποτύπωμα της δίαιτας των Ελλήνων που περιλαμβάνει δημητριακά, αμυλούχα τρόφιμα, όσπρια, ελιές, λάδι, λαχανικά, φρούτα, κρέας, θαλασσινά, άλλα ζωικά προϊόντα, καρύδια, γλυκαντικές ουσίες, αλκοολούχα ποτά και υγρά, όπως ο καφές και το τσάι. Όπως μας πληροφορεί ο Κ. Αμπελιώτης, «για τον υπολογισμό χρησιμοποιήθηκαν, κατ’ αρχάς, τα δημοσιευμένα δεδομένα της κατά κεφαλήν κατανάλωσης τροφίμων στην Ελλάδα κατά το έτος 2011. Στη συνέχεια, με τη χρήση των συντελεστών ανθρακικού αποτυπώματος ανά μονάδα βάρους τροφίμου, οι οποίοι υπάρχουν στη διεθνή βιβλιογραφία, υπολογίστηκε το κατά κεφαλήν ανθρακικό αποτύπωμα. Το αποτύπωμα αυτό υπολογίστηκε στα 1.827,6 κιλά ισοδυνάμων διοξειδίου του άνθρακα ετησίως.

Διαφορετικό διαιτολόγιο, ίδια διατροφική και θερμιδική αξία

Από τους ερευνητές εξετάστηκαν δύο άλλα διαιτητικά σενάρια, τα οποία οδηγούν σε μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος μέσω της διαφοροποίησης των διατροφικών συνηθειών. «Βασική προϋπόθεση για τη σωστή σύγκριση των εναλλακτικών σεναρίων με τις σημερινές διατροφικές τάσεις στην Ελλάδα ήταν να εξασφαλίζεται η ισοδυναμία των θερμίδων τους και των άλλων θρεπτικών συστατικών τους», επισημαίνει ο Κ. Αμπελιώτης. Έτσι, μέσω της έρευνας, σκιαγραφήθηκαν δύο σενάρια που ακολουθούν μεν διαφορετικά μονοπάτια ως προς την προϊοντική σύνθεση του διαιτολογίου, αλλά τελικά έχουν την ίδια διατροφική και θερμιδική αξία με το επικρατούν πρότυπο δίαιτας των Ελλήνων.

Στο πρώτο εναλλακτικό σενάριο εξετάστηκε το ενδεχόμενο πλήρους υποκατάστασης του κρέατος από τα όσπρια, το γάλα, το τυρί και τα αβγά. Πρόκειται, δηλαδή, για μια λεγόμενη χορτοφαγική δίαιτα, που περιλαμβάνει προϊόντα ζωικής προέλευσης. Όπως φαίνεται στον σχετικό πίνακα, η πλήρης απουσία κρέατος και θαλασσινών, σε συνδυασμό με την αισθητή μείωση που παρατηρείται στα ελαιούχα φυτά, φέρνει μια αναμενόμενη αύξηση στο αποτύπωμα των προϊόντων ζωικής προέλευσης, η οποία μεταφράζεται σε ποσοστό 53,24% –από 24,96%– επί του συνόλου.

Αποτελέσματα

Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από το πρώτο σενάριο, σχετικά πάντα με τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος της δίαιτας, ήταν άκρως εντυπωσιακά. Συνολικά, έδειξαν μια μείωση της τάξεως του 34% για το περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Η εξήγηση κρύβεται στο καλά τεκμηριωμένο γεγονός ότι η κατανάλωση κρέατος συνιστά μεγαλύτερη περιβαλλοντική επιβάρυνση σε σχέση με τα τρόφιμα φυτικής προέλευσης. Σαφώς, λοιπόν, το παραπάνω νούμερο φαντάζει ιδανικό, όμως δεν απαλλάσσει το ριζοσπαστικό αυτό σενάριο από έναν ισχυρό αντίλογο. Πρωτίστως, διότι σηματοδοτεί σημαντικές αποκλίσεις από το σημερινό διαιτολόγιο του Έλληνα, απαιτώντας την άμεση υιοθέτησή τους. Επιπλέον, δεν συνυπολογίζει τις διαφορές στην ποιότητα μεταξύ φυτικών και ζωικών πρωτεϊνών. Συνεπώς, πόσο υλοποιήσιμη θα μπορούσε να είναι η ιδέα απαλοιφής των πρωτεϊνών κρέατος από το διαιτολόγιο και η κατανάλωση φυτικών πρωτεϊνών στη θέση τους; Όπως παραδέχεται και ο Κ. Αμπελιώτης, «μια τέτοια δραστική μεταβολή στη δίαιτα των κατοίκων της Ελλάδας είναι αμφισβητήσιμη».

Το δεύτερο σενάριο είναι αρκετά πιο απτό. Ουσιαστικά, μελετά την πιθανότητα πλήρους υποκατάστασης του βόειου –και μόνον– κρέατος, από το κοτόπουλο και το χοιρινό. Αυτή η επιλογή επιφέρει μείωση κατά 24% του ανθρακικού αποτυπώματος και, σύμφωνα με τον Κ. Αμπελιώτη, συγκεντρώνει περισσότερες πιθανότητες να γίνει αποδεκτή. Εδώ, αντί για τον εκμηδενισμό του ανθρακικού αποτυπώματος του κρέατος, έχουμε ελάττωση που υπερβαίνει το 50%. Εάν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη ότι η διαφορά μεταξύ ριζοσπαστικού και συντηρητικού σεναρίου περιορίζεται στο 10%, εύκολα κατανοεί κανείς ότι το τελευταίο είναι και αυτό που μπορεί να προκριθεί στην περίπτωση της ελληνικής πραγματικότητας.

