Τοπικές και γηγενείς ποικιλίες: Ο ανεκμετάλλευτος πλούτος της Ελλάδας

Η σπουδαιότητα των τοπικών και γηγενών ποικιλιών της χώρας μας, αλλά και η συμβολή τους στην πρωτογενή παραγωγή παρουσιάστηκαν στην 4η επιστημονική συνάντηση για τις τοπικές και γηγενείς ποικιλίες «Τοπικές ποικιλίες-τοπικοί πολιτισμοί-τοπικές οικονομίες: Στην περίοδο της κρίσης».

Η ετήσια συνάντηση τείνει να γίνει θεσμός μετάδοσης γνώσης για τις τοπικές ποικιλίες και ένα μέσο απολογισμού των προσπαθειών επιστημονικών φορέων για τη βελτίωση και την ανάδειξη των τοπικών ποικιλιών. Παρακάτω παρουσιάζονται δύο περιπτώσεις αξιοποίησης των τοπικών και γηγενών ποικιλιών, ενώ στο μέλλον θα ακολουθήσουν και άλλες. Η πρώτη αφορά τις οικονομικές επιδόσεις της καλλιέργειας κρεμμυδιού Θεσπιών, ενώ η δεύτερη έχει ως στόχο την ανάδειξη ποικιλιών αμπέλου και την ικανότητα ή μη αυτών να παράγουν οίνους υψηλής ποιότητας.

Ο μακρύς δρόμος για το κρεμμύδι Θεσπιών

Μαρία Ρόκα, γεωργοοικονομολόγος, Παύλος Καρανικόλας, επίκουρος καθηγητής ΓΠΑ, Τμ. Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης

Στόχος της εργασίας είναι η ανάλυση των οικονομικών αποτελεσμάτων και των θεσμικών-οργανωτικών προβλημάτων της τοπικής αβελτίωτης ποικιλίας «Κρεμμύδι Θεσπιών» στη Βοιωτία. Η εργασία βασίζεται σε εκτενή επιτόπια έρευνα, που διεξήχθη από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο του 2016, σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 22 εκμεταλλεύσεων. Το κρεμμύδι καλλιεργείται σε εκτάσεις 5-120 στρεμμάτων, σε εκμεταλλεύσεις με συνολική έκταση 20-315 στρ. Η μέση εκμετάλλευση καλλιεργεί 59,5 στρέμματα κρεμμυδιού και απασχολεί 0,66 μονάδες ανθρώπινης εργασίας, από τις οποίες το 60% είναι οικογενειακή εργασία και το 40% ξένη εργασία.

Η καλλιέργεια παρουσιάζει πολύ αξιόλογες οικονομικές επιδόσεις σε όλα τα μεγέθη των εκμεταλλεύσεων (μικρές – μεσαίες – μεγάλες). Το μέσο κόστος παραγωγής ανέρχεται σε 0,19 ευρώ ανά κιλό και η τιμή πώλησης κατά μέσο όρο στα 0,24 ευρώ. Οι υψηλότερες τιμές παραγωγού εξασφαλίζονται όταν το κρεμμύδι πωλείται στις λαϊκές αγορές των Αθηνών ή όταν ο παραγωγός το πουλάει μόνος του και οι χαμηλότερες όταν πωλείται σε έμπορο ή σε αλυσίδες σούπερ μάρκετ μέσω συμβολαίου. Το κρεμμύδι έχει τις καλύτερες οικονομικές επιδόσεις συγκριτικά με τις δύο άλλες βασικές καλλιέργειες των εκμεταλλεύσεων, την πατάτα και το σιτάρι, καθώς το καθαρό γεωργικό οικογενειακό εισόδημα ανά στρέμμα ανέρχεται σε 367 ευρώ, 330 ευρώ και 59 ευρώ, αντίστοιχα.

Βασικό πρόβλημα των παραγωγών είναι οι μεγάλες διακυμάνσεις της τιμής του προϊόντος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η έλλειψη κατάλληλων αποθηκευτικών χώρων αναγκάζει τους παραγωγούς να πωλούν το προϊόν τους σε τιμές πολύ χαμηλές. Η δημιουργία «επίσημης» ομάδας παραγωγών, η οποία έχει ήδη δρομολογηθεί, εκτός των άλλων, θα δώσει τη δυνατότητα αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος με τη δημιουργία νέων υποδομών. Παράλληλα, θα κατοχυρώσει την ιδιαίτερη ταυτότητα του προϊόντος με την εγγραφή του στον Εθνικό Κατάλογο Τοπικών Ποικιλιών, δίνοντας νέες δυνατότητες αξιοποίησής του.