Όσον αφορά τη συνεισφορά των διάφορων κατηγοριών τροφίμων στο συνολικό ανθρακικό αποτύπωμα, τα προϊόντα ζωικής προέλευσης κατατάσσονται πρώτα (33%), το κρέας δεύτερο (26%), ενώ τα σιτηρά καταλαμβάνουν την τρίτη θέση (11%). Όπως βλέπουμε στον σχετικό πίνακα, σε σχέση με τη συμβατική δίαιτα, το κρέας έχει χάσει την πρωτοκαθεδρία στην περιβαλλοντική επιβάρυνση και η θέση του έχει αντιστραφεί με αυτήν των προϊόντων ζωικής προέλευσης, παρότι το ανθρακικό αποτύπωμα των τελευταίων είναι ελαφρώς μειωμένο. Οι υπόλοιπες κατηγορίες προϊόντων διατροφής δεν διακρίνονται από μεγάλες μεταβολές, εκτός από τα ελαιούχα φυτά (υποχώρηση από το 5,52% στο 2,7%).

Συνολικό αποτύπωμα άνθρακα ανά κατηγορία προϊόντων διατροφής για κάθε σενάριο

 

Πρότυπο δίαιτας Ελλήνων (%)

Σενάριο 1 (%)

Σενάριο 2 (%)

Δημητριακά

8,31

13,74

10,65

Αμυλούχα τρόφιμα

0,61

0,98

0,78

Γλυκαντικές ουσίες

0,80

1,05

0,92

Όσπρια

0,31

0,74

0,54

Καρύδια

0,24

0,38

0,33

Ελαιούχα φυτά

5,52

3,08

2,70

Λιπαρές ουσίες

4,67

7,50

6,59

Λαχανικά

4,12

6,74

5,92

Φρούτα

0,63

0,93

0,69

Κρέας

40,15

0,00

26,27

Άλλα ζωικά προϊόντα

24,96

53,74

32,67

Θαλασσινά

1,59

0,00

2,16

Αλκοολούχα ποτά

4,66

5,27

4,63

Καφές, τσάι

3,43

5,86

5,15

Θαλασσινά

1,59

0,00

2,16

Σύνολο

100,0

100,0

100,0


Προτάσεις
Καλές πρακτικές

Tα αποτελέσματα της ανωτέρω έρευνας μπορούν να δώσουν το έναυσμα για την εφαρμογή καλών πρακτικών, οι οποίες αναμένεται να συντελέσουν στη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος των τροφίμων.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τις κατευθυντήριες γραμμές, που αποτυπώνουν το πνεύμα της έρευνας, προτείνεται:

  • Η μείωση της κατανάλωσης κρέατος, ιδιαίτερα του βόειου, καθώς τα μεγάλα μηρυκαστικά ζώα, λόγω της φυσιολογίας τους, προκαλούν σημαντικές ποσότητες μεθανίου, ενός ισχυρού αερίου του θερμοκηπίου.
  • Η κατανάλωση προϊόντων εποχής και, κατά συνέπεια, η αποφυγή κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών, τα οποία έχουν καλλιεργηθεί σε θερμοκήπια που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα.
  • Η αποφυγή κατανάλωσης προϊόντων διατροφής, τα οποία προέρχονται από πολύ μακρινές αποστάσεις, καθώς επιβαρύνονται με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τα μέσα μεταφοράς.

Αξιοποιήσιμα στοιχεία ενόψει κλιματικής αλλαγής

Τα συμπεράσματα μελετών, όπως αυτής, μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση πολιτικής που να αυξάνει τις ευκαιρίες και τα κίνητρα των καταναλωτών, ώστε να τρέφονται με περιβαλλοντικά βιώσιμο τρόπο. Από τη στιγμή που στην Ελλάδα καμία τέτοια κυβερνητική πρωτοβουλία δεν έχει παρθεί, τα αποτελέσματα μπορούν κάλλιστα να χρησιμεύσουν ως σημείο αναφοράς για μελλοντικές παρεμβάσεις. Ο στόχος δεν είναι άλλος από τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου διαμέσου της τροποποίησης των διατροφικών συνηθειών. «Σε ορισμένες χώρες, όπως η Σουηδία, γίνεται ήδη χρήση του ανθρακικού αποτυπώματος των τροφίμων ως μέρους της επίσημης πολιτικής για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Από σχετικές έρευνες προκύπτει ότι τα επιθυμητά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα ως προς την αντιμετώπιση της κλιματικής μεταβολής είναι δυνατόν να προέρχονται από την επιλογή περισσότερο βιώσιμων διατροφικών συνηθειών», καταλήγει ο Κ. Αμπελιώτης.

 των Νίκου Γαργαλάκου και Βικτωρίας Αποστολοπούλου