Δυναμικό παραγωγής οίνων ποιότητας στη Θράκη

Δημήτρης Χ. Κυρίτσης, γεωπόνος – οινολόγος, ειδικός αμπελουργίας

Η έρευνα έχει ως σκοπό τη μελέτη πέντε τοπικών ποικιλιών, προερχομένων από διαφορετικές περιοχές της Θράκης, ώστε να εκτιμηθεί η ικανότητα ή μη των ποικιλιών αυτών να παράγουν οίνους υψηλής ποιότητας. Πρόκειται για τις ποικιλίες Ζουμιάτικο (λευκή), Παμίδι (ερυθρωπή), Μαυρούδι (δύο παραλλαγές, πρόκειται πιθανόν για δύο κλώνους), Καρναχαλάς και Μπουγιαλαμάς (ερυθρές). Κάθε ποικιλία οινοποιήθηκε με δύο διαφορετικές μεθόδους, την κλασική και την προζυμωτική εκχύλιση εν ψυχρώ. Στην ποικιλία Παμίδι, εφαρμόστηκε η διαδικασία της λευκής οινοποίησης. Τόσο στα γλεύκη όσο και στους τελικούς οίνους πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις και αναλύσεις διάφορων παραμέτρων.

Από τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής προέκυψε το συμπέρασμα ότι, κυρίως, οι ερυθρές ποικιλίες είναι ικανές να παράγουν οίνους υψηλής ποιότητας. Ειδικότερα, ο Μπουγιαλαμάς και το Μαυρούδι φαίνεται να έχουν εξαιρετικές δυνατότητες, καθώς, εκτός από ορισμένα ιδιαίτερα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά, εμφάνισαν έναν πολύ υψηλό Δείκτη Ολικών Φαινολών, καθώς και πολύ υψηλές συγκεντρώσεις ανθοκυανών, οι οποίες είναι υψηλότερες από τις αντίστοιχες πολλών ελληνικών ερυθρών ποικιλιών. Πιο συγκεκριμένα, το Μαυρούδι (περιοχή Ιάσμου Ροδόπης) εμφάνισε συγκέντρωση ανθοκυανών ανάλογη με τους οίνους των ποικιλιών Λημνιώνα, Αυγουστιάτη, Αγιωργίτικο, Μανδηλαριά και Syrah. Το Μαυρούδι (Πεντάλοφος Έβρου) και ο Μπουγιαλαμάς εμφάνισαν υψηλότερη συγκέντρωση ανθοκυανών, ακόμη και από την ξενική ποικιλία Cabernet sauvignon. Συμπεράναμε, λοιπόν, πως αυτές οι δύο ποικιλίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως βελτιωτικές κατά την οινοποίηση άλλων ερυθρών ποικιλιών, οι οποίες δεν εμφανίζουν υψηλή περιεκτικότητα σε ολικές ανθοκυάνες.

Αντιθέτως, τόσο το Ζουμιάτικο όσο και ο Καρναχαλάς φαίνεται πως δεν έχουν το δυναμικό να παράγουν οίνους υψηλής ποιότητας. Θα μπορούσαν, ωστόσο, να παράγουν χαμηλότερης ποιότητας οίνους, λευκούς ή ερυθρωπούς αντίστοιχα. Όσον αφορά την ποικιλία Παμίδι, δεν κατέστη δυνατή η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, γεγονός που οφείλεται στην κακή υγιεινή κατάσταση των σταφυλιών κατά τον τρυγητό λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή τη συγκεκριμένη περίοδο.

Επιπλέον, κάθε ποικιλία διερευνήθηκε ξεχωριστά, ώστε να προσδιοριστούν οι κατάλληλες καλλιεργητικές και οινολογικές τεχνικές. Από αυτήν τη διαδικασία προέκυψε ότι θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μια έρευνα σχετικά με την ικανότητα της «γκρίζας» ποικιλίας Παμίδι να παράγει μονοποικιλιακούς ερυθρωπούς (ροζέ) οίνους υψηλής ποιότητας, καθώς και μια μελέτη που θα αφορά την ταυτοποίηση της ποικιλίας Μαυρούδι.